Τι σημαίνει το payment στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης payment στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του payment στο Αγγλικά.
Η λέξη payment στο Αγγλικά σημαίνει πληρωμή, πληρωμή, προκαταβολή, προκαταβολή, τελική δόση, εντολή πληρωμής, για την οποία δεν υπάρχει κεφαλαιακή επάρκεια στον λογαριασμό, δόση αυτοκινήτου, πληρωμή τοις μετρητοίς, αναβολή πληρωμής, αναστολή πληρωμής, απαιτώ πληρωμή, πληρωμή μερίσματος, προκαταβολή, που πρέπει να πληρωθεί, πληρωμή με δόσεις. πληρωμή σε δόσεις, εφάπαξ πληρωμή, τρόπος πληρωμής, μέθοδος πληρωμής, μηνιαία δόση, πληρωμή, δόση ενυπόθηκου δανείου, μη πληρωμή, εφάπαξ πληρωμή, εξόφληση, αποπληρωμή, πληρωμή σε είδος, εντολή πληρωμής, κατάσταση πληρωμής, όροι πληρωμής, οδηγία για μη πληρωμή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης payment
πληρωμήnoun (money paid) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Your payment must reach us by the due date. Η πληρωμή σας πρέπει να φτάσει σε εμάς εντός της προθεσμίας πληρωμής. |
πληρωμήnoun (act of paying) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Payment can be made via cheque or standing order. Η καταβολή των χρημάτων μπορεί να γίνει με επιταγή ή με πάγια εντολή. |
προκαταβολήnoun (sum paid before delivery) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The author received an advance payment before he completed his new book. |
προκαταβολήnoun (received before due) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τελική δόσηnoun (loan: big final payment) (διακανονισμός) |
εντολή πληρωμής, για την οποία δεν υπάρχει κεφαλαιακή επάρκεια στον λογαριασμόnoun (payment insufficient funds) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
δόση αυτοκινήτουnoun (car loan repayment) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I lost my job so I'm afraid I won't be able to make my car payment this month. |
πληρωμή τοις μετρητοίςnoun (payment in notes and coins) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The plumber offered me a discount for cash payment. |
αναβολή πληρωμής, αναστολή πληρωμήςnoun (debt to be repaid later) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
απαιτώ πληρωμή(insist on being paid) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I used to demand payment in advance from new clients. Παλαιότερα απαιτούσα πληρωμή εκ των προτέρων από τους νέους μου πελάτες. |
πληρωμή μερίσματοςnoun (amount of company profit shared) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
προκαταβολήnoun (sum paid in advance) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) When we bought a new car, we made a down payment of £1000 and paid the rest in instalments. Όταν αγοράσαμε καινούριο αυτοκίνητο δώσαμε προκαταβολή 1000 λίρες και πληρώσαμε τα υπόλοιπα με δόσεις. |
που πρέπει να πληρωθείexpression (to be paid now) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Your insurance premium for this month is now due for payment. Η ασφάλειά σου για αυτόν τον μήνα πρέπει να πληρωθεί άμεσα. |
πληρωμή με δόσεις. πληρωμή σε δόσειςnoun (invoicing a series of payments) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εφάπαξ πληρωμήnoun (money: one-off payment) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) He received a lump sum payment from the insurance company after his accident. |
τρόπος πληρωμής, μέθοδος πληρωμήςnoun (cash, credit card, cheque, etc.) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Be sure to state your preferred method of payment on your order form. |
μηνιαία δόση, πληρωμήnoun (sum paid once a month) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) This item can be yours for only three monthly payments of $19.99! |
δόση ενυπόθηκου δανείουnoun (instalment paid on a housebuyer's loan) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μη πληρωμήnoun (failure to pay an amount) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εφάπαξ πληρωμήnoun (single fee) |
εξόφληση, αποπληρωμήnoun (remittance for the total sum owed) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) We require payment in full before delivery of the goods. |
πληρωμή σε είδοςnoun (repaying with [sth] similar) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) You owe me twenty dollars, but if you mow my lawn I'll take it as a payment in kind. |
εντολή πληρωμήςnoun (setup allowing direct payments to [sb]'s bank) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κατάσταση πληρωμήςnoun (situation: whether [sth] is paid or not) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
όροι πληρωμήςplural noun (agreed payment arrangements) The contract includes the payment terms. |
οδηγία για μη πληρωμήnoun (checks) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του payment στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του payment
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.