Τι σημαίνει το pedal στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pedal στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pedal στο Αγγλικά.

Η λέξη pedal στο Αγγλικά σημαίνει πετάλι, κάνω πετάλι, κάνω πετάλι, πεντάλ, πετάλι, γκάζι, κάνω πετάλι ανάποδα, αντιφάσκω, φρένο, επιταχυντής, θαλάσσιο ποδήλατο, μετακίνηση με ποδήλατο, ισχύς ποδηλάτου, ψαράδικο, κάπρι, μειώνω τη σημασία, μειώνω τη σπουδαιότητα, παίζω μουσική πατώντας το μαλακό πεντάλ, κάνω πιο απαλό με το μαλακό πεντάλ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pedal

πετάλι

noun (cycle: footrest)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
One of my pedals came off so I had to walk home.
Ένα από τα πεντάλ μου βγήκε από τη θέση του κι έτσι αναγκάστηκα να περπατήσω ως το σπίτι μου.

κάνω πετάλι

intransitive verb (cycle)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I was pedalling like mad but didn't seem to be getting anywhere.
Ποδηλατούσα σαν τρελή, αλλά δε φαινόταν να φτάνω πουθενά.

κάνω πετάλι

transitive verb (cycle: move by pedalling)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She strained to pedal the bike up the hill.

πεντάλ

noun (musical instrument: foot lever) (μουσικό όργανο)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
You can work the cymbals by using this pedal here.
Μπορείς να παίξεις τα κύμβαλα χρησιμοποιώντας αυτό εδώ το πεντάλ.

πετάλι

noun (vehicle: foot control)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cars with manual transmissions have three pedals: the accelerator, the brake, and the clutch.
Τα αμάξια με χειροκίνητο σύστημα μετάδοσης κίνησης έχουν τρία πεντάλ: το γκάζι, το φρένο και τον συμπλέκτη.

γκάζι

noun (vehicle's speed-control pedal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The driver put his foot down hard on the accelerator.

κάνω πετάλι ανάποδα

intransitive verb (pedal backwards)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αντιφάσκω

intransitive verb (figurative, informal (go against [sth] previously said)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φρένο

noun (for stopping vehicle) (πετάλι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Do not forget to press the brake pedal; the car won't stop by itself.

επιταχυντής

noun (US (accelerator)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She slammed on the gas pedal and sped down the street.

θαλάσσιο ποδήλατο

(recreational water vehicle)

μετακίνηση με ποδήλατο

noun (use of a cycle)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ισχύς ποδηλάτου

noun (energy generated by cycling)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ψαράδικο, κάπρι

plural noun (women's short trousers) (παντελόνι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My mom used to wear pedal pushers all summer long.

μειώνω τη σημασία, μειώνω τη σπουδαιότητα

transitive verb (figurative, informal (downplay, try to minimize)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παίζω μουσική πατώντας το μαλακό πεντάλ

intransitive verb (music: use soft pedal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω πιο απαλό με το μαλακό πεντάλ

transitive verb (music: soften with soft pedal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pedal στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του pedal

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.