Τι σημαίνει το stone στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης stone στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του stone στο Αγγλικά.

Η λέξη stone στο Αγγλικά σημαίνει πέτρα, πέτρα, ογκόλιθος, πέτρα, πολύτιμος λίθος, κουκούτσι, 6,35 κιλά, ταφόπλακα, ταφόπετρα, κόκκος, πέτρα, πέτρινος, πετροβολώ, λιθοβολώ, ξεκουκουτσιάζω, δυο βήματα, στα δυο βήματα, δυο λεπτά, δυο βήματα, είμαι οριστικός, είμαι αμετάκλητος, ο πρώτος που θα κατηγορήσει, ξερολιθιά, ξερολιθιάς, ξερολιθιά, πέτρα για ακόνισμα, έχω σκληρή καρδιά, έχω καρδιά πέτρα, σκληρή καρδιά, πέτρινο μελανοδοχείο, πέτρα στο νεφρό, μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια, ψάχνω εξονυχιστικά, μνημείο, επιτύμβια πλάκα, φυσική πέτρα, οολιτικός ασβεστόλιθος, πλάκα, λυδία λίθος, φιλοσοφική λίθος, πολύτιμος λίθος, κροκαλοπαγές πέτρωμα, ελαφρόπετρα, νομάς, περιπλανώμενος, στήλη της Ρωσέτης, στήλη της Ροζέτας, στήλη της Ρωσέτης, στήλη της Ροζέτας, ημιπολύτιμος λίθος, δεσμευτικός, πέτρα σε ποτάμι για πέρασμα, εφόδιο, σκαλοπάτι, Λίθινη Εποχή, άφραγκος, αδέκαρος, μεταταρσαλγία, παγερά αδιάφορος, πυρηνόκαρπο, πετροκούναβο, κτίστης πέτρας, πέτρινος τοίχος, πέτρινο φράγμα, θεόκουφος, εργάτης που κόβει πέτρες, κοπτικό για πέτρες, ανέκφραστος, πετρώνω, βλάχος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης stone

πέτρα

noun (rock)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Use that stone there to hold the door open.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο οικισμός χρονολογείται από την εποχή του λίθου.

πέτρα

noun (pebble)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The garden path is covered with small white stones. I have a stone in my shoe.
Το μονοπάτι του κήπου είναι καλυμμένο με μικρά λευκά βότσαλα. Έχω μια πέτρα μέσα στο παπούτσι μου.

ογκόλιθος

noun (huge rock)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Have you seen the huge stones at Stonehenge?
Έχεις δει τους τεράστιους ογκόλιθους στο Στόουνχετζ;

πέτρα

noun (building material) (υλικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The castle is made of stone, not brick.
Το κάστρο δεν είναι φτιαγμένο από τούβλα, αλλά από πέτρα.

πολύτιμος λίθος

noun (precious gem)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The ring has many precious stones around a beautiful diamond.
Το δαχτυλίδι έχει πολλούς πολύτιμους λίθους γύρω από ένα όμορφο διαμάντι.

κουκούτσι

noun (UK (pit: fruit seed)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She ate a cherry and spat out the stone.
Έφαγε ένα κεράσι και έφτυσε το κουκούτσι.

6,35 κιλά

noun (UK (body weight: 14 lb) (μονάδα μέτρησης βάρους)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
I weigh almost fifteen stone.
Ζυγίζω περίπου 95 κιλά.

ταφόπλακα, ταφόπετρα

noun (tombstone)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His stone has a sad inscription on it.

κόκκος

noun (hailstone)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The hailstorm had stones the size of golf balls.

πέτρα

noun (gallstone) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He had kidney stones, and suffered great pain.

πέτρινος

noun as adjective (made of stone)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Stone walls separate areas of land. A stone staircase leads to the first floor.

πετροβολώ, λιθοβολώ

transitive verb (throw rocks at) (ρίχνω πέτρες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Reports are coming in that two people have been stoned to death.

ξεκουκουτσιάζω

transitive verb (fruit: remove stone) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She used a knife to stone the peach.

δυο βήματα

noun (figurative, informal (short distance)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The distance from our house to hers is a stone's throw.

στα δυο βήματα

expression (figurative, informal (nearby)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We can easily walk to Martha's house; she lives a stone's throw away.

δυο λεπτά, δυο βήματα

expression (figurative, informal (near) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The shop is just a stone's throw from my house.
Το κατάστημα είναι δυο λεπτά από το σπίτι μου. Το κατάστημα είναι δυο βήματα από το σπίτι μου.

είμαι οριστικός, είμαι αμετάκλητος

verbal expression (figurative (be definitively prescribed)

The rules cannot be changed, they are written in stone!

ο πρώτος που θα κατηγορήσει

verbal expression (figurative (be first to accuse) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We should not be arguing about who has the right to cast the first stone.

ξερολιθιά

noun (wall-building: without cement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ξερολιθιάς

noun as adjective (made without cement) (σε γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ξερολιθιά

noun (stone wall built without mortar)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πέτρα για ακόνισμα

noun (for sharpening tools)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When sharpening a chisel on a grinding stone, it's important to get the angle right.
Όταν ακονίζεις ένα σκαρπέλο σε μια πέτρα για ακόνισμα είναι σημαντικό να έχεις τη σωστή γωνία.

έχω σκληρή καρδιά, έχω καρδιά πέτρα

verbal expression (figurative (lack compassion)

You must have a heart of stone if the film didn't bring a tear to your eye.

σκληρή καρδιά

noun (figurative (lack of compassion) (μεταφορικά)

You would need a heart of stone to see those starving children and not feel compassion.

πέτρινο μελανοδοχείο

noun (block for grinding ink)

πέτρα στο νεφρό

noun (buildup of deposits in the kidney)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He had an operation to remove a kidney stone which had been causing him great pain.

μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια

verbal expression (informal, figurative (do 2 things at once)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I can stop by your house on the way to the grocery store, so I'll kill two birds with one stone.

ψάχνω εξονυχιστικά

verbal expression (figurative (search thoroughly)

In the investigation to find the missing child, the police have left no stone unturned.

μνημείο, επιτύμβια πλάκα

noun (stone or granite monument to the dead)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A memorial stone was erected to remember the famous musician.

φυσική πέτρα

noun (rock suitable for sculpting)

οολιτικός ασβεστόλιθος

noun (type of limestone)

πλάκα

noun (slab used to lay a path)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I hurt my back when I tried to lift a paving stone.

λυδία λίθος, φιλοσοφική λίθος

noun (alchemical substance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The philosopher's stone can turn iron into gold.

πολύτιμος λίθος

noun (valuable gem, gemstone)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The brooch was made of gold, set with precious stones.

κροκαλοπαγές πέτρωμα

noun (conglomerate rock)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ελαφρόπετρα

noun (abrasive stone used for exfoliating)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You can get a pumice stone for the callus on your foot at that store.
Μπορείς να πάρεις ελαφρόπετρα για τους κάλους του ποδιού σ' αυτό το κατάστημα.

νομάς, περιπλανώμενος

noun (figurative (person: nomadic)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
In her youth Annie was a rolling stone, never staying anywhere for long.

στήλη της Ρωσέτης, στήλη της Ροζέτας

noun (literal (stone inscribed with hieroglyphics)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The Rosetta Stone was an important aid to understanding and translating hieroglyphics.

στήλη της Ρωσέτης, στήλη της Ροζέτας

noun (figurative (key to deciphering or solving [sth]) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ημιπολύτιμος λίθος

noun (gemstone)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Unlike a diamond, an amethyst is a semiprecious stone.

δεσμευτικός

adjective (figurative (decided definitively)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
These are just guidelines; nothing is set in stone yet.

πέτρα σε ποτάμι για πέρασμα

noun (stone: used to cross water)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I've placed some rocks in the stream to act as stepping stones.

εφόδιο, σκαλοπάτι

noun (figurative (person, job: used to progress) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This job's just a stepping stone to a better one.

Λίθινη Εποχή

noun (early period in civilization)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The dinosaurs had already died out by the beginning of the Stone Age.

άφραγκος, αδέκαρος

adjective (informal (penniless, poor)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μεταταρσαλγία

noun (painful foot condition) (πόνος στο πόδι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παγερά αδιάφορος

adjective (figurative (completely cold)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

πυρηνόκαρπο

noun (fruit with a pit inside)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πετροκούναβο

noun (weasel-like mammal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κτίστης πέτρας

noun (builder who uses stone)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

πέτρινος τοίχος, πέτρινο φράγμα

noun (barrier made from stone slabs or blocks)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Throughout the ages, people have made stone walls to protect themselves from enemies.

θεόκουφος

adjective (completely unable to hear) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εργάτης που κόβει πέτρες

noun ([sb] who cuts stone)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κοπτικό για πέτρες

noun ([sth] that cuts stone)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανέκφραστος

adjective (serious, expressionless)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πετρώνω

transitive verb (petrify, make into stone)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The witch waved her wand and the fox turned to stone.

βλάχος

noun (fish: Polyprion americanus) (ψάρι)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του stone στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του stone

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.