Τι σημαίνει το reduced στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης reduced στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του reduced στο Αγγλικά.

Η λέξη reduced στο Αγγλικά σημαίνει μειωμένος, μειωμένος, συμπυκνωμένος, μειώνω, ελαττώνω, μειώνω κτ σε κτ, ελαττώνω κτ σε κτ, μειώνω, ελαττώνω, μειώνω κτ σε κτ, ελαττώνω κτ σε κτ, μειώνω, ελαττώνω, μειώνω κτ σε κτ, ελαττώνω κτ σε κτ, σμικρύνω, μειώνομαι, ελαττώνομαι, καταντώ κπ να κάνει κτ, αναγκάζω κπ να κάνει κτ, βράζω κτ μέχρι να μείνει..., απλοποιώ, υποβιβάζω κτ σε κτ, υποβαθμίζω κτ σε κτ, διαλύω κτ σε κτ, συμπυκνώνω κτ σε κτ, υποβιβάζω κτ/κπ σε κτ, υποβαθμίζω κτ/κπ σε κτ, μειωμένο επίπεδο, μειωμένη τιμή, έκπτωση, μειωμένο κόστος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης reduced

μειωμένος

adjective (lessened)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The reduced temperature makes the room more comfortable.
Η μειωμένη θερμοκρασία κάνει το δωμάτιο πιο άνετο.

μειωμένος

adjective (price, item: cheaper) (τιμές)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Reduced prices are effective through Sunday.
Οι πεσμένες (or: κατεβασμένες) τιμές ισχύουν μέχρι την Κυριακή.

συμπυκνωμένος

adjective (sauce: concentrated) (σάλτσα)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Add butter to the reduced sauce and stir in to melt.
Πρόσθεσε βούτυρο στη συμπυκνωμένη σάλτσα και ανακάτεψε για να λειώσει.

μειώνω, ελαττώνω

transitive verb (lessen, decrease)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Now Trevor has lost his job, he needs to reduce his monthly outgoings.
Τώρα που ο Τρέβορ έχασε τη δουλειά του, πρέπει να περιορίσει τα μηνιαία έξοδά του.

μειώνω κτ σε κτ, ελαττώνω κτ σε κτ

(lessen, decrease)

By extending the term of her mortgage, Jane reduced her monthly payments to £400.
Παρατείνοντας τη χρονική περίοδο αποπληρωμής του δανείου, η Τζέιν μείωσε (or: ελάττωσε) τη μηνιαία δόση της σε 400 λίρες.

μειώνω, ελαττώνω

transitive verb (rate, etc.: lower)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The bank has lowered the interest rate on our mortgage.

μειώνω κτ σε κτ, ελαττώνω κτ σε κτ

(rate, etc.: lower)

The Bank of England has reduced interest rates to 0.5%.

μειώνω, ελαττώνω

transitive verb (lower the quantity of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The factory had to reduce its staff due to a lack of demand for its product.
Το εργοστάσιο έπρεπε να μειώσει (or: ελαττώσει) το προσωπικό του εξαιτίας της έλλειψης ζήτησης για τα προϊόντα του.

μειώνω κτ σε κτ, ελαττώνω κτ σε κτ

(lower the quantity to)

Ian is giving up smoking and has reduced the number of cigarettes he smokes each day to three.
Ο Ίαν θα κόψει το κάπνισμα και έχει μειώσει (or: ελαττώσει) τον αριθμό των τσιγάρων που καπνίζει σε τρία την ημέρα.

σμικρύνω

transitive verb (copy: make smaller)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I need to reduce this A3 poster so that it will fit onto a sheet of A4.
Θα πρέπει να κάνω σμίκρυνση σε αυτή την αφίσα Α3 για να χωρέσει σε χαρτί Α4.

μειώνομαι, ελαττώνομαι

intransitive verb (lessen, decrease)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The number of visitors to this town has reduced in recent years.

καταντώ κπ να κάνει κτ

verbal expression (often passive (worsen status of)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A once-wealthy woman, she has been reduced to begging in the street.

αναγκάζω κπ να κάνει κτ

verbal expression (usually passive (make resort to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We were so poor back then that we were reduced to living on peanut butter and crackers.

βράζω κτ μέχρι να μείνει...

transitive verb (cookery: boil down) (πχ μισό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Reduce the wine by boiling it in a saucepan.

απλοποιώ

transitive verb (mathematics: simplify)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The fraction 5/10 can be reduced to 1/2.

υποβιβάζω κτ σε κτ, υποβαθμίζω κτ σε κτ

transitive verb (to simple explanation)

διαλύω κτ σε κτ

(break down into: pieces)

The building was reduced to pieces by the force of the explosion.

συμπυκνώνω κτ σε κτ

(idea, text: condense)

That whole speech could be reduced to "Be nice."

υποβιβάζω κτ/κπ σε κτ, υποβαθμίζω κτ/κπ σε κτ

(worsen condition of)

They have reduced education to rote learning and memorization. She was reduced to poverty.

μειωμένο επίπεδο

noun (lesser degree or amount)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A reduced level of pollution has been detected in that area.

μειωμένη τιμή, έκπτωση

noun (discount)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μειωμένο κόστος

plural noun (discounted fees)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Hotels charge reduced rates to tourists who come in the autumn.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του reduced στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του reduced

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.