Τι σημαίνει το timed στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης timed στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του timed στο Αγγλικά.

Η λέξη timed στο Αγγλικά σημαίνει χρόνος, ώρα, ώρα, τότε, φορά, χρονομετρώ, χρόνος, ώρα, εποχή, χρονικός, στιγμή, εποχή, περίοδος, ζωή, ρυθμός, χρόνος, ώρα, επί, συγχρονίζω, πολύ καλά, πολύς καιρός, πριν από πολύ καιρό, πολύ παλιά, εδώ και πολύ καιρό, θέμα χρόνου, πολύς καιρός, πολύς χρόνος, συμπερασματικός, υποθετικός, μετά από λίγο, μετά από κάποιο διάστημα, που δεν έχει πολύ χρόνο, με αντίπαλο τον χρόνο, πρωτοποριακός, πρωτοποριακός για την εποχή του, νωρίτερα, εκ των προτέρων, όλα στην ώρα τους, πάντα, πάντοτε, συνέχεια, συνεχώς, όσο χρόνο χρειαστεί, όλων των εποχών, διαχρονικός, διαχρονικός, κάποια άλλη στιγμή, οποτεδήποτε, όποτε να'ναι, όπου να'ναι, ανά πάσα στιγμή, από στιγμή σε στιγμή, καθώς περνά ο καιρός, σε συγκεκριμένη ώρα, ύστερα, αργότερα, κάποια στιγμή στο μέλλον, υπό άλλες συνθήκες, ανά πάσα στιγμή, οποιαδήποτε ώρα, ότι ώρα να'ναι, οποιαδήποτε ώρα, ότι ώρα να'ναι, ποτέ, ουδέποτε, κάποτε, ταυτόχρονα, κάποια άλλη στιγμή, κάποια στιγμή στο παρελθόν, κάποτε, εκείνη τη χρονική περίοδο, τώρα, επί του παρόντος, για την ώρα σήμερα, την ίδια στιγμή, την ίδια ώρα, μαζί, ταυτόχρονα, την ίδια στιγμή με, την ίδια ώρα με, ταυτόχρονα με, τη στιγμή που, εκείνη την περίοδο, εκείνη την χρονική στιγμή, τότε, όταν, εκείνη την περίοδο, εκείνη την χρονική στιγμή, τότε, αυτή την περίοδο, αυτή την χρονική στιγμή, τώρα, αυτή τη στιγμή, αυτή την περίοδο, αυτή την χρονική στιγμή, τώρα, ακατάλληλη στιγμή, δυσκολία, ώρα για μπάνιο, πρόωρα, πρώιμα, πριν την ώρα του, πρόωρα, πρώιμα, πριν την ώρα του, πριν την εποχή μου, πριν γεννηθώ, πριν από σένα, περιμένω υπομονετικά την κατάλληλη ευκαιρία, τρελά, πετυχημένος, που έχει υπερβεί τα χρονικά όρια, που έχει υπερβεί τις προσδοκίες, διάλειμμα, πρωινό, Θερινή Ώρα Βρετανίας, BST, κερδίζω χρόνο, εκείνη την ώρα, εκείνη την στιγμή, μέχρι τότε, μέχρι την στιγμή, ως την ώρα, μέχρι αυτή την ώρα, ανακοινώνω το κλείσιμο, παύω, σταματώ, δεν τα προλαβαίνω όλα, κεντρική χειμερινή ώρα, Χριστούγεννα, η ώρα που κλείνει, η ώρα που κλείνουν οι παμπ, ώρα συλλογής επιστολών, ιαμβικό μέτρο, η ώρα της κρίσης, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, συνολική διάρκεια ταξιδιού, θερινή ώρα, χρόνος διάσπασης, χρόνος παράδοσης, ώρα αναχώρησης, κάνω φυλακή, υπερωρία, θερινή ώρα, όποτε, παλιά χρόνια, Ανατολική Ζώνη ώρας, στην Ανατολική Ζώνη ώρας, Ανατολική Ζώνη Ώρας, EDT, Ανατολική Επίσημη Ώρα, εκτιμώμενη ώρα άφιξης, Ανατολική Ζώνη Ώρας, Ανατολική Ώρα, κάθε φορά, παράταση, χρόνος με την οικογένεια, βρίσκω χρόνο, βρίσκω χρόνο για κτ, παραβάτης για πρώτη φορά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης timed

χρόνος

noun (concept)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Time passes quickly when you are older.
Ο χρόνος περνάει πιο γρήγορα όταν μεγαλώνεις.

ώρα

noun (specific hour)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
What time is it? It's 3:20.
Τι ώρα είναι; Είναι 3:20.

ώρα

noun (duration)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
How much time will this meeting take?
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πόσον καιρό (or: χρόνο) θα πάρει η κατασκευή του σπιτιού;

τότε

noun (period)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
At the time, we were just fifteen years old.
Εκείνον τον καιρό ήμασταν μόλις δεκαπέντε χρονών.

φορά

noun (count: instances)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We have eaten there three times.
Έχουμε φάει εκεί τρεις φορές.

χρονομετρώ

transitive verb (sports: measure)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The coach timed the runner's sprint.
Ο προπονητής χρονομέτρησε την κούρσα του αθλητή.

χρόνος

noun (moment to spare)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Do you have time to talk?
Έχεις χρόνο να μιλήσουμε;

ώρα

noun (occasion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It's party time! Let's put on our dancing shoes!
Είναι ώρα για πάρτι! Ας φορέσουμε τα παπούτσια του χορού!

εποχή

noun (season)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Have you ever visited Normandy in apple blossom time?
Έχεις επισκεφτεί ποτέ τη Νορμανδία την εποχή που ανθίζουν οι μηλιές;

χρονικός

adjective (related to time)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Some people believe that time travel is possible.

στιγμή

noun (instant)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Where was he at that time?

εποχή, περίοδος

noun (era)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The sixties were an interesting time in America.

ζωή

noun (lifetime)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He has loved a lot of women in his time.

ρυθμός

noun (music: rhythm)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
In many bands, the drummer keeps time.

χρόνος

noun (music: tempo)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
What time should I play this piece in? Allegro, do you think?

ώρα

noun (measurement type)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We are on Daylight Savings Time now.

επί

preposition (multiplied by)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Three times two is six.
Τρεις φορές το δύο κάνει έξι.

συγχρονίζω

transitive verb (regulate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We timed the engine so the spark plugs fire at the right intervals.

πολύ καλά

noun (informal (fun, enjoyment) (διασκέδαση)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Thanks so much for inviting me; I had a great time!

πολύς καιρός

adverb (a considerable period)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
It's a long time since we last met.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Λείπει από τη δουλειά για μεγάλο χρονικό διάστημα.

πριν από πολύ καιρό, πολύ παλιά, εδώ και πολύ καιρό

adverb (in the distant past)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
A long time ago, my ancestors settled in this land.

θέμα χρόνου

noun ([sth] which will happen eventually)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
They've been dating for 5 years, so it's only a matter of time before he proposes.

πολύς καιρός, πολύς χρόνος

noun (US, informal (very considerable period)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
34 years? That's a mighty long time to spend in one job.

συμπερασματικός, υποθετικός

noun (a period, a while)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Come and sit with me for a time.

μετά από λίγο, μετά από κάποιο διάστημα

expression (after a while)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
After some time, the architect delivered the plans for our new house.

που δεν έχει πολύ χρόνο

adjective (under pressure of time)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Residents are in a race against time as flood waters begin to crest along the river.

με αντίπαλο τον χρόνο

adverb (under pressure of time)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
They're racing against time to find a cure for her illness.
Τρέχουν με αντίπαλο τον χρόνο για να βρουν μια θεραπεία για την αρρώστιά του.

πρωτοποριακός

adjective (advanced)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The company prides itself on bringing products to market that are ahead of their time.
Η εταιρεία υπερηφανεύεται που εισάγει στην αγορά προϊόντα που είναι πρωτοποριακά για την εποχή τους.

πρωτοποριακός για την εποχή του

adjective (enlightened)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
This diary reveals that some men in the past were ahead of the times with regard to women's rights.

νωρίτερα

adverb (earlier than scheduled)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
They estimated that the new Olympic stadium would be ready in September 2011 but actually it was finished ahead of time.
Υπολόγισαν ότι το νέο Ολυμπιακό Στάδιο θα ήταν έτοιμο τον Σεπτέμβρη του 2011 αλλά στην πραγματικότητα τελείωσε νωρίτερα.

εκ των προτέρων

adverb (in advance, earlier)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
He was able to put the wallpaper up fast because I had primed the plaster ahead of time.

όλα στην ώρα τους

expression (be patient)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The doctor assured the family that the patient would be out of hospital the next day, all in good time.

πάντα, πάντοτε, συνέχεια, συνεχώς

expression (always)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I help people all the time.
Βοηθώ συνεχώς τους άλλους.

όσο χρόνο χρειαστεί

noun (figurative (as much time as needed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

όλων των εποχών

adjective (ever, for eternity)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Many consider Mozart to be the all-time best composer.
Πολλοί θεωρούν τον Μότσαρτ ως τον καλύτερο συνθέτη όλων των εποχών.

διαχρονικός

noun (performer: classic)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διαχρονικός

noun (song, etc.: classic)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κάποια άλλη στιγμή

adverb (in the future)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Not tonight, but perhaps another time?

οποτεδήποτε, όποτε να'ναι

adverb (no matter when)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You call me any time you need to talk.
Κάλεσέ με οποτεδήποτε χρειάζεσαι να μιλήσεις με κάποιον.

όπου να'ναι, ανά πάσα στιγμή, από στιγμή σε στιγμή

adverb (at any moment)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We'll be ready to leave any time now, as soon as my husband finds his glasses.

καθώς περνά ο καιρός

expression (as circumstances change)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sometimes, as time goes by, people's interests and tastes change.

σε συγκεκριμένη ώρα

adverb (at a specified hour)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You can adjust the heating so that it switches itself on at a certain time each evening.
Μπορείς να ρυθμίσεις τη θέρμανση, ώστε να ανάβει μόνη της σε συγκεκριμένη ώρα κάθε απόγευμα.

ύστερα, αργότερα, κάποια στιγμή στο μέλλον

adverb (later)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We agreed to discuss the matter again at a later time.

υπό άλλες συνθήκες

adverb (in other circumstances)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
At another time, she would have responded with anger, but she was so tired, she let his comments go.

ανά πάσα στιγμή

expression (any point in time)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
At any one time, there are numerous children suffering from rare illnesses.

οποιαδήποτε ώρα, ότι ώρα να'ναι

adverb (whenever convenient)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You can call me for help at any time.

οποιαδήποτε ώρα, ότι ώρα να'ναι

adverb (without warning)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I like my desk to face the door, because I know my boss may walk in at any time.

ποτέ, ουδέποτε

adverb (never, not at any point)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
At no time did Bob leave the house that evening.

κάποτε

expression (once, at some point in the past)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
At one time you were allowed to buy milk straight from the farmer.

ταυτόχρονα

expression (at once: simultaneously)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I was trying to do three things at one time, and failed the three.

κάποια άλλη στιγμή

adverb (at an unspecified future time)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I promise that we'll go to Disneyland at some other time.

κάποια στιγμή στο παρελθόν, κάποτε

adverb (at an unspecified past time)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I had promised that we would go to Disney at some other time.

εκείνη τη χρονική περίοδο

adverb (during a specified past period)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I was born in 1999. At that time my father was a captain, but now he is a major.
Γεννήθηκα το 1999. Εκείνη τη χρονική περίοδο ο πατέρας μου ήταν λοχαγός, αλλά τώρα είναι ταγματάρχης.

τώρα, επί του παρόντος, για την ώρα σήμερα

adverb (now, currently)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
At the present time, there are many migrating birds here.

την ίδια στιγμή, την ίδια ώρα

adverb (simultaneously)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
It was fortunate that we both arrived at the same time.
Ήταν ευχής έργο που φτάσαμε και οι δύο την ίδια ώρα.

μαζί, ταυτόχρονα

adverb (in unison)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We all screamed for more ice cream at the same time.
Φωνάξαμε όλοι μαζί για να πάρουμε περισσότερο παγωτό.

την ίδια στιγμή με, την ίδια ώρα με, ταυτόχρονα με

preposition (concurrent)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τη στιγμή που

preposition (at precise moment)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Joey returned home at the same time that Zula was preparing to leave.

εκείνη την περίοδο, εκείνη την χρονική στιγμή, τότε

adverb (back then)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
At the time, I didn't fully understand what she meant, but I caught on later.
Τότε δεν καταλάβαινα πλήρως τι εννοούσε, αλλά μπήκα στο νόημα αργότερα.

όταν

expression (when [sth] happened)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
At the time of his father's death, Bob was living in Italy.

εκείνη την περίοδο, εκείνη την χρονική στιγμή, τότε

adverb (during that period)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
At the time when dinosaurs roamed the Earth, there was no human life.

αυτή την περίοδο, αυτή την χρονική στιγμή, τώρα

expression (now, at present)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I am not studying English at this moment in time.

αυτή τη στιγμή

expression (currently, now)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αυτή την περίοδο, αυτή την χρονική στιγμή, τώρα

adverb (at present, now)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
That car model is not available at this time.
Εκείνο το μοντέλο αυτοκινήτου δεν είναι διαθέσιμο τώρα.

ακατάλληλη στιγμή

noun (inopportune moment)

You have come at a bad time. Our department has just had its budget cut, so it's a bad time to ask the boss for a pay rise.

δυσκολία

noun (difficult experience)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Harry had a bad time at the casino when he lost a lot of money.

ώρα για μπάνιο

noun (time allocated for a bath)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My kids always hide when it's bath time.

πρόωρα, πρώιμα, πριν την ώρα του

adverb (prematurely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The baby was born before its time.

πρόωρα, πρώιμα, πριν την ώρα του

adverb (precociously)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Parents should not try to force a child to walk before its time.

πριν την εποχή μου, πριν γεννηθώ

adverb (informal (before your birth)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I remember the day President Kennedy was shot - but that's before your time.

πριν από σένα

adverb (informal (before your involvement)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He used to be Managing Director here, but that was a few years before your time.

περιμένω υπομονετικά την κατάλληλη ευκαιρία

verbal expression (wait calmly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τρελά

adverb (informal (to the highest extent) (καθομιλουμένη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She's amazing, and I fell in love with her big time.
Είναι καταπληκτική και την ερωτεύτηκα τρελά.

πετυχημένος

noun as adjective (informal (very successful)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Now he's a big-time director, but once he worked in the mail room.

που έχει υπερβεί τα χρονικά όρια, που έχει υπερβεί τις προσδοκίες

noun (figurative (uncertain time period)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
With all the budget cuts we're experiencing, there's no doubt this project is on borrowed time; it's going to get shut down any day now.

διάλειμμα

noun (recreational period)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Part-time workers get half the break time of full-time workers.

πρωινό

noun (hour when breakfast is eaten)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Rise and shine! It's breakfast time!

Θερινή Ώρα Βρετανίας

noun (mainly UK (daylight saving time)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

BST

noun (initialism (British Summer Time)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κερδίζω χρόνο

verbal expression (figurative (create a helpful delay) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The main use for the drug is to buy time by slowing down the spread of the disease.

εκείνη την ώρα, εκείνη την στιγμή

adverb (in the past)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μέχρι τότε

adverb (in the future)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Where will you be in 50 years? By that time, I will be an old man!

μέχρι την στιγμή, ως την ώρα

adverb (at some point before)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You better have your chores done by the time I get home or you're in big trouble. The traffic was so bad that by the time I got to the office I was 20 minutes late.
Το καλό που σου θέλω να έχεις τελειώσει τις δουλειές σου μέχρι την ώρα που θα έρθω σπίτι, αλλιώς θα βρεις τον μπελά σου.

μέχρι αυτή την ώρα

adverb (at some point before this moment)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I would normally be in bed by this time. By this time, you should have finished studying for the exam.
Συνήθως είμαι στο κρεβάτι μέχρι αυτή την ώρα. Μέχρι αυτή την ώρα θα έπρεπε να έχεις τελειώσει τη μελέτη σου για το διαγώνισμα.

ανακοινώνω το κλείσιμο

intransitive verb (pub: announce closing) (μπαρ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παύω, σταματώ

intransitive verb (put an end to [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When I call time, you will put down your pencils and turn your exam papers over.

δεν τα προλαβαίνω όλα

verbal expression (US, informal (have too many obligations) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I can't be in all places at one time so someone will have to help me.

κεντρική χειμερινή ώρα

noun (time zone) (ζώνη ώρας)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Χριστούγεννα

noun (period of Christmas holidays) (η περίοδος των χριστουγεννιάτικων αργιών)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I'm going home at Christmas time.
Θα πάω στην πατρίδα μου τα Χριστούγεννα.

η ώρα που κλείνει

noun (hour when a business closes)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The closing time of most shops in the city centre is between 5pm & 8pm.

η ώρα που κλείνουν οι παμπ

noun (UK (hour when a pub closes)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
At closing time, there are lots of drunk people on the streets.

ώρα συλλογής επιστολών

noun (hour when postbox is emptied) (από γραμματοκιβώτιο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
They have posted the collection times on the outside of the mail boxes.

ιαμβικό μέτρο

noun (poetry, verse: iambic meter)

η ώρα της κρίσης

noun (informal (decisive moment)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (initialism (Central Standard Time)

συνολική διάρκεια ταξιδιού

noun (air travel time)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When I went to England from Colorado, my curb-to-curb time was almost 24 hours.

θερινή ώρα

noun (clocks set one hour ahead)

Most countries have daylight saving time in the summer, although the start date varies.

χρόνος διάσπασης

noun (radioactivity: rate of decay) (ραδιενέργεια)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The decay time of Carbon is used in Carbon Dating to find out how old artifacts are.

χρόνος παράδοσης

noun (before customer receives goods)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The exact delivery time cannot be specified.

ώρα αναχώρησης

noun (scheduled leaving time)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Our departure time is 12:30, so we need to be at the airport 3 hours before that to get through security.

κάνω φυλακή

intransitive verb (slang (serve a prison sentence) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υπερωρία

noun (overtime pay) (διπλή αμοιβή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

θερινή ώρα

noun (initialism (daylight saving time)

όποτε

adverb (on every occasion)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Each time she sang, people would cover their ears.
Όποτε τραγουδούσε, ο κόσμος έκλεινε τα αυτιά του.

παλιά χρόνια

plural noun (period long ago)

In early times, people made measurements by comparing things with parts of the human body.

Ανατολική Ζώνη ώρας

noun (standard time in eastern US)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

στην Ανατολική Ζώνη ώρας

adverb (at standard time in eastern US)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ανατολική Ζώνη Ώρας

noun (EST: US time zone) (Αμερική, Καναδάς κλπ)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
New York and Washington are both on Eastern time.

EDT

noun (initialism (Eastern Daylight Time) (συντομογραφία)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

Ανατολική Επίσημη Ώρα

noun (initialism (Eastern Standard Time)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Midday EST is 5 pm GMT.
12:00 μ.μ. EST (or: Ανατολική Επίσημη Ώρα) σημαίνει 5 μ.μ GMT.

εκτιμώμενη ώρα άφιξης

noun (hour [sb], [sth] is expected to arrive)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ανατολική Ζώνη Ώρας, Ανατολική Ώρα

noun (abbreviation (Eastern Time)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
I will call you tomorrow at 11:00 a.m. ET.

κάθε φορά

adverb (on each occasion)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Every time I go to the restaurant I order the same dish.
Κάθε φορά που πηγαίνω στο εστιατόριο παραγγέλνω το ίδιο πιάτο.

παράταση

noun (mainly UK (sports: further period of play)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χρόνος με την οικογένεια

noun (US (time spent with family)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

βρίσκω χρόνο

(activity: fit in) (για κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I am very busy, but I will try to find time to see you.

βρίσκω χρόνο για κτ

(activity, event: fit in)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Many people complain they cannot find time for reading.

παραβάτης για πρώτη φορά

noun (law: [sb] convicted for first time)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του timed στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του timed

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.