Τι σημαίνει το squatting στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης squatting στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του squatting στο Αγγλικά.

Η λέξη squatting στο Αγγλικά σημαίνει κατάληψη, οκλαδόν, καταληψίας, κάθομαι χαμηλά, κάθομαι στις φτέρνες, σκύβω, βαθύ κάθισμα, χαμηλός, κοντόχοντρος, μία, κατειλημμένο κτήριο, βαθύ κάθισμα, κάνω κατάληψη σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης squatting

κατάληψη

noun (occupying a property illegally)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The city prohibits squatting in any buildings.

οκλαδόν

adjective (crouching)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I could see a squatting figure on the other side of the train tracks.

καταληψίας

adjective (occupying a property illegally)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
The squatting tenants were eventually forced out by the police.

κάθομαι χαμηλά, κάθομαι στις φτέρνες

intransitive verb (sit on heels) (κατά λέξη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Daisy was sitting on a deckchair and Tim came and squatted beside her.
Η Νταίζη καθόταν σε μια ξαπλώστρα και ο Τιμ ήρθε και γονάτισε δίπλα της.

σκύβω

intransitive verb (crouch down)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When she saw the police, Claire quickly squatted behind a low wall.
Όταν είδε την αστυνομία, η Κλαιρ γρήγορα έσκυψε πίσω από έναν χαμηλό τοίχο.

βαθύ κάθισμα

noun (crouching position) (κατά λέξη, γυμναστική)

Ben went into a squat behind the hedge to avoid being seen.
Ο Μπεν έκανε ένα βαθύ κάθισμα πίσω από το φράχτη για να μην τον δουν.

χαμηλός

adjective (short; low to ground)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There were several squat shrubs dotted around the garden.

κοντόχοντρος

adjective (person, animal: thickset and short) (μειωτικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There was a squat old lady walking along the street.

μία

noun (slang (nothing, negligible amount) (αργκό: με άρνηση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You don't know squat about my life, so don't pretend you understand me!
Δεν ξέρεις μία για τη ζωή μου, οπότε μην παριστάνεις ότι με καταλαβαίνεις!

κατειλημμένο κτήριο

noun (property occupied illegally)

Beth was living in a squat, as she couldn't afford to pay rent.

βαθύ κάθισμα

noun (physical exercise)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κάνω κατάληψη σε κτ

intransitive verb (occupy property illegally)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
There is a group of students squatting in that house at the end of the street.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του squatting στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.