Τι σημαίνει το rodeada στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης rodeada στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rodeada στο ισπανικά.
Η λέξη rodeada στο ισπανικά σημαίνει περικυκλωμένος, σε ένα σύννεφο, πολιορκημένος, μαζεύομαι γύρω από, περικυκλώνω, περικλείω, περιβάλλω, τυλίγω, περικλείω, αποφεύγω, περιζώνω, παρακάμπτω, κυκλώνω, περιστοιχίζω, περιβάλλω, πάω γύρω, περνάω γύρω, κάνω παράκαμψη, κυκλώνω, περιβάλλω, περικυκλώνω, περικυκλώνω, παρακάμπτω, ζώνω, περικυκλώνω, περιστοιχίζω, περιβάλλω, εσωκλείω, τυλίγω, δένω, τυλίγω, περικυκλώνω, τυλίγω, περιβάλλω, πλαισιώνω, πλαισιώνω, αποφεύγω, παρακάμπτω, παρακάμπτω, πολιορκώ, είμαι περιστοιχισμένος από κτ, που περιβάλλεται από ξηρά, ομιχλώδης, σιδηρόδετος, κυκλωμένος, περιστοιχισμένος, οριοθετημένος, περιστοιχίζομαι από κτ, είμαι περικυκλωμένος από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης rodeada
περικυκλωμένοςadjetivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Los soldados defendían el castillo rodeado. |
σε ένα σύννεφοadjetivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Apareció rodeado de humo. |
πολιορκημένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) La ciudad sitiada era defendida por los soldados del rey. |
μαζεύομαι γύρω απόverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Durante la hora de lectura, los estudiantes rodearon a su maestra y escucharon atentamente. |
περικυκλώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La policía rodeó el edificio. Η αστυνομία περικύκλωσε το κτίριο. |
περικλείω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Una alta pared de piedra rodeaba el jardín. |
περιβάλλω, τυλίγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El humo negro del edificio en llamas rodeó a la cuadra contigua. |
περικλείωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποφεύγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
περιζώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los campos rodean la autopista por ambos lados. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Οι λεύκες περιβάλλουν (or: πλαισιώνουν) το οικόπεδο. |
παρακάμπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hay una ruta que rodea la ciudad, pero tarda mucho más. Υπάρχει μια διαδρομή με την οποία παρακάμπτεις το κέντρο της πόλης, αλλά παίρνει πολύ περισσότερο χρόνο. |
κυκλώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
περιστοιχίζω, περιβάλλω(είμαι γύρω από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Estábamos rodeados de plantas con hojas frondosas. Περιστοιχιζόμασταν από οργιώδη βλάστηση. |
πάω γύρω, περνάω γύρωverbo transitivo (καθομιλουμένη) Había engordado tanto que ninguno de mis cinturones podía rodear mi cintura. Είχα παχύνει τόσο πολύ που καμιά ζώνη δεν πέρναγε γύρω από τη μέση μου. |
κάνω παράκαμψη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Si manejas por este camino, vas a tener que rodear Glasgow, |
κυκλώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rodee la respuesta que usted considera correcta. |
περιβάλλω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Las montañas rodean el lago. |
περικυκλώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
περικυκλώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rodeó el pomo de la puerta con guirnalda navideña. Τύλιξε το χερούλι της πόρτας με χριστουγεννιάτικες γιρλάντες. |
παρακάμπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El camionero circunvaló los pueblos para llegar antes. Ο οδηγός του φορτηγού παρέκαμψε τις μικρές πόλεις για φτάσει πιο γρήγορα. |
ζώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Una cuerda trenzada hecha de oro ceñía la bata del hechicero. |
περικυκλώνω, περιστοιχίζω, περιβάλλω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El público circundó al popular grupo de rock. |
εσωκλείω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El grupo desapareció de la vista conforme la neblina los iba envolviendo. |
τυλίγω(γύρω γύρω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δένω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El corsé ciñó la cintura de la mujer muy ajustadamente. |
τυλίγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alan envolvió las sobras y las puso en el refrigerador. Ο Άλαν τύλιξε το φαγητό που περίσσεψε και το έβαλε στο ψυγείο. |
περικυκλώνω(una multitud) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los fans lo asaltaron cuando salía del teatro. Οι θαυμαστές τον περικύκλωσαν καθώς έφευγε από το θέατρο. |
τυλίγω, περιβάλλω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nubes blancas envolvieron la montaña. Λευκά σύννεφα τύλιξαν (or: περιέβαλαν) τα βουνά. |
πλαισιώνω(κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quisiera bordear el huerto con hileras de narcisos. Θα ήθελα να πλαισιώσω τον οπωρώνα με σειρές από ασφόδελους. |
πλαισιώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La vista de la ciudad queda enmarcada por las montañas. |
αποφεύγω(figurado) (ένα θέμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rodeó ese asunto y evitó mencionarlo. |
παρακάμπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tienes que rodear París en tu viaje hacia el sur. |
παρακάμπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La radio anunció que había mucho tráfico en el centro, así que mejor le dimos la vuelta a la ciudad. Στο ραδιόφωνο ανακοινώθηκε ότι έχει πολλή κίνηση κι έτσι παρακάμψαμε την πόλη. |
πολιορκώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
είμαι περιστοιχισμένος από κτlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La casa estaba rodeada de campo. |
που περιβάλλεται από ξηρά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Varios de los estados de Estados Unidos están rodeados de tierra. |
ομιχλώδης(μέρος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σιδηρόδετοςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κυκλωμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) El logo es un triángulo dentro de un círculo con el nombre de la compañía debajo. |
περιστοιχισμένος, οριοθετημένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La cabaña estaba rodeada por un frondoso bosque. |
περιστοιχίζομαι από κτ
|
είμαι περικυκλωμένος από κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La granja está rodeada por un denso bosque. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rodeada στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του rodeada
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.