Τι σημαίνει το sea στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης sea στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sea στο Αγγλικά.
Η λέξη sea στο Αγγλικά σημαίνει θάλασσα, θάλασσα, κύμα, θάλασσα, θαλάσσιος, πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, Αιγαίο Πέλαγος, αεροναυτική διάσωση, στην θάλασσα, που έχει μπερδευτεί, μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης, κηδεία στην θάλασσα, ρίξιμο της τέφρας στην θάλασσα, μέσω θαλάσσης, Καραϊβική Θάλασσα, Kασπία Θάλασσα, Νεκρά θάλασσα, Αλμυρά θάλασσα, ωκεάνιος πυθμένας, του βυθού, δύτης ανοιχτής θάλασσας, δύτρια ανοιχτής θάλασσας, καταδύσεις ανοικτής θάλασσας, ψάρεμα σε βαθιά νερά, κόβω τις βλακείες, κόψε τις βλακείες, μπαρκάρω, σαλπάρω, γαλέτα, ανοιχτή θάλασσα, ανοιχτή θάλασσα, εσωτερική θάλασσα, που χάθηκε στη θάλασσα, Μεσόγειος Θάλασσα, Βόρεια θάλασσα, γυμνοβράγχιο, ανοιχτή θάλασσα, αλιώτιδα, αλιωτίδα, σαλπάρω, αποπλέω, σαλπάρω, Ερυθρά Θάλασσα, αγριεμένη θάλασσα, θαλάσσια ανεμώνη, λαβράκι, τσιπούρα, φαγκρί, θαλασσινή αύρα, δόκιμος ναυτικού, πλοίαρχος, καπετάνιος, ριζική αλλαγή, αλλαγή λόγω της θάλασσας, αναρρόφηση θαλάσσης, μπαούλο, μανάτος, τρίκερκος, θαλάσσιο πλάσμα, κρουαζιερόπλοιο, αγγούρι της θάλασσας, θαλασσόλυκος, δράκος της θάλασσας, αλιαετός, αφρός της θάλασσας, θαλάσσιο φορτίο, γυαλί που λειάνθηκε και μοιάζει με βότσαλο, γαλαζοπράσινος, γαλαζοπράσινο, θαλάσσιος πάγος, λάμπραινα, ισορροπία πάνω σε πλοίο που κουνάει, στάθμη της θάλασσας, στη στάθμη της θάλασσας, θαλάσσια ζωή, θαλάσσιος λέων, ομίχλη/πάχνη από τη θάλασσα, θαλάσσιο τέρας, βύδρα, ενυδρίδα, θαλασσινό αλάτι, χτένι, χτένι, κοχύλι, θαλάσσιο σαλιγκάρι, υδρόβιο φίδι, θαλάσσια καταιγίδα, χιτωνόζωα, ουροχορδωτά, θαλάσσια πέστροφα, θαλάσσια χελώνα, αχινός, θέα της θάλασσας, αναρριχίδα, θαλασσοπούλι, ψάρι της θάλασσας, παραλία, παραλιακός, γλάρος, κυματοθραύστης, θαλασσινό νερό, Θάλασσα της Νότιας Κίνας, Νότια Κινεζική Θάλασσα, Νότια Σινική Θάλασσα, σκίλλα, αστερίας, Κίτρινη Θάλασσα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης sea
θάλασσαnoun (smaller than ocean) (μικρότερη από ωκεανό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The Mediterranean is a sea, not an ocean. Η Μεσόγειος είναι θάλασσα, όχι ωκεανός. |
θάλασσαnoun (expanse of salt water) (όγκος αλμυρού νερού) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The sea is home to thousands of different species of fish. Η θάλασσα φιλοξενεί χιλιάδες διαφορετικά είδη ψαριών. |
κύμαnoun (often plural (movement of the sea) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Heavy seas caused the boat to sink. Είχε θάλασσα και για αυτό βυθίστηκε η βάρκα. |
θάλασσαnoun (figurative (large quantity) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The festival crowd was a sea of faces. Το κοινό στο φεστιβάλ ήταν μια θάλασσα από πρόσωπα. |
θαλάσσιοςnoun as adjective (of the sea) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The sea turtle comes to the beach to mate. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μην πιεις θαλασσινό νερό! |
πάνω από την επιφάνεια της θάλασσαςexpression (higher than sea's surface) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Αιγαίο Πέλαγοςnoun (part of Mediterranean Sea) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αεροναυτική διάσωσηnoun (emergency service at sea) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
στην θάλασσαadverb (on the open water) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The old sailor loves to recount his adventures at sea. |
που έχει μπερδευτείadjective (figurative (disorientated) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Clara was all at sea in the advanced calculus class. |
μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδηςexpression (figurative (facing a dilemma) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κηδεία στην θάλασσαnoun (sailor's funeral) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) My grandfather had an honoured burial at sea. |
ρίξιμο της τέφρας στην θάλασσαnoun (disposal of ashes in ocean) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μέσω θαλάσσηςadverb (via boat or ship) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I hate travelling by sea because I get seasick easily. |
Καραϊβική Θάλασσαnoun (part of Atlantic Ocean) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I enjoyed a cruise in the Caribbean Sea, visiting Puerto Rico, Barbados and the American Virgin Islands. |
Kασπία Θάλασσαnoun (large inland sea) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Νεκρά θάλασσα, Αλμυρά θάλασσαnoun (body of salt water in Middle East) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The Dead Sea is a huge salt lake between Israel and Jordan lying 422 meters below sea level. |
ωκεάνιος πυθμέναςnoun (lowest ocean layer) Plants cannot grow in the deep sea because there is no sunlight. |
του βυθούnoun as adjective (relating to deeper parts of the sea) |
δύτης ανοιχτής θάλασσας, δύτρια ανοιχτής θάλασσαςnoun ([sb] who scuba dives at great depths) Deep-sea divers are trying to repair the leaking oil-pipe. |
καταδύσεις ανοικτής θάλασσαςnoun (scuba diving at great depths) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Deep-sea diving opens a whole new universe to scientists, engineers and archaeologists. |
ψάρεμα σε βαθιά νεράnoun (fishing in deep ocean waters) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κόβω τις βλακείεςverbal expression (UK, figurative, informal (expressing contempt) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κόψε τις βλακείεςinterjection (UK, figurative, informal (expressing contempt) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μπαρκάρωverbal expression (dated (become a sailor) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
σαλπάρωverbal expression (dated (start a voyage) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
γαλέταnoun (hard unsalted biscuit) (φαγητό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ανοιχτή θάλασσαnoun (often plural (open waters) |
ανοιχτή θάλασσαnoun (often plural (ocean beyond territorial waters) |
εσωτερική θάλασσαnoun (landlocked water) |
που χάθηκε στη θάλασσαadjective (missing in or on the ocean) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The divers found, on the ocean floor, the ship that had been lost at sea for several weeks. |
Μεσόγειος Θάλασσαnoun (sea) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Βόρεια θάλασσαnoun (part of Atlantic Ocean) |
γυμνοβράγχιοnoun (marine mollusc) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ανοιχτή θάλασσαnoun (nautical) |
αλιώτιδα, αλιωτίδαnoun (chiefly UK (abalone: Channel Island) (μαλάκιο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σαλπάρω, αποπλέωverbal expression (leave land, embark) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) We put out to sea expecting an easy voyage, but the storm quickly forced us back to port. Σαλπάραμε με την προσδοκία ενός εύκολου ταξιδιού, αλλά η καταιγίδα μας ανάγκασε να γυρίσουμε γρήγορα στο λιμάνι. |
σαλπάρωverbal expression (ship: leave land) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) We'll put to sea again once the sails have been repaired. |
Ερυθρά Θάλασσαnoun (channel to Indian Ocean) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αγριεμένη θάλασσαnoun (stormy or choppy sea) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Rough seas prevented his return from Capri to Naples. |
θαλάσσια ανεμώνηnoun (tentacled sea creature) |
λαβράκιnoun (marine fish) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) My favourite type of fish is sea bass. Το αγαπημένο μου ψάρι είναι το λαβράκι. |
τσιπούραnoun (fish off European coasts) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φαγκρίnoun (porgy) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
θαλασσινή αύραnoun (gentle wind blowing in from the sea) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) There's a constant sea breeze in California which makes the heat tolerable. |
δόκιμος ναυτικούnoun (member of junior Navy) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
πλοίαρχος, καπετάνιοςnoun (commander of a ship) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) My grandfather was a sea captain, the master of a merchant ship. |
ριζική αλλαγήnoun (figurative (major transformation) |
αλλαγή λόγω της θάλασσαςnoun (transformation caused by sea) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αναρρόφηση θαλάσσηςnoun (in ship's hull) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μπαούλοnoun (container for sailor's things) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μανάτος, τρίκερκοςnoun (manatee) (θαλάσσιο ζώο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) In Costa Rica they take good care to preserve the sea cows. |
θαλάσσιο πλάσμαnoun (animal that lives in the ocean) |
κρουαζιερόπλοιοnoun (type of pleasure boat) (επιβατικό, για κρουαζιέρες) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αγγούρι της θάλασσας(animal) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
θαλασσόλυκοςnoun (figurative (veteran sailor) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Captain Ahab, whose face was scarred by lightning, was the ultimate sea dog. |
δράκος της θάλασσαςnoun (fish) (ψάρι) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
αλιαετός(bird) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αφρός της θάλασσαςnoun (foam made by ocean) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
θαλάσσιο φορτίοnoun (transport of goods by ship) |
γυαλί που λειάνθηκε και μοιάζει με βότσαλοnoun (glass fragment worn smooth by the tide) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
γαλαζοπράσινοςadjective (light blue-green in color) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γαλαζοπράσινοnoun (light blue-green color) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
θαλάσσιος πάγοςnoun (frozen ocean water) |
λάμπραιναnoun (eel-like animal) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ισορροπία πάνω σε πλοίο που κουνάειplural noun (figurative, informal ([sb]'s balance on a ship) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
στάθμη της θάλασσαςnoun (sea's surface height) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) One third of the Netherlands is at or below sea level. Global warming is causing sea levels to rise worldwide. Το ένα τρίτο της Ολλανδίας είναι στη στάθμη της θάλασσας ή κάτω από αυτή. Η υπερθέρμανση του πλανήτη προκαλεί την αύξηση της στάθμης της θάλασσας παγκοσμίως. |
στη στάθμη της θάλασσαςnoun as adjective (at sea's surface height) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
θαλάσσια ζωήnoun (animals and plants of the ocean) |
θαλάσσιος λέωνnoun (large seal) (θαλάσσιο ζώο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sea lions eat huge quantities of fish. |
ομίχλη/πάχνη από τη θάλασσαnoun (thin fog coming in off the sea) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
θαλάσσιο τέραςnoun (folklore: big creature living in the sea) |
βύδρα, ενυδρίδαnoun (marine mammal) (θαλάσσιο ζώο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sea otters are amazingly agile swimmers, but rather clumsy on land. |
θαλασσινό αλάτιnoun (salt extracted from the sea) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I always cook with sea salt. |
χτένιnoun (large edible marine mollusc) (βρώσιμο μαλάκιο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χτένιnoun (food) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κοχύλιnoun (outer casing of a marine mollusc) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
θαλάσσιο σαλιγκάριnoun (marine gastropod) |
υδρόβιο φίδιnoun (animal: aquatic reptile) |
θαλάσσια καταιγίδαnoun (windstorm at sea) |
χιτωνόζωα, ουροχορδωτάnoun (variety of marine creature) (επίσημο: αλιεία) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
θαλάσσια πέστροφαnoun (type of saltwater trout) |
θαλάσσια χελώναnoun (aquatic tortoise that lives in the ocean) |
αχινόςnoun (spiky round sea creature) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) He stepped on a sea urchin and the spines got stuck in his foot. |
θέα της θάλασσαςnoun (view over the ocean) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αναρριχίδαnoun (large ocean fish) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
θαλασσοπούλιnoun (bird inhabiting marine areas) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) As the boys approached the beach, they could hear seabirds calling. |
ψάρι της θάλασσαςnoun (animal: marine fish) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
παραλίαnoun (mainly UK (land alongside the shore) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The seafront was damaged by the strong storm. |
παραλιακόςnoun as adjective (mainly UK (alongside the shore) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) There are many seafront hotels along this road. |
γλάροςnoun (marine bird) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Lisa stood on the shore, watching the seagulls swoop over the water. |
κυματοθραύστηςnoun (groyne: wave barrier) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
θαλασσινό νερόnoun (salt water from the ocean) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Θάλασσα της Νότιας Κίνας, Νότια Κινεζική Θάλασσα, Νότια Σινική Θάλασσαnoun (Pacific Ocean around southern Asia) |
σκίλλαnoun (botany: plant) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αστερίαςnoun (star-shaped sea creature) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) We saw different kinds of starfish on the beach. Είδαμε διάφορα είδη από αστερίες στην παραλία. |
Κίτρινη Θάλασσαnoun (Pacific Ocean around China) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sea στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του sea
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.