Τι σημαίνει το support στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης support στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του support στο Αγγλικά.

Η λέξη support στο Αγγλικά σημαίνει στηρίζω, υποστηρίζω, υποβαστάζω, στηρίζω, ενισχύω, συντηρώ, υποστηρίζω, υποστηρίζω, υποστηρίζω, υποστηρίζω, στήριγμα, υποστήριγμα, στήριξη, υποστήριξη, υποστήριξη, εξυπηρέτηση, υποστήριξη, στήριξη, συμπαράσταση, -, στήριγμα, συμπρωταγωνιστής, συμπρωταγωνίστρια, αντέχω, αντέχω, ανέχομαι, διατηρώ, συντηρώ, επιβεβαιώνω, επαληθεύω, παίζω μαζί με κπ, στηρίζω, είμαι οικονομικά ανεξάρτητος, ειδική σόλα που παρέχει υποστήριξη στο πέλμα, διατροφή, εξυπηρέτηση πελατών, συναισθηματική υποστήριξη, ζώο συναισθηματικής στήριξης, οικονομική ενίσχυση, ολοκληρωτική υποστήριξη, ολοκληρωτική υποστήριξη, βοηθώ, στηρίζω, βοηθώ, στηρίζω, βοηθώ σε κτ, υπέρ, σε συνδρομή, επίδομα, σπασουάρ, μηχανική υποστήριξη, σύστημα υποστήριξης ζωής, διοικητική μέριμνα, ηθική συμπαράσταση, αμοιβαία υποστήριξη,βοήθεια, μη καταβολή επιδόματος διατροφής, αμοιβαιότητα, αλληλοϋποστήριξη, συγκεντρώνω βοήθεια, υπάλληλος υποστήριξης πωλήσεων, υποστήριξη λογισμικού, κρατική μέριμνα, κρατική στήριξη, κρατική ενίσχυση, κρατική υποστήριξη, κοινωνική φούσκα, στηρίζω οικονομικώς, ομάδα υποστήριξης, υπηρεσίες υποστήριξης, προσωπικό υποστήριξης, ομάδα στήριξης, τεχνική υποστήριξη, τεχνική υποστήριξη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης support

στηρίζω, υποστηρίζω, υποβαστάζω

transitive verb (weight: hold up)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The pole supports the roof of the building.
Η κολόνα στηρίζει την οροφή του κτιρίου.

στηρίζω, ενισχύω

transitive verb (aid, back)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The government supported the aid organisation financially.
Η κυβέρνηση στήριξε (or: ενίσχυσε) την φιλανθρωπική οργάνωση.

συντηρώ

transitive verb (family: provide for)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The father supports the family with his earnings.
Ο πατέρας συντηρεί την οικογένεια με τη δουλειά του.

υποστηρίζω

transitive verb (team: cheer for)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He supports the Yankees.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο Γιάννης είναι ΑΕΚ.

υποστηρίζω

transitive verb (endorse, be in favor of [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The senator would never support that bill; it goes against his principles!
Ο γερουσιαστής δεν θα υποστηρίξει ποτέ αυτό το νομοσχέδιο. Είναι ενάντια στις αρχές του!

υποστηρίζω

verbal expression (be in favor of doing [sth]) (κάτι ή ότι πρέπει να γίνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He supported raising taxes.
Υποστήριζε ότι πρέπει να αυξηθούν οι φόροι.

υποστηρίζω

transitive verb (computing: be compatible)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My operating system doesn't support this particular media player.
Το λειτουργικό μου σύστημα δεν υποστηρίζει αυτήν τη συγκεκριμένη συσκευή αναπαραγωγής πολυμέσων.

στήριγμα, υποστήριγμα

noun (structural: holds [sth] up)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The support gave way and the roof collapsed.
Το στήριγμα (or: υποστήριγμα) υποχώρησε και η οροφή έπεσε.

στήριξη, υποστήριξη

noun (approval, backing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There's a lot of popular support for the organic food movement.
Υπάρχει μεγάλη στήριξη από τον κόσμο για το κίνημα βιολογικών τροφίμων.

υποστήριξη, εξυπηρέτηση

noun (help for users)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
If you can't fix it yourself, you need to call technical support.

υποστήριξη, στήριξη, συμπαράσταση

noun (emotional help) (ψυχολογική βοήθεια)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His family's support throughout his divorce was important to him.
Η βοήθεια της οικογένειας του όταν πήρε διαζύγιο, ήταν σημαντική για αυτόν.

-

noun (maintenance) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
He pays seven hundred dollars in child support a month.
Πληρώνει εφτακόσια δολάρια το μήνα ως διατροφή για το παιδί του.

στήριγμα

noun ([sth], [sb]: gives aid)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Her son was a great support to her in her final years.

συμπρωταγωνιστής, συμπρωταγωνίστρια

noun (actor in a secondary role)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
The young actor was a fine support to the film's leading man.

αντέχω

transitive verb (withstand)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This house can support all sorts of harsh weather.

αντέχω, ανέχομαι

transitive verb (literary, formal (tolerate, put up with)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He could no longer support all the crying.

διατηρώ, συντηρώ

transitive verb (sustain life)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
There isn't enough water on the moon to support life.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Στο μέλλον, ο πλανήτης μας δεν θα έχει αρκετούς πόρους για να θρέψει τον ολοένα και αυξανόμενο πληθυσμό.

επιβεβαιώνω, επαληθεύω

transitive verb (law: corroborate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Her testimony supported his statement.

παίζω μαζί με κπ

transitive verb (theater: perform with)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Two excellent unknowns were supporting the lead actor.

στηρίζω

transitive verb (help emotionally)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His family supported him throughout his divorce.

είμαι οικονομικά ανεξάρτητος

transitive verb and reflexive pronoun (be financially independent)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My sons are both grown up now and support themselves.

ειδική σόλα που παρέχει υποστήριξη στο πέλμα

noun (orthopaedic device for foot)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
because of his flat feet, his shoes were fitted with arch supports.

διατροφή

noun (money paid by absent parent)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My ex-husband has to pay child support every month.

εξυπηρέτηση πελατών

noun (help with purchased product)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

συναισθηματική υποστήριξη

noun (psychological help)

Counsellors provide emotional support to patients.

ζώο συναισθηματικής στήριξης

noun (provides psychological support)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

οικονομική ενίσχυση

noun (monetary assistance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His parents provided financial support for him while he was in college.

ολοκληρωτική υποστήριξη

noun (total approval or backing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Our financial backers have given the project their full support.

ολοκληρωτική υποστήριξη

noun (every possible assistance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In an ideal world, a teacher has time to give each student his full support.

βοηθώ, στηρίζω

verbal expression (help, assist [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βοηθώ, στηρίζω

verbal expression (help, assist [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βοηθώ σε κτ

verbal expression (back, assist [sth])

They asked me to give support to a cause I don't believe in.

υπέρ

preposition (in favour of)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
In 2008 more Americans were in support of Barack Obama than John McCain.

σε συνδρομή

preposition (as assistance to)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
There were many sponsor companies that donated equipment in support of the team.

επίδομα

noun (welfare payment to low earners)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σπασουάρ

noun (sportsman's groin support)

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
When playing sports, men must wear a jockstrap to support their groin.

μηχανική υποστήριξη

noun (equipment to sustain a patient's life)

There are ethical questions associated with keeping a person on life support. Because he was brain dead, Jim's family decided to turn off his life support.
Υπάρχουν ηθικά διλήμματα όσον αφορά τη διατήρηση στη ζωή με μηχανική υποστήριξη. Επειδή ήταν εγκεφαλικά νεκρός, η οικογένεια του Τζιμ αποφάσισε να διακόψει τη μηχανική υποστήριξη.

σύστημα υποστήριξης ζωής

noun (medical machine)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

διοικητική μέριμνα

noun (provision of military supplies) (στρατός)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ηθική συμπαράσταση

noun (encouragement)

My friend had to see a cancer specialist, so I went with her for moral support. Bart's dad provided moral support by attending all of his basketball games.
Ο φίλος μου έπρεπε να δει έναν ειδικό για τον καρκίνο και πήγα μαζί του για ηθική συμπαράσταση. Ο πατέρας του Μπαρτ του παρείχε ηθική συμπαράσταση παρακολουθώντας όλους τους αγώνες μπάσκετ που συμμετείχε.

αμοιβαία υποστήριξη,βοήθεια

noun (reciprocal help)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They had a relationship of mutual support, so when she needed some help he was quick to provide it.

μη καταβολή επιδόματος διατροφής

noun (failure to pay alimony)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αμοιβαιότητα, αλληλοϋποστήριξη

noun (help of colleagues, friends)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συγκεντρώνω βοήθεια

(gather support)

A fundraising event is planned to rally support for our candidate.

υπάλληλος υποστήριξης πωλήσεων

noun (administrative assistant to salesperson) (άτομο)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

υποστήριξη λογισμικού

noun (help in running computer programs) (Η/Υ)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κρατική μέριμνα, κρατική στήριξη, κρατική ενίσχυση, κρατική υποστήριξη

noun (government funding or subsidy)

κοινωνική φούσκα

noun (group in contact during pandemic) (εν καιρώ πανδημίας)

στηρίζω οικονομικώς

transitive verb (provide with money to live on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I can no longer support you financially, so you'll need to get a job.

ομάδα υποστήριξης

noun (gathering of people for mutual help)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

υπηρεσίες υποστήριξης

plural noun (backup or assistance)

προσωπικό υποστήριξης

noun (also npl (employees providing backup or assistance)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ομάδα στήριξης

noun (people providing support)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τεχνική υποστήριξη

noun (abbreviation (Technical Support)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τεχνική υποστήριξη

noun (service offering help with technology)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του support στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του support

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.