Τι σημαίνει το real στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης real στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του real στο ισπανικά.

Η λέξη real στο ισπανικά σημαίνει βασιλικός, βασιλικός, βασιλικός, πραγματικός, αληθινός, βασιλικός, πραγματικός, αληθινός, πραγματικός, αληθινός, βασιλικός, ουσιώδης, ουσιαστικός, ενεργός, βασιλικός, πραγματικός, πραγματικός, αληθινός, πραγματικός, ρεάλ, ρεάλ, πραγματικός, ρεαλιστικός, χειροπιαστός, γνήσιος, αυθεντικός, πειστικός, βασιλικός, αρχοντικός, πραγματικός, αδιάσειστος, ακλόνητος, βασιλικά, βασιλικός, κανονικός, αυτοκρατορικός, οι βασιλιάδες, αλήθεια, Βασιλική Εταιρεία για την Πρόληψη της Βίας προς τα Ζώα, πικαγιούν, σε πραγματικό χρόνο, σε πραγματικό μέγεθος, Όπως επιθυμείς., σε πραγματικό χρόνο, παγόνι, παγώνι, Βασιλικός Φρουρός, πρασινοκέφαλη πάπια, φρουρός, πιλότος πολεμικής αεροπορίας, παγώνι, παγόνι, θηλυκό παγώνι, θηλυκό παγόνι, προκριματικός αγώνας, πεδίο, φάσμα, πλαίσιο, δρυοκολάπτης, βασιλική κόμπρα, είδος σκουμπριού του Ατλαντικού Ωκεανού, ανακτορική φρουρά, πραγµατικός αριθµός, χρυσαετός, πραγματική ζωή, Βασιλικό Ναυτικό, πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία, Βασιλική Καναδική Έφιππη Αστυνομία, βασιλικό διάταγμα, βασιλική οικογένεια, Βασιλική Φρουρά, βασιλικό ανάκτορο, αληθινή ιστορία, λευκό παγώνι, κοκκινούρης, πελάτης, πελάτισσα, κανονικό μέγεθος, η Αυτού Υψηλότητα, η Αυτού Υψηλότης, μπούφος της Βιρτζίνια, βασιλικός πολτός, Βασιλικό Ναυτικό, κεδρότσιχλα, φλος ρουαγιάλ, σε κανονικό μέγεθος, η Αυτής Υψηλότητα, η Αυτής Υψηλότης, πραγματικός, βασιλική πρόσκληση, μπούφος, αριθμημένη γραμμή, αριθμημένη ευθεία, πεύκη η βαριά, πεύκη η βαρύξυλος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης real

βασιλικός

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Harry tiene sangre real.
Ο Χάρι έχει βασιλικό αίμα.

βασιλικός

adjetivo de una sola terminación (ελαφρά αρνητικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La audiencia no estaba impresionada por el porte real de la actriz.

βασιλικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los organizadores ofrecieron un banquete real.

πραγματικός, αληθινός

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Esta película se basa en un caso legal real.
Η ταινία είναι βασισμένη σε μια πραγματική (or: αληθινή) δικαστική υπόθεση.

βασιλικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πραγματικός, αληθινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πραγματικός, αληθινός

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ella no vive en el mundo real.
Δε ζει στον πραγματικό κόσμο.

βασιλικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Por su comportamiento real la gente cree que es famoso.

ουσιώδης, ουσιαστικός

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El monarca de ese país es una simple figura decorativa, y no tiene poder real.

ενεργός

adjetivo de una sola terminación (munición) (επίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Durante el entrenamiento el ejército utiliza salvas en lugar de municiones reales.
Στην εκπαίδευση, ο στρατός χρησιμοποιεί άσφαιρα και όχι αληθινά πυρά.

βασιλικός

adjetivo (ζωολογία, μτφ: μεγάλος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La cobra real es una serpiente de gran tamaño.
Η βασιλική κόμπρα είναι ένα πολύ μεγάλο φίδι.

πραγματικός

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los dividendos reales de una inversión son más bajos que los nominales.

πραγματικός

adjetivo (matemáticas) (αριθμός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La respuesta está en los números reales.

αληθινός, πραγματικός

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ρεάλ

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ρεάλ

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
El real es la moneda oficial de Brasil.

πραγματικός, ρεαλιστικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los críticos elogiaron la película porque muestra el mundo de las adicciones de una forma real.

χειροπιαστός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las drogas que se encontraron en el coche son una prueba tangible de la culpabilidad del sospechoso.
Τα ναρκωτικά που βρέθηκαν στο αυτοκίνητο είναι χειροπιαστή απόδειξη για την ενοχή του υπόπτου.

γνήσιος, αυθεντικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πειστικός

(figurado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βασιλικός, αρχοντικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El majestuoso despliegue de riqueza asombró a los exploradores.
Η βασιλική επίδειξη πλούτου εξέπληξε τους εξερευνητές.

πραγματικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Él fue el verdadero líder mientras el presidente estuvo enfermo.
Ήταν ο πραγματικός ηγέτης ενώ ο Πρόεδρος ήταν άρρωστος.

αδιάσειστος, ακλόνητος

(figurado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Existen evidencias sólidas contra este sospechoso.

βασιλικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

βασιλικός

(πολιτικές πεποιθήσεις)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Consideraban la tumba del príncipe un sepulcro para las ideas de la realeza.

κανονικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¡Las papas fritas y las golosinas no son una cena de verdad!

αυτοκρατορικός

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La duquesa se dirigía al joven en tonos imperiales.

οι βασιλιάδες

La familia real no es popular con todo el mundo en el Reino Unido.
Η βασιλική οικογένεια δεν είναι συμπαθής σε όλους τους κατοίκους του Ηνωμένου Βασιλείου.

αλήθεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Esos artículos son puras mentiras. Lee este. Dice la verdad.
Εκείνα τα άρθρα λένε ψέματα. Διάβασε αυτό εδώ. Λέει την αλήθεια.

Βασιλική Εταιρεία για την Πρόληψη της Βίας προς τα Ζώα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πικαγιούν

σε πραγματικό χρόνο

locución adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Las computadoras permiten transferencias financieras y actualizaciones de cuentas en tiempo real.

σε πραγματικό μέγεθος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El artista se especializa en los retratos a gran escala.

Όπως επιθυμείς.

expresión (ES, ofensivo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε πραγματικό χρόνο

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παγόνι, παγώνι

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los pavos reales tienen plumas altas muy vistosas.
Τα παγώνια έχουν φανταχτερά φτερά στην ουρά τους.

Βασιλικός Φρουρός

locución nominal femenina

πρασινοκέφαλη πάπια

locución nominal común en cuanto al género (είδος πάπιας)

El ánade real sabe mejor cuando se cocina en un estofado.

φρουρός

(Reino Unido)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πιλότος πολεμικής αεροπορίας

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

παγώνι, παγόνι

locución nominal masculina (πτηνό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

θηλυκό παγώνι, θηλυκό παγόνι

(πτηνό)

προκριματικός αγώνας

locución nominal femenina (deporte: lucha) (πάλη)

πεδίο, φάσμα, πλαίσιο

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El alcance real de los crímenes que cometieron durante el cargo finalmente está siendo revelado.

δρυοκολάπτης

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

βασιλική κόμπρα

nombre femenino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La cobra real es la serpiente venenosa más grande que existe.

είδος σκουμπριού του Ατλαντικού Ωκεανού

locución nominal femenina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡En nuestro último viaje de pesca atrapamos a una caballa real de 13 kilos!

ανακτορική φρουρά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Vestido de rojo con ribetes blancos, el guardia real estaba en pie ante la puerta.
Ντυμένη στα κόκκινα με λευκό σιρίτι η ανακτορική φρουρά στεκόταν στην πύλη.

πραγµατικός αριθµός

locución nominal masculina (matemática)

Siete es un número real y también lo es tres cuartos.

χρυσαετός

locución nominal femenina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El águila real en España está en peligro de extinción.

πραγματική ζωή

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La gente es menos amigable en el mundo real que en internet.

Βασιλικό Ναυτικό

locución nominal femenina

πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία

locución nominal femenina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Βασιλική Καναδική Έφιππη Αστυνομία

nombre propio femenino (αστυνομία Καναδά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sus antecedentes como servidor de la ley y su experiencia con los caballos le hacían un perfecto candidato para la Real Policía Montada de Canadá.

βασιλικό διάταγμα

βασιλική οικογένεια

Cuando se casó con el príncipe pasó a formar parte de la familia real.

Βασιλική Φρουρά

nombre femenino (φρουρά, σωματοφύλακες)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La princesa ingresó escoltada por cuatro miembros de la guardia real.

βασιλικό ανάκτορο

αληθινή ιστορία

nombre femenino

El reportaje que vimos estaba basado en una historia real.

λευκό παγώνι

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κοκκινούρης

locución nominal masculina (πουλί: κόκκινο φτέρωμα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πελάτης, πελάτισσα

(που αφήνει χρήμα)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

κανονικό μέγεθος

η Αυτού Υψηλότητα, η Αυτού Υψηλότης

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μπούφος της Βιρτζίνια

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

βασιλικός πολτός

locución nominal femenina

Βασιλικό Ναυτικό

locución nominal femenina

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κεδρότσιχλα

locución nominal masculina (πουλί)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φλος ρουαγιάλ

locución nominal femenina (naipes)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σε κανονικό μέγεθος

locución adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

η Αυτής Υψηλότητα, η Αυτής Υψηλότης

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πραγματικός

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βασιλική πρόσκληση

μπούφος

locución nominal masculina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αριθμημένη γραμμή, αριθμημένη ευθεία

(matemáticas)

πεύκη η βαριά, πεύκη η βαρύξυλος

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του real στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του real

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.