Τι σημαίνει το renoncer στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης renoncer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του renoncer στο Γαλλικά.

Η λέξη renoncer στο Γαλλικά σημαίνει ανακαλώ, πάω πάσο, αν και μπορώ να συνεχίσω το παιχνίδι, παραδίδομαι, αποκηρύσσω, παραιτούμαι από κτ, παραιτούμαι δικαιώματος, παραιτούμαι, αρνούμαι, απαρνούμαι, απαρνούμαι, αποκηρύσσω, παραιτούμαι από κτ, αποφεύγω, κόβω, αποποιούμαι εγγράφως, αποφεύγω, χάνω, δεν κάνω κτ, εγκαταλείπω, παρατάω, υπαναχωρώ από κτ, αποποιούμαι, μεταβιβάζω, παραιτούμαι από κτ, απαρνούμαι, χάνω, εγκαταλείπω, κόβω, ανακαλώ τη δέσμευση μου να κάνω κτ, αποποιούμαι, αποκηρύσσω, μεταβιβάζω, πετάω, πετώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης renoncer

ανακαλώ

verbe intransitif (Cartes)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πάω πάσο, αν και μπορώ να συνεχίσω το παιχνίδι

verbe intransitif (Cartes) (χαρτοπαίγνια)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παραδίδομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
J'abandonne : c'est trop difficile.
Παραδίνομαι· είναι υπερβολικά δύσκολο.

αποκηρύσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le président a renoncé à sa position sur l'anti-avortement.

παραιτούμαι από κτ

Emily a abandonné sa campagne pour obtenir de meilleures conditions de travail, réalisant qu'elle n'avait aucune chance de remporter la victoire.
Η Έμιλυ εγκατέλειψε την καμπάνια για καλύτερες συνθήκες εργασίας, συνειδητοποιώντας ότι δεν επρόκειτο να κερδίσει ποτέ.

παραιτούμαι δικαιώματος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παραιτούμαι

(με γενική: δικαιώματος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le suspect a renoncé à son droit d'avoir un avocat présent pendant l'interrogatoire de la police.
Ο ύποπτος παραιτήθηκε του δικαιώματός του να έχει μαζί του δικηγόρο κατά την ανάκριση της αστυνομίας.

αρνούμαι, απαρνούμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απαρνούμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποκηρύσσω

verbe transitif indirect

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παραιτούμαι από κτ

(à un droit)

Larry a renoncé à son droit à la propriété de ses parents, se rendant compte que son frère en avait davantage besoin que lui.
Ο Λάρι παραιτήθηκε από τη διεκδίκηση της περιουσίας των γονιών του, καθώς συνειδητοποίησε ότι ο αδερφός του την είχε μεγαλύτερη ανάγκη από τον ίδιο.

αποφεύγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κόβω

(καθομιλουμένη, μεταφορικά: για συνήθεια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ken ne cesse de promettre qu'il renoncera à l'alcool. J'ai une telle malchance avec les hommes que je crois bien y renoncer complètement.

αποποιούμαι εγγράφως

αποφεύγω

(figuré)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χάνω

(figuré)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δεν κάνω κτ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εγκαταλείπω, παρατάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υπαναχωρώ από κτ

αποποιούμαι

(des droits)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dorothy a renoncé à toute responsabilité sur son fils le moment où il a commencé a voler pour payer sa drogue.

μεταβιβάζω

(δικαίωμα, περιουσία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παραιτούμαι από κτ

verbe transitif indirect

Alison a renoncé à sa revendication sur le terrain.
Η Άλισον παραιτήθηκε από τη διεκδίκηση της γης.

απαρνούμαι

verbe transitif indirect

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'alcoolique jura de renoncer à son addiction.
Ο αλκοολικός ορκίστηκε να εγκαταλείψει τον εθισμό του.

χάνω

verbe transitif indirect

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Johnson a renoncé à ses chances lors de la prochaine élection en signant une loi aussi impopulaire.

εγκαταλείπω, κόβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ça va être dur, mais je vais essayer d'arrêter de manger du chocolat pour le Carême.
Θα είναι δύσκολο, αλλά θα προσπαθήσω να κόψω τη σοκολάτα τη Σαρακοστή.

ανακαλώ τη δέσμευση μου να κάνω κτ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sue est revenue sur sa promesse de nous aider à peindre la maison.
Η Σου ανακάλεσε τη δέσμευσή της να μας βοηθήσει στο βάψιμο του σπιτιού.

αποποιούμαι, αποκηρύσσω

verbe transitif indirect (δικαίωμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μεταβιβάζω

(σε κάποιον άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πετάω, πετώ

(un peu familier) (ανεπίσημο, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cette idée ne marchera jamais ; laissons tomber et recommençons.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του renoncer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του renoncer

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.