Τι σημαίνει το nuevo στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης nuevo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του nuevo στο ισπανικά.
Η λέξη nuevo στο ισπανικά σημαίνει νέος, καινούριος, καινούριος, νέος, καινούριος, νέος, καινούριος, νέος, καινούριος, νέος, καινούριος, καινούριος, καινούριος, νέος, νέος, νέος, καινούριος, αφόρετος, άβαλτος, ολοκαίνουργιος, κατακαίνουργιος, νεοφυής επιχείρηση, άγνωστος, νέος, καινούριος, πρόσφατος, νέος, καινούριος, φρεσκάδα, νέος, καινούριος, νέο-, καινο-, νέος, αναζωογονητικός, ανανεωτικός, αχρησιμοποίητος, νεοανακαλυφθείς, επ' αόριστον, ανακαινίζω, αναζωπυρώνω, αναδιανέμω, ανακατανέμω, επανεκτιμώ, ανακαλύπτω ξανά, επαναδέχομαι, επανασυνθέτω, επανασυναρμολογώ, ανασυντάσσω, αναδιατυπώνω, επανεκλέγω, αναπαριστώ, επαναϋποβάλω, ανακοστολογώ, ανατιμολογώ, ξαναβάφω, ξανακαλύπτω, δαιβάζω ξανά, ξανά-διαβάζω, αναδιατάσσω, θέτω κπ ξανά υπό κράτηση, ξεκινώ εκ νέου, ξεκινώ και πάλι, αρχίζω εκ νέου, αρχίζω και πάλι, ξαναρχίζω, επαναλαμβανόμενος, περδίκι, σε άριστη κατάσταση, έτοιμος για δράση, έτοιμος για να επιστρέψω στην ενεργό δράση, αρκετά καινούριος, καινούριος σε κτ, νέος σε κτ, σαν καινούργιο, δύο φορές, ξανά, πάλι, πίσω στη δουλειά, νεώτερη ειδοποίηση, Άντε πάλι!, Τι νέα;, για νέο μας το λες;, καλώς ήρθες, καλωσόρισες, makeover, επαναληπτική δίκη, ξύπνημα, αφύπνιση εκ νέου, επαναδιορισμός, νέος γάμος, επανενταφιασμός, το παιχνίδι έχει αλλάξει, αναγεννημένος Χριστιανός, επαγγελματικό εγχείρημα, νέα αρχή, αέρας αλλαγής, καινούρια αρχή, επιτυχία ανευ προηγουμένου, νέα πνοή, όρεξη για ζωή, καινούρια ζωή, ανανεωμένη εμφάνιση, νέο νόημα, νέα διάσταση, νέο στυλ, νέο τρίμηνο, νέο έτος, νεόπλουτος, Νιου Χάμσαϊρ, Καινή Διαθήκη, Πρωτοχρονιά, εντολή επανάληψης, καλή χρονιά, νέα εμπειρία, νέα εμπειρία, καινούρια εμπειρία, καινούριος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης nuevo
νέος, καινούριοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nos impresionó el nuevo enfoque de Terry. Εντυπωσιαστήκαμε από τη νέα προσέγγιση του Τέρι. |
καινούριος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Abrió un nuevo paquete de patatas. Άνοιξε ένα καινούριο πακέτο πατατάκια. |
νέος, καινούριοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Randy conduce un nuevo modelo de vehículo. Ο Ράντι οδηγεί ένα νέο μοντέλο αυτοκινήτου. |
νέος, καινούριοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Leslie está llena de ideas nuevas. Η Λέσλι είναι γεμάτη καινούριες ιδέες. |
νέος, καινούριοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Las nuevas aulas estarán menos llenas. Οι νέες σχολικές αίθουσες θα είναι λιγότερο γεμάτες. |
νέος, καινούριοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ahora estamos entrando en un nuevo territorio. |
καινούριος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Los coches nuevos necesitan cambios de aceite con menos frecuencia. |
καινούριος, νέος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Su libro ofrecía una nueva perspectiva del caso. |
νέοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La administración recibió ayer una nueva dotación de papel higiénico. |
νέος, καινούριοςadjetivo (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) ¡Abajo lo viejo y arriba lo nuevo! ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο νέος είναι ωραίος, αλλά ο παλιός είναι αλλιώς. |
αφόρετος, άβαλτος(ρούχα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ολοκαίνουργιος, κατακαίνουργιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Los vendedores de coches tienen ese aerosol que le aporta a los coches ese olor a nuevo. // Acabo de comprarme un par de patines, ¡están nuevos! Οι έμποροι αυτοκινήτων χρησιμοποιούν ένα σπρέι που δίνει στα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα τη μυρωδιά του ολοκαίνουργιου αυτοκινήτου. Μόλις αγόρασα πατίνια. Είναι ολοκαίνουργια! |
νεοφυής επιχείρησηadjetivo |
άγνωστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Los estudiantes deben hacer una traducción nueva del francés al inglés. |
νέος, καινούριος, πρόσφατοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Evelyn siente un nuevo interés por la cocina india. |
νέος, καινούριος
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Los nuevos deben pasar por dos semanas de entrenamiento. Οι νέοι έπρεπε να κάνουν δυο εβδομάδες εκπαίδευση. |
φρεσκάδα(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La novedad de estar en la universidad se diluyó pronto para los de primer año. Η φρεσκάδα του να είσαι στο πανεπιστήμιο έφυγε αμέσως από τους πρωτοετείς. |
νέος, καινούριος(μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) A todos los principiantes en este deporte les cuesta aprender lo básico. Κάθε νέος στο άθλημα δυσκολεύεται να μάθει τα βασικά. |
νέο-, καινο-(α΄συνθετικό επιθέτου) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Vamos a construir la casa en estilo neogeorgiano. |
νέος(a un trabajo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El alcalde entrante tiene un difícil trabajo por delante. Ο νέος δήμαρχος είχε δύσκολη δουλειά μπροστά του. |
αναζωογονητικός, ανανεωτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El nuevo gerente trajo algunas ideas originales a la reunión. Οι νέοι διευθυντές παρουσίασαν μερικές ανανεωτικές ιδέες στη συνάντηση. |
αχρησιμοποίητος(αντικείμενο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
νεοανακαλυφθείς
(μετοχή αορίστου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. προσληφθείς, προσληφθείσα, προσληφθέν κλπ.) Después de ir a Japón, he recién descubierto mi amor por el sushi. Από όταν πήγα στην Ιαπωνία, το σούσι είναι η νέα μου αγάπη. |
επ' αόριστον(μέχρι νεοτέρας) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El uso del gimnasio los fines de semana queda suspendido indefinidamente. Η χρήση του γυμναστηρίου τα σαββατοκύριακα αναβάλλεται επ' αόριστον. |
ανακαινίζω(mobiliario) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cuando Ben y Daisy compraron su casa, el decorado era el mismo desde 1960, así que la renovaron por completo. Όταν ο Μπεν και η Ντέιζι αγόρασαν το σπίτι τους, το ανακαίνισαν ολόκληρο αφού η διακόσμησή του δεν είχε αλλαχθεί από τη δεκαετία του 1960. |
αναζωπυρώνω(fuego) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los acampantes reavivaron el fuego después de que un fuerte viento lo apagara. |
αναδιανέμω, ανακατανέμω(κάτι ή κάτι σε κάποιους) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Durante el juicio, la empresa tuvo que redistribuir fondos para los abogados. |
επανεκτιμώ(evaluar de nuevo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανακαλύπτω ξανά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Después de retirarse, Bob redescubrió su amor por el senderismo. |
επαναδέχομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επανασυνθέτω, επανασυναρμολογώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανασυντάσσω, αναδιατυπώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επανεκλέγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναπαριστώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cada año, la ciudad recrea una batalla que sucedió allí durante la guerra civil. |
επαναϋποβάλω(expediente) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανακοστολογώ, ανατιμολογώ(precio) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξαναβάφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξανακαλύπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Necesitamos retapizar el sillón, ya que las manchas no salen. |
δαιβάζω ξανά, ξανά-διαβάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναδιατάσσω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Necesito reorganizar mis pensamientos para entender este problema. |
θέτω κπ ξανά υπό κράτηση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξεκινώ εκ νέου, ξεκινώ και πάλι, αρχίζω εκ νέου, αρχίζω και πάλι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξαναρχίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Decidí reiniciar mis estudios después de que murió mi marido. Αποφάσισα να ξαναρχίσω τις σπουδές μου αφού πέθανε ο σύζυγός μου. |
επαναλαμβανόμενος
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Tiene un compromiso recurrente todos los lunes. |
περδίκιgerundio (coloquial) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) Está andando de nuevo desde hace casi una semana. |
σε άριστη κατάσταση(ES, coloquial) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Solo compro cosas usadas si están nuevas de paquete. |
έτοιμος για δράση, έτοιμος για να επιστρέψω στην ενεργό δράσηlocución adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El médico dijo que estaría en marcha de nuevo en unos pocos días, tan pronto como cicatrice la herida. |
αρκετά καινούριος
|
καινούριος σε κτ, νέος σε κτ
Steven es nuevo en el trabajo, y a menudo pide ayuda. |
σαν καινούργιοlocución adverbial (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) La camisa quedó como nueva con el remiendo. Una mano de pintura y la habitación quedará como nueva. |
δύο φορέςlocución adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) En un descuido, volqué tinta sobre la lámina, tuve que dibujarla de nuevo. |
ξανά, πάλι
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) ¡No puedo creer que llegaras tarde otra vez! Δε μπορώ να πιστέψω ότι έφτασες αργά πάλι! Ήρθε ξανά με περισσότερα αναποτελεσματικά επιχειρήματα. |
πίσω στη δουλειάlocución adverbial (figurado, coloquial) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Estuvo bueno volver de nuevo a la lucha después de tres meses de licencia por enfermedad. |
νεώτερη ειδοποίηση
El restaurante estará cerrado hasta próximo aviso. Το εστιατόριο θα παραμείνει κλειστό μέχρι νεωτέρας. |
Άντε πάλι!expresión (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cuando Mike empezó a contar sus historias de fútbol, su esposa dijo "ya empezamos de nuevo" |
Τι νέα;expresión (saludo) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
για νέο μας το λες;(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sí, llegaste tarde otra vez, ¿y eso qué tiene de nuevo? |
καλώς ήρθες, καλωσόρισεςinterjección (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) ¡Bienvenido de nuevo! La oficina no ha sido lo mismo mientras has estado fuera. Καλωσόρισες! Το γραφείο δεν ήταν το ίδιο όσο έλειπες. |
makeover
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Casi no la reconocí así vestido y con ese cambio de imagen. |
επαναληπτική δίκη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El juez decidió hacer un nuevo juicio cuando aparecieron nuevas evidencias. |
ξύπνημα, αφύπνιση εκ νέου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El retiro de yoga fue un nuevo despertar para mi alma. |
επαναδιορισμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
νέος γάμος
|
επανενταφιασμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
το παιχνίδι έχει αλλάξει(figurado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Eso pone las cosas desde otro ángulo. Ahora es otra historia. |
αναγεννημένος Χριστιανός
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Según San Juan 3.3, todo aquel que sea Cristiano Nacido de Nuevo podrá ver el Reino de Los Cielos. |
επαγγελματικό εγχείρημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
νέα αρχήlocución nominal masculina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Al niño lo cambiaron de escuela para que pudiera tener un nuevo comienzo. |
αέρας αλλαγήςlocución nominal masculina (figurado) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
καινούρια αρχή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Después de semanas de lluvia, el soleado día se sintió como un nuevo comienzo. |
επιτυχία ανευ προηγουμένου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Había recibido muchos galardones en su vida, pero el Premio Nobel era un nuevo hito incluso para él. |
νέα πνοή, όρεξη για ζωή
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Haber perdido peso fue un nuevo aliciente en mi vida. |
καινούρια ζωή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tuvo un nuevo comienzo en publicidad. |
ανανεωμένη εμφάνιση(AR, ES, coloquial) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El nuevo look de la estrella de pop fue ridiculizado por críticos y fans por igual. |
νέο νόημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El niño malcriado dio un nuevo significado a la palabra "mocoso". |
νέα διάσταση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los últimos descubrimientos dieron un nuevo ángulo a las convicciones anteriores. |
νέο στυλ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Sus botas estaban al nuevo estilo, con taco alto y punta. |
νέο τρίμηνο(escuela, universidad) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Los chicos ya están listos para el nuevo trimestre. |
νέο έτος
El nuevo año empieza el 1 de enero. Το νέο έτος ξεκινάει την πρώτη Ιανουαρίου. |
νεόπλουτοςlocución nominal con flexión de género (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Νιου Χάμσαϊρnombre propio masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Καινή Διαθήκηnombre propio masculino En el Nuevo Testamento contiene la historia y las cartas del tiempo de Jesús de Nazareth al de las primeras iglesias. |
Πρωτοχρονιάlocución nominal masculina (κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.) En los Estados Unidos, el año nuevo se suele celebrar mirando el Desfile del Torneo de las Rosas seguido del fútbol. |
εντολή επανάληψης
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quedé tan satisfecho con sus productos que he hecho un nuevo pedido. |
καλή χρονιάlocución nominal masculina (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Todos juntaron sus copas y se desearon un feliz año nuevo. Όλοι τσούγκρισαν τα ποτήρια και ευχήθηκαν καλή χρονιά. |
νέα εμπειρίαexpresión Para mí, esto de la fama es un mundo nuevo, pero creo que me puedo llegar a acostumbrar rápido. Η σύνταξη είναι μεγάλη αλλαγή, είναι πολλά αυτά που πρέπει να συνηθίσει κανείς. |
νέα εμπειρία, καινούρια εμπειρία
|
καινούριος
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του nuevo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του nuevo
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.