Τι σημαίνει το telephone στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης telephone στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του telephone στο Αγγλικά.

Η λέξη telephone στο Αγγλικά σημαίνει τηλέφωνο, τηλεφωνώ, τηλεφωνώ, μεταφέρω τηλεφωνικώς, σηκώνω το τηλέφωνο, τηλεφωνητής, τηλεφωνικά, κινητό τηλέφωνο, τηλέφωνο επικοινωνίας κατά τις εργάσιμες ώρες, τηλέφωνο με καντράν, απευθείας κλήσεις, στο τηλέφωνο, τηλεφωνικός κατάλογος, τηλεφωνικό σεξ, δίκτυο PSTN, δημόσιο τηλέφωνο, λογαριασμός τηλεφώνου, τηλεφωνικός κατάλογος, τηλεφωνικός θάλαμος, τηλεφωνικός θάλαμος, τηλεφώνημα, καλώδιο τηλεφώνου, τηλεφωνικός κατάλογος, τηλεφωνικό κέντρο, πρίζα τηλεφώνου, τηλεφωνική γραμμή, γραμμή τηλεφώνου, τηλεφωνικός αριθμός, τηλεφωνητής, κολόνα τηλεφώνου, δέκτης τηλεφώνου, πάροχος τηλεφωνικών υπηρεσιών, ταυτόχρονες αποτυχημένες κλήσεις μεταξύ δύο ατόμων, τηλεφωνική γραμμή, ασύρματο τηλέφωνο, κινητό τηλέφωνο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης telephone

τηλέφωνο

noun (device for making calls) (συσκευή)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You can use the black telephone to make calls.
Μπορείς να χρησιμοποιήσεις το μαύρο τηλέφωνο για να κάνεις κλήσεις.

τηλεφωνώ

intransitive verb (slightly formal (make a call)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Are you going to come over, or are you just going to telephone?
Θα έρθεις από εδώ ή απλά θα πάρεις τηλέφωνο;

τηλεφωνώ

transitive verb (slightly formal (call [sb]) (σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They telephoned us to tell us that they arrived home safely.

μεταφέρω τηλεφωνικώς

transitive verb (send by telephone)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She telephoned the price data instead of sending it by mail.

σηκώνω το τηλέφωνο

verbal expression (respond to a telephone call) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I hoped he would answer the telephone, since he was only 3 feet away from it.

τηλεφωνητής

noun (device: takes phone calls)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The message that he left on my answering machine was very peculiar.

τηλεφωνικά

adverb (slightly formal (by means of a phone call)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I've tried reaching him by telephone, but since no one picks up, I'm going over there to see him.

κινητό τηλέφωνο

noun (formal (mobile phone)

τηλέφωνο επικοινωνίας κατά τις εργάσιμες ώρες

noun (phone number during office hours)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Do you have a daytime telephone number on which we can contact you?

τηλέφωνο με καντράν

noun (rotary phone)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
In the 1960s the dial telephone was widely replaced by the touch-tone telephone.
Τη δεκαετία του 1960, τα τηλέφωνα με καντράν αντικαταστάθηκαν, σχεδόν πλήρως, από τα τηλέφωνα με πλήκτρα.

απευθείας κλήσεις

noun (phone service: no operator)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It amazes me that I have direct dial telephone service from the U.S. to Africa.

στο τηλέφωνο

adverb (having a phone conversation)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Can you kids please keep the noise down while I'm on the telephone?

τηλεφωνικός κατάλογος

noun (telephone directory)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
You'll find their number in the phone book. Our new local phone book's over three inches thick.
Θα βρεις τον αριθμό τους στο τηλεφωνικό κατάλογο. Ο νέος τηλεφωνικός κατάλογος της περιοχής είναι πάνω από οχτώ πόντους παχύς.

τηλεφωνικό σεξ

noun (sexual conversation)

Wendy caught her husband having phone sex with another woman.

δίκτυο PSTN

noun (communication network)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δημόσιο τηλέφωνο

noun (payphone accessible to everyone)

Since cellphones have become common, there are fewer public telephones in many cities.

λογαριασμός τηλεφώνου

noun (invoice for phone use)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τηλεφωνικός κατάλογος

noun (directory of phone numbers)

Do you know where I can find a telephone book? I need to look up a number.

τηλεφωνικός θάλαμος

noun (public phone kiosk)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Hiding from the gangsters in a telephone booth, he called the police.

τηλεφωνικός θάλαμος

noun (UK (public phone booth)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
It is such a shame that they got rid of the old red telephone boxes.

τηλεφώνημα

noun (contact by phone)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καλώδιο τηλεφώνου

noun (wire attaching phone handset)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cordless phones allow you to walk around freely because there's no telephone cord.

τηλεφωνικός κατάλογος

noun (book listing phone numbers)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I need to look up a number in the telephone directory.

τηλεφωνικό κέντρο

noun (where phone calls are connected)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πρίζα τηλεφώνου

noun (socket for plugging in a phone)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
When I accidentally pulled the cord from the telephone jack, the phone went dead.

τηλεφωνική γραμμή

noun (phone connection)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
According to the operator their telephone line has been disconnected.

γραμμή τηλεφώνου

noun (telegraph wire)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You can see telephone lines running for miles along the roads.

τηλεφωνικός αριθμός

noun (digits dialled to reach [sb] by phone)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
When I first met Susan I made sure to write down her telephone number right away.

τηλεφωνητής

noun ([sb] who connects phone calls)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Nowadays most connections are automatic so you rarely talk to a real telephone operator.

κολόνα τηλεφώνου

noun (structure supporting phone lines)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δέκτης τηλεφώνου

noun (handset of a phone)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

πάροχος τηλεφωνικών υπηρεσιών

noun (company: provides phone)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ταυτόχρονες αποτυχημένες κλήσεις μεταξύ δύο ατόμων

noun (repeated attempts to phone one another)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τηλεφωνική γραμμή

noun (cable for telephone service)

ασύρματο τηλέφωνο

noun (cordless phone)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κινητό τηλέφωνο

noun (mobile phone, cellphone)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του telephone στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του telephone

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.