Τι σημαίνει το rented στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης rented στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rented στο Αγγλικά.

Η λέξη rented στο Αγγλικά σημαίνει νοικιάζω, νοικιάζω, νοικιάζω κτ σε κπ, νοικιάζω, νοικιάζω, ενοίκιο, πρόσοδος, νοικιάζω, διαθέσιμος προς ενοικίαση, διαθέσιμος προς εκμίσθωση, διαθέσιμος για ενοικίαση, διαθέσιμος για εκμίσ, προς ενοικίαση, προς μίσθωση, για ενοικίαση, για μίσθωση, oφειλόμενο ενοίκιο, προς ενοικίαση, είδος μισθώματος, με χαμηλό ενοίκιο, με φτηνό ενοίκιο, κατώτερης ποιότητας, λιγότερο ποιοτικός, βγάζω προς ενοικίαση, υπέρογκο ενοίκιο, υψηλό ενοίκιο, οφειλή καθυστερούμενων ενοικίων, έλεγχος μισθωμάτων, έλεγχος ενοικίων, ενοίκιο, νοίκι, μητρώο μισθωμάτων, χωρίς ενοίκιο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης rented

νοικιάζω

intransitive verb (lease real estate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Do you own your home or do you rent?
Έχεις δικό σου σπίτι ή νοικιάζεις;

νοικιάζω

transitive verb (real estate: pay for use)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I can't afford to rent even a one-room apartment in this town.

νοικιάζω κτ σε κπ

(lease real estate to)

I'm renting that apartment to some students.
Νοικιάζω αυτό το διαμέρισμα σε κάτι φοιτητές.

νοικιάζω

(mainly US (hire out a vehicle to) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The car rental company rented the truck to me.
Η εταιρεία ενοικίασης αυτοκινήτων μου νοίκιασε το φορτηγάκι.

νοικιάζω

transitive verb (mainly US (hire: [sth] for use)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I rented a truck for the day.
Νοίκιασα ένα φορτηγάκι για σήμερα.

ενοίκιο

noun (lease payment)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Have you paid the rent for this month?
Πλήρωσες το ενοίκιο για αυτόν τον μήνα;

πρόσοδος

noun (yield, profit)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The investment produces a nice monthly rent.

νοικιάζω

phrasal verb, transitive, separable (hire, offer for rental)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I've decided to rent out my flat.
Αποφάσισα να νοικίασω το διαμέρισμά μου.

διαθέσιμος προς ενοικίαση, διαθέσιμος προς εκμίσθωση, διαθέσιμος για ενοικίαση, διαθέσιμος για εκμίσ

adjective (can be hired)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
After the refurbishements, the house was available for rent.

προς ενοικίαση, προς μίσθωση, για ενοικίαση, για μίσθωση

adjective (US (property: can be leased)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We currently have a number of properties available for rent.

oφειλόμενο ενοίκιο

noun (law: money owed to landlord)

προς ενοικίαση

adjective (available for hire)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Many hotels and guesthouses now offer bicycles for rent at an hourly or daily rate.

είδος μισθώματος

noun (long term rent)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

με χαμηλό ενοίκιο, με φτηνό ενοίκιο

noun as adjective (cheap to rent)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατώτερης ποιότητας, λιγότερο ποιοτικός

noun as adjective (of inferior quality)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βγάζω προς ενοικίαση

verbal expression (make available to lease, hire)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I don't know whether to sell my house or put it up for rent.

υπέρογκο ενοίκιο, υψηλό ενοίκιο

noun (high rent)

οφειλή καθυστερούμενων ενοικίων

plural noun (tenant: debt owed to property owner)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

έλεγχος μισθωμάτων, έλεγχος ενοικίων

noun (restrictions on rent charges)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Because of rent control regulations, my landlord could only raise my rent $50 last year.

ενοίκιο, νοίκι

noun (sum paid by a tenant)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Our landlord put the rent money up this month. I did not get paid on time, so I have no idea where I'm going to get rent money this month.
Ο σπιτονοικοκύρης μας αύξησε το νοίκι αυτό το μήνα.

μητρώο μισθωμάτων

noun (document listing tenants)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The rent roll shows the rental rate for each of the landlord's properties.

χωρίς ενοίκιο

adjective (without rent payment)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rented στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.