Τι σημαίνει το profesional στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης profesional στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του profesional στο ισπανικά.

Η λέξη profesional στο ισπανικά σημαίνει επαγγελματίας, επαγγελματίας, επαγγελματικός, επαγγελματικός, επαγγελματίας, μανιώδης, επαγγελματίας, επαγγελματίας, επαγγελματίας, γυναίκα καριέρας, γυναίκα για καριέρα, επαγγελματίας, επαγγελματικός, επιδέξιος, ικανός, καλός, επαγγελματικός, αρωματοθεραπευτής, αρωματοθεραπεύτρια, αυτοσχέδιος, αντιεπαγγελματικός, μη επαγγελματικός, από άποψη καριέρας, από άποψη σταδιοδρομίας, επαγγελματικός αγώνας πυγμαχίας, αφοσίωση στο καθήκον, περιοδικό, δεύτερη κατηγορία, ινστιτούτο επαγγελματικής κατάρτισης, έμπειρος επαγγελματίας, επαγγελματική εκπαίδευση, επαγγελματικός προσανατολισμός, επαγγελματικό λύκειο, επαγγελματική εκπαίδευση, κολλέγιο, επαγγελματικός τομέας, επαγγελματικός στόχος, επαγγελματικός στόχος, επαγγελματικό πλάνο, επαγγελματίας υγείας, επαγγελματίας, επαγγελματίας στον χώρο της υγείας, επαγγελματίας του τομέα υγείας, επαγγελματικό ενδιαφέρον, ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης, ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης, επαγγελματική σχέση, επαγγελματικό κύρος, επαγγελματικές υποχρεώσεις, επαγγελματικό πτυχίο, πιστοποιητικό επαγγελματικής κατάρτισης, επαγγελματικό δίπλωμα, ινστιτούτο επαγγελματικής κατάρτισης, επαγγελματική αποκατάσταση, επαγγελματίας αθλητής, επαγγελματίας αθλήτρια, επίτιμος, ναύτης, επαγγελματική κίνηση, πανεπιστήμιο, δεξιοτέχνης, αστέρι, επαγγελματική σχολή, που έχει μισθωτή εργασία, αντιεπαγγελματικός, σύλλογος, επαγγελματική διεύθυνση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης profesional

επαγγελματίας

nombre común en cuanto al género

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Deja de tratarte tú mismo y acude a un profesional.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Καλύτερα να μην προσπαθήσεις να φτιάξεις μόνος σου τη βρύση, αλλά να απευθυνθείς σε έναν επαγγελματία.

επαγγελματίας

adjetivo de una sola terminación (έντιμος)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Es un auténtico profesional y jamás engañaría a un cliente.
Είναι επαγγελματίας και ποτέ δε θα εξαπατούσε πελάτη.

επαγγελματικός

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El Colegio Nacional de Médicos es el colegio profesional del cuerpo de médicos.
Ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος είναι το επαγγελματικό σωματείο των γιατρών.

επαγγελματικός

adjetivo de una sola terminación (σχετικός με ειδήμονα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La opinión profesional del médico fue que la víctima había sido estrangulada.
Η επαγγελματική γνώμη του γιατρού ήταν ότι το θύμα στραγγαλίστηκε.

επαγγελματίας

adjetivo de una sola terminación (για αρσενικό και θηλυκό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Se ganó la vida como golfista profesional.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο μπαμπάς μου είναι επαγγελματίας παίκτης του μπάσκετ.

μανιώδης

adjetivo de una sola terminación (figurativo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es una cotilla profesional.
Είναι μανιώδης κουτσομπόλα.

επαγγελματίας

nombre común en cuanto al género

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
En la mayoría de los deportes, un amateur tiene pocas posibilidades frente a un profesional.

επαγγελματίας

nombre común en cuanto al género

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Los profesionales del arte suelen tener problemas para asegurarse financiación.
Όσοι δραστηριοποιούνται στον καλλιτεχνικό χώρο ορισμένες φορές έχουν δυσκολία να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση.

επαγγελματίας

nombre común en cuanto al género (αθλητικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El torneo está abierto a profesionales y amateurs por igual.
Το τουρνουά είναι ανοιχτό τόσο στους επαγγελματίες όσο και στους ερασιτέχνες.

γυναίκα καριέρας, γυναίκα για καριέρα

nombre femenino (mujer)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

επαγγελματίας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Se volvió profesional en 1990 después de ganar dos títulos amateurs.
Έγινε επαγγελματίας το 1990, αφού κέρδισε δυο ερασιτεχνικούς τίτλους.

επαγγελματικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El estrés laboral del nuevo empleo de Michele era intolerable.

επιδέξιος, ικανός, καλός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Glenn es un vendedor habilidoso.
Ο Γκλεν είναι ένας έμπειρος πωλητής.

επαγγελματικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tras años de estudio obtuvo su título profesional.

αρωματοθεραπευτής, αρωματοθεραπεύτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

αυτοσχέδιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αντιεπαγγελματικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μη επαγγελματικός

(εκπαίδευση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

από άποψη καριέρας, από άποψη σταδιοδρομίας

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Esta actividad es más bien un hobby, no está directamente relacionada con mi carrera profesional.

επαγγελματικός αγώνας πυγμαχίας

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αφοσίωση στο καθήκον

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
El jefe de policía felicitó al teniente por su sentido del deber.

περιοδικό

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
"Ciencia hoy" es la revista profesional de la ciencia en la Argentina.

δεύτερη κατηγορία

(ΗΠΑ, αθλητισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Muchas pequeñas ciudades en Estados Unidos tienen ligas no profesionales de béisbol compuestas de jugadores que esperan algún día unirse a las ligas mayores.

ινστιτούτο επαγγελματικής κατάρτισης

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

έμπειρος επαγγελματίας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επαγγελματική εκπαίδευση

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επαγγελματικός προσανατολισμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

επαγγελματικό λύκειο

locución nominal masculina (CL)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Algunos estudiantes entran en el instituto profesional para aprender varios oficios.

επαγγελματική εκπαίδευση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La formación profesional ofrece capacitación profesional para aquellos que quieran ser electricistas, mecánicos y similares.

κολλέγιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Puedes ahorrarte miles de dólares estudiando en un centro formativo superior.

επαγγελματικός τομέας

Extendió su campo profesional luego de realizar el posgrado.

επαγγελματικός στόχος

nombre femenino

Su ambición profesional lo llevó a ocupar cargos de jerarquía.

επαγγελματικός στόχος

επαγγελματικό πλάνο

επαγγελματίας υγείας

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
No te puedo ayudar; deberías ver a un profesional de la salud.

επαγγελματίας

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

επαγγελματίας στον χώρο της υγείας, επαγγελματίας του τομέα υγείας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A veces es mejor ver a un profesional de la salud en vez de intentar tratarte a ti mismo.

επαγγελματικό ενδιαφέρον

La visita del científico resultó de gran interés profesional para los jóvenes médicos.

ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης

nombre masculino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης

(España)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

επαγγελματική σχέση

nombre femenino

Aunque no somos amigos, mantenemos una buena relación profesional.

επαγγελματικό κύρος

nombre masculino

επαγγελματικές υποχρεώσεις

επαγγελματικό πτυχίο

πιστοποιητικό επαγγελματικής κατάρτισης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

επαγγελματικό δίπλωμα

ινστιτούτο επαγγελματικής κατάρτισης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

επαγγελματική αποκατάσταση

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

επαγγελματίας αθλητής, επαγγελματίας αθλήτρια

επίτιμος

(MX)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ναύτης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

επαγγελματική κίνηση

Tener un título de grado sería una buena jugada profesional para conseguir ese ascenso.

πανεπιστήμιο

locución nominal femenina (ES) (δημόσιο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ella fue a una escuela profesional y obtuvo una diplomatura en psicología.
Πήρε πτυχίο ψυχολογίας από ένα τοπικό κολέγιο.

δεξιοτέχνης

(με γενική)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Esta compañía es profesional de la publicidad.

αστέρι

(μτφ, καθομ: σε κτ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Patricia es una profesional haciendo ventas.
Η Πατρίσια είναι αστέρι στις πωλήσεις.

επαγγελματική σχολή

που έχει μισθωτή εργασία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αντιεπαγγελματικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σύλλογος

locución nominal masculina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El colegio profesional de arquitectos celebra su reunión anual.

επαγγελματική διεύθυνση

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του profesional στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του profesional

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.