Τι σημαίνει το round στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης round στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του round στο Αγγλικά.

Η λέξη round στο Αγγλικά σημαίνει στρογγυλός, στρογγυλός, γύρω από, -, στρογγυλεμένος, -, κύκλος, γύρος, γύρος, βολή, στρογγυλεμένος, στρογγυλός, παχουλός, στρογγυλό, φυσσίγιο, φυσίγγι, γύρα, γύρος, κανόνας, γύρος, επίσκεψη, στρογγυλεύω, στρογγυλεύω, παίρνω, στρογγυλοποιώ, γύρω από, τριγύρω από, γύρω από, τριγύρω από, γύρω από, σε όλο, γύρω από, τριγύρω από, γύρω, τριγύρω, γύρω σε, τριγύρω, γύρω, τριγύρω, γύρω, περίπου, περίπου, υπάρχω, κοντά, τριγύρω, ολόγυρα, περίμετρος, περιφέρεια, τριγύρω, γύρω, -, γύρω, σε τροχιά, σε κύκλο, -, κάπου, -, γύρω από, προσκαλώ κπ στο σπίτι μου, καλώ κπ στο σπίτι μου, συνεφέρω, επαναφέρω στις αισθήσεις, πείθω, συνεφέρω, καταφέρνω, τουμπάρω, καλοπιάνω, ψήνω, επισκέπτομαι, συνέρχομαι, αλλάζω γνώμη, μεταπείθομαι, έρχομαι, περνάω, περνώ, φέρνω, συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, αποφεύγω, κυκλοφορώ, μαθαίνομαι, βρίσκω χρόνο για κτ, βρίσκω χρόνο, ρίχνω, τουμπάρω, περιστρέφομαι, γυρίζω, φτάνω για όλους, φθάνω για όλους, είμαι αρκετός για όλους, κυκλοφορώ, κάνω, κυκλοφορώ, περνάω, έχω καλέσει, καλώ, ψάχνω, συσπειρώνομαι, συσπειρώνομαι γύρω από κπ, στρογγυλεύω, στρογγυλοποιώ, ολοκληρώνω, τελειώνω, στρογγυλεύω, στρογγυλοποιώ, συμπληρώνω, μαζεύω, συγκεντρώνω, μαζεύω, στρογγυλοποιώ, αποφεύγω, στριφογυρίζω, στριφογυρίζω, αλλάζω γνώμη, πείθω, μια θηλιά γύρω από τον λαιμό μου, παντού, για όλους, από όλες τις απόψεις, από κάθε άποψη, από όλες τις πλευρές, όλο το χρόνο, πολυτάλαντος, συνολικός, αλλάζω θέση σε κτ, αλλαγή, έρχομαι, τρελαίνω, τσαντίζω, τσατίζω, αποφεύγω να κάνω κτ, βρίσκω χρόνο για κτ, βρίσκω χρόνο να κάνω κτ, καταλαβαίνω, κατανοώ, πάω γύρω, περνάω γύρω, παρακάμπτω, τρελαίνομαι, είμαι έμπειρος, με τη σκηνή στο μέσο των θεατών, τρισδιάστατος, τελικός γύρος, τελευταίος γύρος κεράσματος, ψάχνω, ελέγχω, επιθεωρώ, χαζεύω, καρουζέλ, διανομή εφημερίδων, μοιράζω, κυκλοφορώ, βγάζω το δίσκο, γύρω-γύρω, γύρω-γύρω, θερμό χειροκρότημα, γύρος γκολφ, επιστολή που υπογράφεται από πολλούς, συνάντηση, συνεδρίαση, τρελός, τρελάρας, 24 ώρες το 24ώρο, του 'χει στρίψει, του έχει λασκάρει βίδα, ταξίδι μετ' επιστροφής, μετ' επιστροφής, στρογγυλομάτης, στρογγυλοπρόσωπος, καμπούρης, εικοσιτετράωρος, καρουζέλ, της στρογγυλής τραπέζης, συγκέντρωση, κάνω κύκλους, στέλνω, στέλνω, ξεναγώ, ξεναγώ κπ σε κτ, αποφεύγω, αντίστροφα, γυρίζω από την άλλη, περιστρέφομαι, γυρίζω, παράκαμψη, γυρίζω γρήγορα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης round

στρογγυλός

adjective (circular)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Almost all coins are round.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Σχεδόν όλα τα νομίσματα έχουν κυκλικό σχήμα.

στρογγυλός

adjective (spherical)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tennis balls are round, but rugby balls are not.
Οι μπάλες του τένις είναι στρογγυλές, του ράγκμπι όχι.

γύρω από

preposition (around, encircling)

He tied the belt round his waist.
Έδεσε τη ζώνη γύρω από τη μέση του.

-

preposition (beyond: a bend or corner) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
There's a supermarket just round this corner.
Υπάρχει ένα σούπερ μάρκετ αμέσως μετά τη γωνία.

στρογγυλεμένος

adjective (curved)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The table has round corners.
Το τραπέζι έχει στρογγυλεμένες άκρες.

-

adverb (through, from beginning to end) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
He would eat ice cream all year round.
Έτρωγε παγωτά όλο το χρόνο.

κύκλος, γύρος

noun (series: of talks, protests, etc.)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The foreign ministers entered their third round of negotiations.
Οι ξένοι υπουργοί ξεκίνησαν τον τρίτο κύκλο διαπραγματεύσεων.

γύρος

noun (sports competition: stage)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
This is the third round in the playoffs.
Αυτός είναι ο τρίτος γύρος των πλέι οφ.

βολή

noun (weapons discharge)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I probably fired 100 rounds at the target.
Πρέπει να έριξα 100 βολές στον στόχο.

στρογγυλεμένος

adjective (not angular)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
She had beautiful round handwriting.

στρογγυλός

adjective (number: whole, without fractions)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
3.14 is not a round number, but 3 is.

παχουλός

adjective (person: plump)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Fat? I prefer to say that she is round.

στρογγυλό

noun (steak, cut of beef) (μοσχαρίσιο κρέας)

Ground round is generally preferred over general ground beef.

φυσσίγιο, φυσίγγι

noun (munitions, bullet)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Each round has a titanium tip.

γύρα

noun (often plural (circuit) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I said hi to the paperboy as he cycled past on his daily round.

γύρος

noun (serving of drinks)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Waiter! Another round of drinks!

κανόνας

noun (music: rhythmical canon) (στη μουσική)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The children sang 'London's Burning' in a round.

γύρος

noun (golf: complete play)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I played two rounds of golf yesterday.

επίσκεψη

plural noun (routine check on hospital patients) (του ιατρού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The doctor is making his rounds right now.
Ο γιατρός κάνει επίσκεψη αυτή τη στιγμή.

στρογγυλεύω

intransitive verb (become round)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
His face and body are beginning to round out now he is getting proper food.

στρογγυλεύω

transitive verb (make [sth] less pointy)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She rounded the corners of the table to make it less dangerous.

παίρνω

transitive verb (turn: a bend or corner) (μτφ: τη στροφή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The sports car rounded the corner quickly.
Το αγωνιστικό αυτοκίνητο πήρε πολύ γρήγορα τη στροφή.

στρογγυλοποιώ

transitive verb (math: increase or decrease number)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Round your answer to the nearest whole number.

γύρω από, τριγύρω από

preposition (surrounding)

They put a fence around the swimming pool.
Έβαλαν φράχτη γύρω από την πισίνα.

γύρω από, τριγύρω από

preposition (in a circle about [sth])

They sat around the table wondering what to do next.
Κάθισαν γύρω από το τραπέζι κι αναρωτιόνταν τι θα έκαναν στη συνέχεια.

γύρω από

preposition (encircling)

Put the belt around your waist and then fasten it.
Βάλε τη ζώνη στη μέση σου και κούμπωσέ την.

σε όλο

preposition (all over, from place to place) (από μέρος σε μέρος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She travels around the country for her job.
Ταξιδεύει παντού στη χώρα για τη δουλειά της.

γύρω από, τριγύρω από

preposition (in all directions)

There were roads leading off all around the house.

γύρω, τριγύρω

preposition (scattered through) (σκόρπια)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Books were spread all around the room.
Βιβλία ήταν απλωμένα παντού γύρω (or: τριγύρω) στο δωμάτιο.

γύρω σε

preposition (time: approximately) (περίπου: χρόνος)

I'll see you around three o'clock.
Θα τα πούμε κατά τις τρεις.

τριγύρω

adverb (in a ring, circle) (σε κύκλο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The dog ran around and around trying to catch its tail.
Ο σκύλος έτρεχε γύρω γύρω προσπαθώντας να πιάσει την ουρά του.

γύρω, τριγύρω

adverb (in all directions) (προς κάθε κατεύθυνση)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Look around and note down everything you can see.
Κοίτα γύρω (or: τριγύρω) και σημείωσε ό,τι βλέπεις.

γύρω

adverb (with a circular course)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The earth turns around on its axis.
Η γη γυρίζει γύρω από τον άξονά της.

περίπου

preposition (size, amount: approximately)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It's around three inches tall and an inch wide.
Έχει τρεις ίντσες ύψος και μία πλάτος κατά προσέγγιση.

περίπου

preposition (quantity: approximately)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It takes around 60 gallons of water to grow one avocado.

υπάρχω

adjective (informal (in existence)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Plastic chairs have been around for thirty years.
Οι πλαστικές καρέκλες υπάρχουν εδώ και τριάντα χρόνια.

κοντά

adjective (informal (present, nearby)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Is she around? I want to ask her something.

τριγύρω, ολόγυρα

adverb (on every side) (σε κάθε πλευρά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It's a beautiful house with trees all around.
Είναι ένα όμορφο σπίτι με δέντρα γύρω γύρω.

περίμετρος, περιφέρεια

adverb (in circumference)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The vase is ten centimetres around.
Το βάζο έχει περίμετρο (or: περιφέρεια) δέκα εκατοστά.

τριγύρω, γύρω

adverb (surrounding a place)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
There are lots of shops around.

-

adverb (used in compounds (in circulation) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
There are rumours going around.
Κυκλοφορούν φήμες.

γύρω

adverb (with roundabout direction)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The road goes around to the orchard.

σε τροχιά, σε κύκλο

adverb (in a circuit)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The crowd watched with excitement as the cars raced around.

-

adverb (over: to a certain place) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
She came around to my house. I drove round to the office to pick up some files.
Ήρθε σπίτι μου. Πήγα με το αυτοκίνητο στο γραφείο για να πάρω κάτι φακέλους.

κάπου

preposition (in, near)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Is James around the office somewhere?
Είναι ο Τζέιμς στο γραφείο;

-

preposition (to various parts of) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
We should go around town and put posters up.
Καλό θα ήταν να γυρίσουμε την πόλη και να κρεμάσουμε αφίσες.

γύρω από

preposition (centred on) (μεταφορικά)

The course is organized around important historical events.

προσκαλώ κπ στο σπίτι μου, καλώ κπ στο σπίτι μου

phrasal verb, transitive, separable (UK (invite to [sb]'s house)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συνεφέρω, επαναφέρω στις αισθήσεις

phrasal verb, transitive, separable (informal (make conscious)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Victorians used smelling salts to bring round someone who had fainted.

πείθω, συνεφέρω, καταφέρνω, τουμπάρω, καλοπιάνω, ψήνω

phrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (persuade) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επισκέπτομαι

phrasal verb, intransitive (visit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Peter said that he would call round sometime this afternoon.
Ο Πίτερ είπε πως θα περάσει κάποια στιγμή το απόγευμα.

συνέρχομαι

phrasal verb, intransitive (informal (recover consciousness)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The patient came around soon after his operation.
Ο ασθενής συνήλθε γρήγορα μετά την εγχείρηση.

αλλάζω γνώμη

phrasal verb, intransitive (figurative (be persuaded)

My parents aren't keen on my new boyfriend, but they'll come round when they get to know him.

μεταπείθομαι

(revise your opinion)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Steve eventually came round to my opinion.
Τελικά, ο Στιβ μεταπείστηκε και συμφώνησε μαζί μου.

έρχομαι

phrasal verb, intransitive (date, event: occur again)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jill always feels sad when the anniversary of her husband's death comes around.
Η Τζιλ νιώθει πάντα λυπημένη όταν έρχεται η επέτειος θανάτου του συζύγου της.

περνάω, περνώ

phrasal verb, intransitive (informal (visit [sb]'s house)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Steve dropped round earlier, while you were out; I said you'd phone him when you got back.

φέρνω

phrasal verb, transitive, separable (informal (bring [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As you'll be passing my house anyway, could you drop that paperwork around?

συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι

phrasal verb, intransitive (congregate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Gather round everybody! Richard has something to say!

αποφεύγω

phrasal verb, transitive, inseparable (circumvent)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You can't get around the problem by pretending it doesn't exist.
Δεν μπορείς ν' αποφύγεις το πρόβλημα προσποιούμενος πως δεν υπάρχει.

κυκλοφορώ, μαθαίνομαι

phrasal verb, intransitive (informal (circulate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When word got around that she was baking cookies, all the children appeared at her door.
Όταν μαθεύτηκε πως έψηνε κουλουράκια, όλα τα παιδιά εμφανίστηκαν στην πόρτα της.

βρίσκω χρόνο για κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (find time)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Bill eventually got round to the washing-up.

βρίσκω χρόνο

phrasal verb, transitive, inseparable (find time) (να κάνω κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
One of these days, I will get around to making the trip to Paris.

ρίχνω, τουμπάρω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (cajole) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You can't get round me with flattery - you're not getting a bike for Christmas, and that's final!
Δεν μπορείς να με τουμπάρεις (or: να με καταφέρεις) με κολακείες. Δεν θα πάρεις ποδήλατο για τα Χριστούγεννα κι αυτή είναι η τελική μου απόφαση.

περιστρέφομαι, γυρίζω

phrasal verb, intransitive (rotate, revolve)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The baby watched the top go round and laughed. Each of the beautifully painted horses became visible as the carousel went around.
Το μωρό έβλεπε την κορυφή να γυρνάει και γελούσε.

φτάνω για όλους, φθάνω για όλους, είμαι αρκετός για όλους

phrasal verb, intransitive (be shared by all)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Do you think there'll be enough loaves and fishes to go around?
Πιστεύεις ότι υπάρχουν αρκετά καρβέλια και ψάρια για να επαρκέσουν για όλους; Πιστεύεις ότι τα καρβέλια και τα ψάρια είναι επαρκή για όλους;

κυκλοφορώ

phrasal verb, intransitive (illness: be transmitted)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
There's a nasty strain of flu going around.
Κυκλοφορεί μια άσχημη γρίπη.

κάνω

phrasal verb, intransitive (be in a state habitually)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He goes around looking filthy. She goes about as if she owns the place.

κυκλοφορώ

phrasal verb, intransitive (figurative, informal (circulate, spread) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
There's a rumour going round that you're cheating on Tim.
Κυκλοφορεί μια φήμη ότι απατάς τον Τιμ.

περνάω

phrasal verb, intransitive (informal (pay a visit to [sb]) (καθομιλουμένη: από κπ/κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'll go round to your place when I'm done.
Θα περάσω απ' το σπίτι σου όταν τελειώσω.

έχω καλέσει

phrasal verb, transitive, separable (informal (receive as a guest)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

καλώ

phrasal verb, transitive, separable (UK (invite to home)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ψάχνω

(seek in surrounding area)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I misplaced my keys, so I'll have to look around for them.

συσπειρώνομαι

phrasal verb, intransitive (show solidarity)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The neighbours rallied around to help Janet while her husband was sick.

συσπειρώνομαι γύρω από κπ

phrasal verb, transitive, inseparable (support [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Everyone rallied round the mayor in his moment of crisis.

στρογγυλεύω, στρογγυλοποιώ

phrasal verb, transitive, separable (express as previous whole number)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The answer was 5.1, so I rounded it down to 5.

ολοκληρώνω, τελειώνω

phrasal verb, transitive, separable (end, conclude)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He rounded off his speech with a joke, leaving the audience in a good mood.
Έκλεισε την ομιλία του με ένα ανέκδοτο αφήνοντας τους ακροατές με καλή διάθεση.

στρογγυλεύω, στρογγυλοποιώ

phrasal verb, transitive, separable (express as nearest whole number)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The price was eighty-seven euros, but the clerk rounded it off to eighty-five.
Η τιμή ήταν ογδόντα επτά ευρώ, αλλά ο ταμίας την στρογγύλεψε στα ογδόντα πέντε.

συμπληρώνω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (make fuller or more complete)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The volunteer work Dave did last summer really rounded out his resume.

μαζεύω

phrasal verb, transitive, separable (animals: herd)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The sheep have scattered, so we must round them up again.
Τα πρόβατα διασκορπίστηκαν και έτσι πρέπει να τα μαζέψουμε ξανά.

συγκεντρώνω, μαζεύω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (people: bring together)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If we want to play football we must first round up some players.
Άμα θέλουμε να παίξουμε ποδόσφαιρο πρέπει πρώτα να μαζέψουμε μερικούς παίκτες.

στρογγυλοποιώ

phrasal verb, transitive, separable (express as next whole number) (σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Round the answer up to the nearest 10.
Στρογγυλοποίησε την απάντηση στην πλησιέστερη δεκάδα.

αποφεύγω

phrasal verb, transitive, inseparable (avoid discussing: problem)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στριφογυρίζω

phrasal verb, transitive, separable (turn [sb/sth] around quickly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στριφογυρίζω

phrasal verb, intransitive (turn quickly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αλλάζω γνώμη

phrasal verb, intransitive (figurative (change opinion)

πείθω

phrasal verb, transitive, separable (persuade)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I didn't really feel like going out, but my friends talked me round.

μια θηλιά γύρω από τον λαιμό μου

expression (figurative (burden: mental or emotional) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παντού

adverb (everywhere)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Prices have increased all around.
Οι τιμές αυξήθηκαν παντού.

για όλους

adverb (informal (for everyone)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Joe called for drinks all around to celebrate his good news.
Για να γιορτάσει τα καλά του νέα παρήγγειλε ποτά για όλους.

από όλες τις απόψεις, από κάθε άποψη, από όλες τις πλευρές

adverb (in all aspects)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
This is a better solution all round.
Αυτή η λύση είναι καλύτερη από κάθε άποψη.

όλο το χρόνο

adverb (throughout the year)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I'd love to live in a climate where I could garden all year round.

πολυτάλαντος

adjective (versatile, multi-skilled)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Joe has developed into an all-around player for the basketball team.
Ο Τζο έχει εξελιχθεί σε πολυτάλαντο παίκτη για την ομάδα μπάσκετ.

συνολικός

adjective (comprehensive, overall)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The school aims to provide an all-around education for its students.
Στόχος του σχολείου είναι να παρέχει ευρεία εκπαίδευση στους μαθητές του.

αλλάζω θέση σε κτ

(rearrange [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You can change around the icons on your computer to make them more convenient. The coach changed the players around to balance out the teams.

αλλαγή

noun (rearrangement, shift)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The change around in the team's coaching has helped them win many more games this year.

έρχομαι

(visit [sb])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If you come round later, we can do our homework together.
Αν περάσεις αργότερα, μπορούμε να κάνουμε μαζί τα μαθήματά μας.

τρελαίνω, τσαντίζω, τσατίζω

verbal expression (slang, figurative (make insane) (μτφ: κάνω κπ έξαλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You're driving me round the bend!

αποφεύγω να κάνω κτ

verbal expression (avoid doing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The politician got around answering the question by changing the subject. The businessman got around paying his taxes by using a loophole in the law.
Ο πολιτικός άλλαξε θέμα, αποφεύγοντας, έτσι, να απαντήσει στην ερώτηση. Ο επιχειρηματίας απέφυγε να καταβάλει τους φόρους του, χρησιμοποιώντας κάποιο παραθυράκι του νόμου.

βρίσκω χρόνο για κτ

verbal expression (find time)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βρίσκω χρόνο να κάνω κτ

verbal expression (find time)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καταλαβαίνω, κατανοώ

verbal expression (informal (understand)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm trying to get my head around the subjunctive, but I'm still not sure when to use it.

πάω γύρω, περνάω γύρω

(encircle, surround) (καθομιλουμένη)

I had grown so fat that none of my belts would go around my waist.
Είχα παχύνει τόσο πολύ που καμιά ζώνη δεν πέρναγε γύρω από τη μέση μου.

παρακάμπτω

(change path to avoid hitting [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The radio advised of heavy traffic downtown, so we went around the city instead.
Στο ραδιόφωνο ανακοινώθηκε ότι έχει πολλή κίνηση κι έτσι παρακάμψαμε την πόλη.

τρελαίνομαι

verbal expression (slang, figurative (become insane) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'm going round the bend trying to get through all this work! I can't solve the last crossword clue, and it's making me go round the bend.

είμαι έμπειρος

verbal expression (slang, figurative (be experienced)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

με τη σκηνή στο μέσο των θεατών

adverb (theatre: with audience surrounding stage)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τρισδιάστατος

adverb (sculpture: three dimensional, freestanding)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
After she mastered working with flat surfaces, the artist decided to try carving a statue in the round.

τελικός γύρος

noun (sport: final bout) (σπορ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He did not take the lead until the very last round of the contest.

τελευταίος γύρος κεράσματος

noun (informal (most recent, final, serving drinks to a group) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You bought the last round, so now it's my turn. We paid for the last round of drinks.

ψάχνω

(seek [sth] in surrounding area)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I've been looking around everywhere, but I can't find my reading glasses.
Έχω ψάξει παντού, αλλά δεν βρίσκω τα γυαλιά της πρεσβυωπίας μου.

ελέγχω, επιθεωρώ

(inspect)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Safety inspectors will be looking around the factory today.
Οι επιθεωρητές ασφαλείας θα ελέγξουν το εργοστάσιο σήμερα.

χαζεύω

(browse) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sarah spent the afternoon looking around the local shops.
Η Σάρα πέρασε το απόγευμά της χαζεύοντας στα καταστήματα της περιοχής.

καρουζέλ

noun (carousel, roundabout)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They giggled as they rode the horses on the merry-go-round.

διανομή εφημερίδων

noun (job delivering newspapers)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A lot of teenagers do paper rounds to earn some extra pocket money.

μοιράζω

(distribute)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They passed around sandwiches and drinks at the party.

κυκλοφορώ

(circulate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please sign the petition and pass it round the office.

βγάζω το δίσκο

verbal expression (ask for contributions of money) (καθομιλουμένη, ειρωνικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After the buskers had stopped playing, they passed the hat round.

γύρω-γύρω

adverb (in circles)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The gerbil ran round and round in its wheel.

γύρω-γύρω

preposition (circling repeatedly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The puppy ran round and round the garden.

θερμό χειροκρότημα

noun (burst of clapping to show approval)

Ladies and gentlemen, please give him a round of applause!

γύρος γκολφ

noun (game: playing all 18 holes of a golf course) (ολοκληρωμένο παιχνίδι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I was thinking about going out for a round of golf this afternoon.
Έλεγα να πηγαίναμε για ένα γύρο γκολφ σήμερα το απόγευμα.

επιστολή που υπογράφεται από πολλούς

noun (circulated message)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Every year I send out a round robin with my Christmas cards.

συνάντηση, συνεδρίαση

noun (conference, meeting)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He was an expert in his subject, and participated in round tables.

τρελός, τρελάρας

adjective (slang, figurative (crazy, insane)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
What on earth are you doing? Are you completely round the bend?

24 ώρες το 24ώρο

adverb (throughout the day and night)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The suspected terrorist's house was under surveillance round the clock.

του 'χει στρίψει, του έχει λασκάρει βίδα

adjective (crazy, mad) (μεταφορικά)

Don't pay any attention to what John says; he's completely round the twist.

ταξίδι μετ' επιστροφής

noun (journey to a destination and back)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The round trip only takes four hours by car.
Το ταξίδι μετ' επιστροφής διαρκεί μόλις τέσσερις ώρες με το αυτοκίνητο.

μετ' επιστροφής

noun as adjective (to a place and back again)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
A round-trip ticket is usually cheaper than two one-way tickets.

στρογγυλομάτης

adjective (with eyes wide in surprise)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στρογγυλοπρόσωπος

adjective (face: circular-shaped)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

καμπούρης

adjective (having a hunched posture)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εικοσιτετράωρος

adjective (throughout the day and night)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καρουζέλ

noun (fairground: carousel)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The children were riding on the roundabout.
Τα παιδιά ήταν πάνω στο καρουζέλ.

της στρογγυλής τραπέζης

adjective (involving discussion) (συζήτηση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συγκέντρωση

noun (cattle drive) (ζώων)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The cowboy was in the middle of a roundup when it started to rain.

κάνω κύκλους

verbal expression (figurative, informal (make no progress) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
This conversation just keeps going around in circles; we're not getting anywhere.

στέλνω

(circulate, distribute)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στέλνω

(cause [sb] to visit a place)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεναγώ

(guide round a new place)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sally was asked to show her new classmate around.

ξεναγώ κπ σε κτ

(guide round a new place)

The real estate broker showed the couple around the apartment.

αποφεύγω

(figurative (topic: avoid) (ένα θέμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He skirted around the subject and managed not to mention it.

αντίστροφα

adverb (US (reversed)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

γυρίζω από την άλλη

(move to face away)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
If you turn around, you'll see a beautiful sunset.
Εάν γυρίσεις από την άλλη θα δεις ένα όμορφο ηλιοβασίλεμα.

περιστρέφομαι

(spin, rotate, revolve)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The record turns around at 33 rpm.

γυρίζω

(turn upper body around)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παράκαμψη

noun (route that bypasses [sth])

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γυρίζω γρήγορα

(quickly turn around)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του round στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του round

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.