Τι σημαίνει το rated στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης rated στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rated στο Αγγλικά.

Η λέξη rated στο Αγγλικά σημαίνει δείκτης, τιμή, ρυθμός, χαρακτηρίζω, αξιολογώ, βαθμολογώ κτ με κτ, χαρακτηρίζω, κρίνω, φόρος, βρίσκομαι σε μια θέση, είμαι σε μια θέση, τέλος, βαθμός, μετράω, μετρώ, βαθμολογώ, εκτιμώ, θεωρώ, δικαιούμαι, αξίζω, βαθμολογώ, εκτιμώμαι, εκτιμώ, ετήσιο ποσοστό, οπωσδήποτε, ούτως ή άλλως, σε κάθε περίπτωση, με αυτόν τον ρυθμό, ποσοστό αποχώρησης, βασικός μεταβολικός ρυθμός, επίσημο, τραπεζικό επιτόκιο, βασικός μισθός, βασικό επιτόκιο, δείκτης γεννητικότητας, ποσοστό εγκληματικότητας, τρέχον ρυθμός, με μειωμένη τιμή, φτηνιάρικος, ποσοστό θνησιμότητας, ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων, έκπτωση, ΜΣΙ, ισοτιμία, μηχανισμός συναλλαγματικών ισοτιμιών, ποσοστό πλήρωσης ζήτησης, ταχυβολία, πρώτης ποιότητας, πολύ καλά, σταθερή ισοτιμία, σταθερό επιτόκιο, κυμαινόμενο επιτόκιο, ροή, ταχύτητα ροής, ρυθμός ανανέωσης καρέ, ρυθμός ανανέωσης πλαισίων, τιμή για ομάδες, τιμή για γκρουπ, ρυθμός ανάπτυξης, καρδιακός ρυθμός, ελάχιστη ποσοστιαία απόδοση, δείκτης βρεφικής θνησιμότητας, ποσοστό πληθωρισμού, επιτόκιο, ποσοστό αλφαβητισμού, κλειδώνω επιτόκιο, παγώνω επιτόκιο, μειωμένη τιμή για εμπόρους, δείκτης θνησιμότητας, επιτόκιο ενυπόθηκου δανείου, σταθερό επιτόκιο, αμοιβή με το κομμάτι, βασικό επιτόκιο, καρδιακός ρυθμός, παλμός, σφυγμός, τιμή πόρτας, καθορισμός ανώτατου ορίου τιμής, ποσοστό επίτευξης, συναλλαγματική ισοτιμία, ρυθμός προόδου, απόδοση, πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία, δεύτερης διαλογής, έξοδα αποστολής, έξοδα αποστολής, τιμή για άμεση παράδοση, ρυθμός παραμόρφωσης, ποσοστό επιβίωσης, φορολογικός συντελεστής, χαμηλής ποιότητας, κακής ποιότητας, ποσοστό ανεργίας, μισθός, ποσοστό απόδοσης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης rated

δείκτης

noun (measurement, ratio)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The birth rate is steadily increasing.
Ο δείκτης γεννητικότητας αυξάνει συνεχώς.

τιμή

noun (price, fee)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
What is your rate for this service?
Ποια είναι η τιμή σας για αυτήν την υπηρεσία;

ρυθμός

noun (speed, pace)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The rate of growth is amazing.
Ο ρυθμός ανάπτυξης είναι εκπληκτικός.

χαρακτηρίζω

transitive verb (film, etc.: classify) (ο κριτικός)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
All new films must be rated by the censors before they can be screened in public.
Οι λογοκριτές πρέπει να χαρακτηρίζουν όλες τις νέες ταινίες, πριν καταστεί δυνατή η προβολή τους στο κοινό.

αξιολογώ

transitive verb (evaluate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The boss will rate your performance.
Το αφεντικό θα αξιολογήσει τις επιδόσεις σου.

βαθμολογώ κτ με κτ

transitive verb (book, film: give a rating)

I rate this book five stars.
Βαθμολογώ αυτό το βιβλίο με πέντε αστέρια.

χαρακτηρίζω, κρίνω

transitive verb (film, etc.: classify) (ο κριτικός)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The board rated the movie "R."
Η ταινία χαρακτηρίστηκε ακατάλληλη από το συμβούλιο.

φόρος

plural noun (UK (property tax)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Rates are levied on business property.
Οι φόροι επιβάλλονται στην περιουσία των επιχειρήσεων.

βρίσκομαι σε μια θέση, είμαι σε μια θέση

transitive verb (be ranked) (αριθμός θέσης)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He rates second in the world.
Είναι δεύτερος σε όλο τον κόσμο.

τέλος

plural noun (UK (public utility charges)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Rates are high for property in this area.
Τα τέλη είναι υψηλά για ιδιοκτησίες σε αυτήν την περιοχή.

βαθμός

noun (rank, class)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Leo's rate in the Navy is E3.

μετράω, μετρώ

intransitive verb (be important) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
His concerns do not rate.

βαθμολογώ

transitive verb (assess numerically)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Movie critics rate films on a scale of one to five.
Οι κριτικοί ταινιών βαθμολογούν τις ταινίες με μια κλίμακα από ένα έως δέκα.

εκτιμώ

transitive verb (assign a financial value to) (την αξία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The company value was rated at 10 million dollars.
Η αξία της εταιρείας εκτιμήθηκε στα 10 εκατομμύρια δολάρια.

θεωρώ

transitive verb (consider)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I rate him among my friends.

δικαιούμαι, αξίζω

transitive verb (merit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She rates consideration.

βαθμολογώ

transitive verb (grade)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The teacher rated her paper an "A".

εκτιμώμαι

transitive verb (UK (tax) (η αξία)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The property was rated at £5 a year.

εκτιμώ

transitive verb (informal (esteem)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I know he's one of the most famous directors of all time, but I don't rate him.

ετήσιο ποσοστό

noun (rate of interest on a loan)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My credit card offers a low annual percentage rate.

οπωσδήποτε, ούτως ή άλλως, σε κάθε περίπτωση

adverb (anyway, in any case)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I didn't want to go to the party at all, but it's over now, at any rate.
Δεν ήθελα καθόλου να πάω στο πάρτι, αλλά ούτως ή άλλως τελείωσε τώρα.

με αυτόν τον ρυθμό

adverb (informal (if progress continues this quickly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He's got five medals for diving already? At this rate, he'll be in the Olympics before he's 16.

ποσοστό αποχώρησης

noun (of students, employees, etc.) (μείωση συμμετεχόντων)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The introductory physics class has a high attrition rate because the professor is very difficult.
Στο μάθημα «Εισαγωγή στη Φυσική», παρατηρείται υψηλό ποσοστό αποχώρησης, γιατί ο καθηγητής είναι πολύ παράξενος.

βασικός μεταβολικός ρυθμός

noun (physiology: rate of energy use)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

επίσημο, τραπεζικό επιτόκιο

noun (interest rate: to set lending rate)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Banks use the base rate as their starting point when deciding on individual lending rates.

βασικός μισθός

noun (wages)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We're paid £55 a day as a base rate of pay.

βασικό επιτόκιο

noun (UK (interest rate: Bank of England)

The Bank of England set the base rate at 0.5 per cent.

δείκτης γεννητικότητας

noun (ratio of babies born in an area to population)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ποσοστό εγκληματικότητας

noun (level of illegal activity)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Having more policemen should lower the crime rate.

τρέχον ρυθμός

noun (present speed or pace)

με μειωμένη τιμή

adjective (cheap, discounted)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You can't expect quality when you only buy cut-rate stuff.

φτηνιάρικος

adjective (informal (of poor quality) (ανεπίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ποσοστό θνησιμότητας

noun (number of people dying)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A country's population increases if the birth rate is higher than the death rate.

ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων

noun (finance: number of debts)

An increasing delinquency rate means that more borrowers are falling behind in their payments.

έκπτωση

noun (lower price)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I get a discount rate at that shop because my husband's the manager.
Έχω έκπτωση σε αυτό το κατάστημα, γιατί διευθυντής είναι ο άντρας μου.

ΜΣΙ

noun (initialism (European Exchange Rate Mechanism) (συντομογραφία)

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The ERM was established in 1979.

ισοτιμία

noun (relative value of currency)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The current exchange rate makes it expensive for Americans to travel in Europe.
Η τρέχουσα ισοτιμία καθιστά ακριβά τα ταξίδια στην Ευρώπη για τους Αμερικανούς.

μηχανισμός συναλλαγματικών ισοτιμιών

noun (European financial system)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ποσοστό πλήρωσης ζήτησης

noun (business: level of demand met)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ταχυβολία

noun (speed of rounds fired by a weapon) (όπλο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πρώτης ποιότητας

adjective (excellent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The dinner was absolutely first rate, Joan.

πολύ καλά

adverb (informal (very well)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You did first-rate on your English test.
Τα πήγες πολύ καλά στο τεστ των Αγγλικών σου.

σταθερή ισοτιμία

noun (finance: set rate of exchange)

σταθερό επιτόκιο

noun (single, fixed fee)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κυμαινόμενο επιτόκιο

noun (fluctuating exchange rate)

ροή

noun (amount of liquid flowing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The flow rate depends on the size of the pipe.

ταχύτητα ροής

noun (output speed of a fluid)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ρυθμός ανανέωσης καρέ, ρυθμός ανανέωσης πλαισίων

noun (film: image frequency)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

τιμή για ομάδες, τιμή για γκρουπ

noun (discount for several people)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Parties of 12 or more qualify for a reduced group rate.

ρυθμός ανάπτυξης

noun (increase per unit)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

καρδιακός ρυθμός

noun (rhythm of the heart)

Your heart rate increases when you exercise.
Οι σφυγμός αυξάνεται όταν ασκείσαι.

ελάχιστη ποσοστιαία απόδοση

noun (finance: minimum return rate)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δείκτης βρεφικής θνησιμότητας

noun (number of babies dying)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Somalia has one of the highest infant mortality rates in the world.

ποσοστό πληθωρισμού

noun (economy: price increase)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The inflation rate in the UK actually decreased due to the recession.

επιτόκιο

noun (amount added to money borrowed)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When interest rates are high, savers get a better return on their investments. I'm looking for a credit card with a lower interest rate.
Όταν τα επιτόκια είναι υψηλά, οι αποταμιευτές έχουν καλύτερες αποδόσεις για τις επενδύσεις τους. Ψάχνω μια πιστωτική κάρτα με χαμηλότερο επιτόκιο.

ποσοστό αλφαβητισμού

noun (percentage of people able to read)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cuba enjoys the highest literacy rate in the western hemisphere. The literacy rate in Ireland is high.
Η Κούβα έχει το υψηλότερο ποσοστό αλφαβητισμού στο δυτικό ημισφαίριο. Το ποσοστό αλφαβητισμού στην Ιρλανδία είναι υψηλό.

κλειδώνω επιτόκιο, παγώνω επιτόκιο

verbal expression (fix an interest rate)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Prequalifying for a loan allows you 30 days to lock in a rate.

μειωμένη τιμή για εμπόρους

noun (reduced costs for reputable seller)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δείκτης θνησιμότητας

noun (number of deaths in a population)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

επιτόκιο ενυπόθηκου δανείου

noun (finance: interest)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σταθερό επιτόκιο

noun (interest rate not adjusted for inflation)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The bank charges a nominal rate on the loan.

αμοιβή με το κομμάτι

(output based pay)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βασικό επιτόκιο

noun (bank's lowest interest rate)

Currently, the prime rate in the U.S. is 3.25%.

καρδιακός ρυθμός, παλμός, σφυγμός

noun (pace at which the heart is beating)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
After exercising for 15 minutes my pulse rate was 152 beats per minute.

τιμή πόρτας

noun (full charge for a hotel room) (ζαργκόν: τουρισμός)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καθορισμός ανώτατου ορίου τιμής

noun (fixing a maximum charge for [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ποσοστό επίτευξης

noun (percentage of [sth] being reached)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

συναλλαγματική ισοτιμία

(exchange rate)

ρυθμός προόδου

noun (speed at which [sth] develops)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

απόδοση

noun (investment income)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία

noun (value of a currency in relation to another)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δεύτερης διαλογής

adjective (pejorative (not the best, inferior) (κακής ποιότητας)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
The film was second rate; the acting was poor and the special effects were not convincing.

έξοδα αποστολής

noun (overseas delivery charge)

έξοδα αποστολής

noun (charge for transporting goods)

τιμή για άμεση παράδοση

noun (trading: immediate price)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ρυθμός παραμόρφωσης

noun (engineering: change in strain over time) (μηχανική)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ποσοστό επιβίωσης

noun (percentage of people who survive)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φορολογικός συντελεστής

noun (percentage of income liable to tax)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Your tax rate depends on your income. The local sales tax rate is 8.61%.
Ο οικονομικός συντελεστής σου εξαρτάται από το εισόδημά σου. Ο τοπικός φορολογικός συντελεστής για τις αγορές είναι 8,61%.

χαμηλής ποιότητας, κακής ποιότητας

adjective (low quality)

ποσοστό ανεργίας

noun (percentage of population without jobs)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The unemployment rate is climbing towards 11%.

μισθός

noun (pay per unit of time)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ποσοστό απόδοσης

noun (finance: return as percentage of total investment) (χρηματοοικονομικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rated στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του rated

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.