Τι σημαίνει το pouvoir στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης pouvoir στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pouvoir στο Γαλλικά.
Η λέξη pouvoir στο Γαλλικά σημαίνει μπορώ, μπορώ, μπορώ, δύναμη, εξουσία, ισχύς, μπορεί, εξουσία, μπορώ, μπορώ, δικαίωμα, ικανότητα, ισχύς, μπορώ, δύναμη, θα μπορούσα, νύχια, χέρια, δίχτυα, μπορεί, μπορώ, μπορώ, ας, δυνατότητα να κάνω κάτι, πληρεξουσιότητα, δύναμη, ενδυνάμωση, επικράτηση, αντιπρόσωπος, μπορούσα, θα μπορούσα, θα μπορούσα, θα μπορούσα, θα μπορούσα, ευκίνητος, υπουργείο παιδείας, κατάχρηση εξουσίας, πενήντα-πενήντα, κυβερνών, ακαθόριστος, που δεν συγκρίνεται με κτ, αγανακτισμένος, μεθυσμένος από την εξουσία, που ενδυναμώνει, στην αρμοδιότητα σου, που εξαρτάται από εσένα, μέχρι το σημείο της εξάντλησης, στην αρχηγία, δεν προσδοκώ, δεν ελπίζω, δεν μπορώ, δεν μπόρεσα, δεν μπορώ, ως πληρεξούσιος κπ, ως αντιπρόσωπος κπ, στην εξουσία, αναμενόμενος, Η εξουσία στον λαό!, αναπληρωτής, αναπληρώτρια, οδοστρωτήρας, απορροφητικότητα, ισχυρή γυναίκα, δυνατή γυναίκα, κατάχρηση εξουσίας, απαλλοτρίωση, απόλυτος έλεγχος, κατάχρηση εξουσίας, ιδιότητα του να τραβάω τον κόσμο, μεγάλη ισχύς, επιρροή, έμφυτη ικανότητα, ευφυία, νοημοσύνη, πνευματική ικανότητα, κυβερνών κόμμα, αυθυποβολή, ύπνωση, κυβερνητικό κτίριο, πραξικόπημα, ενός νομοθετικού σώματος, στόχος, αγοραστική δύναμη, αγοραστική δύναμη, τα πάντα, καλυπτική ικανότητα, κατάχρηση εξουσίας, λαϊκή δύναμη, λαϊκή εξουσία, υπερφυσική δύναμη, διαπραγματευτική δύναμη, εκτελεστική εξουσία, παρακράτος, αυτοί που έχουν την εξουσία στα χέρια τους, μοχλοί της εξουσίας, δεν μπορώ, δεν μπορώ να μην, δεν μπορώ παρά να, δεν τα προλαβαίνω όλα, δεν αντέχω κπ/κτ, μπορεί, αναλαμβάνω την εξουσία, επιτρέπεται σε κπ, είναι πολύ πιθανό, δεν μπορώ να κάνω κτ, δεν με παίρνει οικονομικά, έχω εξουσία/επιρροή, έχω εξουσία, πληρώ τις προϋποθέσεις για κτ, πληρώ τα κριτήρια για κτ, εμπιστεύομαι, δίνω δύναμη, μπορώ να ανεχτώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης pouvoir
μπορώverbe transitif (έχω την ικανότητα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je peux porter tes valises. Μπορώ να μεταφέρω τις βαλίτσες σου εγώ. |
μπορώverbe transitif (avoir le droit) (έχω δικαίωμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le premier ministre peut organiser des élections quand il le souhaite. Ο πρωθυπουργός μπορεί να ανακοινώνει εκλογές όποτε θέλει. |
μπορώverbe transitif (autorisation) (μου επιτρέπεται) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Puis-je emprunter votre voiture ce soir ? Μπορώ να δανειστώ το αυτοκίνητό σου απόψε; |
δύναμη, εξουσία, ισχύςnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le propriétaire de la société a le pouvoir de licencier les travailleurs si besoin est. Ο ιδιοκτήτης της εταιρείας έχει την εξουσία να απολύσει όποιον εργαζόμενο θέλει, άμα χρειαστεί. |
μπορείverbe transitif (possibilité) (είναι πιθανό) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) De telles choses peuvent arriver si vous ne faites pas attention. Τέτοια πράγματα μπορεί να συμβούν αν δεν προσέχεις. |
εξουσίαnom masculin (contrôle politique) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Après avoir gagné les élections, les démocrates ont pris le pouvoir. Οι δημοκρατικοί ανέλαβαν την εξουσία όταν κέρδισαν τις εκλογές. |
μπορώverbe transitif (avoir les qualifications) (έχω γνώση, ικανότητα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un médecin peut traiter les gens plus complètement qu'une infirmière ne peut. |
μπορώverbe transitif (avoir tendance) (έχω την τάση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il peut être réellement énervant parfois. |
δικαίωμαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La loi spécifie que le propriétaire a le droit de vous expulser si vous ne payez pas votre loyer. |
ικανότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Elle semble douée de la faculté de séduire tout le monde. |
ισχύς(επίσημο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La nouvelle constitution a réduit le pouvoir du président. Το νέο σύνταγμα μείωσε την ισχύ του προέδρου. |
μπορώ(permission) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pourrais-je utiliser vos toilettes ? Θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω το μπάνιο σου; |
δύναμη(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le gouvernement n'avait pas le pouvoir de faire respecter la loi. Η κυβέρνηση δεν είχε τη δύναμη να εφαρμόσει τον νόμο. |
θα μπορούσα(reproche) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Et bien ! Tu aurais pu me tenir au courant plus tôt ! Ωραία! Ας με ειδοποιούσες νωρίτερα! |
νύχια, χέρια, δίχτυα(μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Maintenant que je t'ai en mon pouvoir, dit le méchant, tu ne pourras jamais t'enfuir ! «Τώρα που σε έχω στα χέρια μου, » είπε ο κακός, «δε θα ξεφύγεις ποτέ!». |
μπορείverbe transitif (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Je pourrai peut-être aller à la plage cette semaine. Μπορεί να καταφέρω να πάω στη θάλασσα αυτήν την εβδομάδα. |
μπορώverbe transitif (permission) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Oui, vous pouvez m'appeler par mon prénom. |
μπορώverbe transitif (demande) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Puis-je avoir quelque chose à boire, s'il vous plaît ? Μπορώ να έχω ένα ποτό παρακαλώ; |
ας(vieilli) (μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.) Puissent vos enfants être toujours en bonne santé et heureux. Μακάρι να είναι πάντα υγιή και ευτυχισμένα τα παιδια. |
δυνατότητα να κάνω κάτι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le règlement strict donnait à Sarah l'impression de n'avoir aucun pouvoir. Οι αυστηροί κανόνες έκαναν τη Σάρα να αισθάνεται σα να μην είχε καμία αυτενέργεια δική της. |
πληρεξουσιότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Jones a donné procuration à sa femme. Ο Τζόουνς έδωσε πληρεξουσιότητα στη γυναίκα του. |
δύναμη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Beaucoup de gens pensent que la religion est une force positive dans le monde. Πολλοί πιστεύουν ότι η θρησκεία είναι μια δύναμη καλού στον κόσμο. |
ενδυνάμωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le but du féminisme est l'émancipation des femmes. Στόχος του φεμινισμού είναι η ενδυνάμωση των γυναικών. |
επικράτηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αντιπρόσωπος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μπορούσα(παρατατικός) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quand Samantha était enfant, elle pouvait grimper en haut des arbres. Όταν η Σαμάνθα ήταν μικρή, μπορούσε να σκαρφαλώνει στα δέντρα. |
θα μπορούσαverbe transitif (demande polie) (τύπος ευγενείας) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Pourriez-vous me tenir ça, s'il vous plaît ? Θα μπορούσες σε παρακαλώ να μου το κρατήσεις; |
θα μπορούσαverbe transitif (capacité) (δυνατότητα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je pourrais aller au magasin, si je voulais. Θα μπορούσα να πάω στο κατάστημα αν ήθελα. |
θα μπορούσαverbe transitif (éventualité) (πιθανότητα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il pourrait bien avoir raison. Θα μπορούσε να έχει δίκιο. |
θα μπορούσαverbe transitif (suggestion) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tu pourrais les appeler pour leur demander. Θα μπορούσες να τους τηλεφωνήσεις και να ρωτήσεις. |
ευκίνητος(personne) (μπορεί να κινηθεί) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Richard faisait beaucoup d'exercice pour pouvoir rester mobile une fois vieux. Ο Ρίτσαρντ γυμναζόταν πολύ για να είναι ευκίνητος στα γεράματά του. |
υπουργείο παιδείας(France : au niveau régional) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κατάχρηση εξουσίας
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πενήντα-πενήντα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le résultat de l'élection est incertain. |
κυβερνώνlocution adverbiale (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Le parti au pouvoir est contre cette politique. |
ακαθόριστοςadjectif (sentiment, impression) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Perry ne pouvait pas s'empêcher de penser que son fils mentait. |
που δεν συγκρίνεται με κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'art ne peut pas être comparé à la littérature. Η τέχνη δε συγκρίνεται με τη λογοτεχνία. |
αγανακτισμένος(un peu familier) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Tu as l'air d'en avoir marre : qu'est-ce qui ne va pas ? Φαίνεσαι αγανακτισμένος. Τι συμβαίνει; |
μεθυσμένος από την εξουσίαlocution adjectivale (μεταφορικά) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
που ενδυναμώνει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στην αρμοδιότητα σου, που εξαρτάται από εσέναlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μέχρι το σημείο της εξάντλησηςadverbe (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στην αρχηγία
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
δεν προσδοκώ, δεν ελπίζωlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) On ne peut raisonnablement pas s'attendre à voir le vaccin sortir avant la fin du mois. |
δεν μπορώ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je ne peux pas entendre la sonnette lorsque je suis dans la salle du fond. Όταν είμαι στο πίσω δωμάτιο δεν μπορώ να ακούσω το κουδούνι. |
δεν μπόρεσαlocution verbale (ανάλογα με το πότε) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Andy n'a pas pu venir car il avait d'autres projets. |
δεν μπορώ(για να εκφράσω αίτημα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je ne peux pas venir avec vous ? |
ως πληρεξούσιος κπ, ως αντιπρόσωπος κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Είμαι εξουσιοδοτημένος να ψηφίσω ως πληρεξούσιος της θείας Σάντι στη συνάντηση των μετόχων. |
στην εξουσίαlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αναμενόμενος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
Η εξουσία στον λαό!interjection (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αναπληρωτής, αναπληρώτρια(qui seconde [qqn]) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Le maire étant souffrant, c'est son adjoint qui a assisté à la réunion. Ο δήμαρχος ήταν άρρωστος, οπότε ο αναπληρωτής του έπρεπε να παρευρεθεί στη συνεδρίαση αντί για εκείνον. |
οδοστρωτήρας(figuré) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
απορροφητικότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ισχυρή γυναίκα, δυνατή γυναίκαnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κατάχρηση εξουσίαςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) La violence envers les enfants est un abus de pouvoir. |
απαλλοτρίωσηnom masculin (Droit) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
απόλυτος έλεγχοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κατάχρηση εξουσίαςnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ιδιότητα του να τραβάω τον κόσμοnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Χρησιμοποιούμε σελέμπριτις στις διαφημίσεις γιατί τραβάνε τον κόσμο. |
μεγάλη ισχύς, επιρροήnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'État avait un grand pouvoir sur la population dans le temps. |
έμφυτη ικανότηταnom masculin |
ευφυία, νοημοσύνη, πνευματική ικανότηταnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κυβερνών κόμμαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) En Grande-Bretagne le parti conservateur était le parti au pouvoir au début de la seconde guerre mondiale. |
αυθυποβολή, ύπνωσηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Grâce à son pouvoir de suggestion, l'hypnotiseur réussit à faire faire de drôles de choses à toute l'assistance. |
κυβερνητικό κτίριοnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πραξικόπημαnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La prise de pouvoir fut rapide, renversant le gouvernement en quelques heures seulement. |
ενός νομοθετικού σώματοςnom masculin (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στόχος(μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'humoriste voyait tout et tout le monde comme des proies rêvées (or: proies idéales) pour ses blagues. |
αγοραστική δύναμηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le pouvoir d'achat de cette monnaie se raffermit. |
αγοραστική δύναμηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Depuis que j'ai changé de travail, mon pouvoir d'achat a augmenté. |
τα πάντα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καλυπτική ικανότηταnom masculin |
κατάχρηση εξουσίαςnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λαϊκή δύναμη, λαϊκή εξουσίαnom masculin |
υπερφυσική δύναμηnom masculin |
διαπραγματευτική δύναμηnom masculin |
εκτελεστική εξουσίαnom masculin |
παρακράτος(Complotisme) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αυτοί που έχουν την εξουσία στα χέρια τους(personnes responsables) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le pouvoir en place statue que nous devons payer des impôts. |
μοχλοί της εξουσίαςnom masculin pluriel (fig) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le parti a maintenant la main sur tous les leviers du pouvoir. |
δεν μπορώ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tim ne peut pas aller au pique-nique samedi. Ο Τιμ δεν μπορεί να πάει στο πικνίκ το Σάββατο. |
δεν μπορώ να μην, δεν μπορώ παρά ναlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je ne peux pas m'empêcher de constater qu'il y a une énorme tache de café sur le devant de ton chemisier blanc. Δεν μπορώ να μην παρατηρήσω τον τεράστιο λεκέ από καφέ στο μπροστινό μέρος της άσπρης μπλούζας σου. |
δεν τα προλαβαίνω όλα(καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je ne peux pas être partout à la fois alors quelqu'un va devoir m'aider. |
δεν αντέχω κπ/κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je ne supporte pas mon patron autoritaire et exigeant. Δεν αντέχω το αυταρχικό και απαιτητικό αφεντικό μου. |
μπορεί
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cet homme pourrait être en train de me suivre. |
αναλαμβάνω την εξουσίαlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le parti d'opposition est arrivé au pouvoir en 1998. |
επιτρέπεται σε κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Si vous n'avez pas de passeport, vous ne serez pas autorisé à entrer dans le pays. Αν δεν έχεις το διαβατήριό σου, δεν θα σου επιτραπεί να μπεις στην χώρα. Μόλις τέλειωσαν τα διαγωνίσματα τους, επετράπη στους σπουδαστές να φύγουν. |
είναι πολύ πιθανόlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ils pourraient gagner le tournoi. |
δεν μπορώ να κάνω κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il était incapable d'escalader la montagne à cause de son asthme. Δεν μπορούσε να ανέβει το βουνό λόγω του άσθματός του. |
δεν με παίρνει οικονομικάlocution verbale (για κάτι ή να κάνω κάτι) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έχω εξουσία/επιρροήlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L’armée a peut-être le pouvoir pour le moment, mais elle ne peut pas gouverner à jamais sans le consentement du peuple. |
έχω εξουσία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πληρώ τις προϋποθέσεις για κτ, πληρώ τα κριτήρια για κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εμπιστεύομαι(une personne) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je fais confiance à mon frère. Έχω εμπιστοσύνη στον αδερφό μου. |
δίνω δύναμη
|
μπορώ να ανεχτώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'espère que ce bruit va bientôt s'arrêter : je ne pense pas le supporter encore longtemps. Ελπίζω αυτό ο θόρυβος να σταματήσει σύντομα. Δε νομίζω πως θα μπορέσω να τον ανεχτώ για πολύ ακόμη! |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pouvoir στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του pouvoir
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.