Τι σημαίνει το mobile στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mobile στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mobile στο Αγγλικά.

Η λέξη mobile στο Αγγλικά σημαίνει ευκίνητος, που έχει τη δυνατότητα να μετακινείται εύκολα, κινητός, κινητό, μόμπιλε, κινητικός, δραστήριος, ευέλικτος, εκφραστικός, τροχόσπιτο, κινητός, κινητό τηλέφωνο, κινητό τηλέφωνο, μόμπιλε, μόμπιλε, τροχόσπιτο, κινητή βιβλιοθήκη, αριθμός κινητού, εταιρεία κινητής τηλεφωνίας, ηλεκτρονική πλατφόρμα, κινητό σπα, κινητή στρατιωτική μονάδα, μηχανοκίνητο έλκηθρο, ανερχόμενος κοινωνικά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mobile

ευκίνητος

adjective (person: able to move) (μπορεί να κινηθεί)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Richard exercised a lot to keep himself mobile in his old age.
Ο Ρίτσαρντ γυμναζόταν πολύ για να είναι ευκίνητος στα γεράματά του.

που έχει τη δυνατότητα να μετακινείται εύκολα

adjective ([sb]: able to change location)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
John avoided buying too many things so that he could be more mobile.
Ο Τζον απέφευγε να αγοράζει πολλά πράγματα ώστε να έχει τη δυνατότητα να μετακινείται εύκολα.

κινητός

adjective ([sth]: movable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Stella runs a mobile coffee shop from her van.

κινητό

noun (UK, informal, abbreviation (mobile phone)

Tom took a call on his mobile.
Ο Τομ έλαβε μια κλήση στο κινητό του.

μόμπιλε

noun (dynamic sculpture)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Susan put a mobile over her daughter's crib.
Η Σούζαν έβαλε ένα μόμπιλε πάνω από την κούνια της κόρης της.

κινητικός, δραστήριος

adjective (social) (κοινωνικός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Getting his new job made Sean more socially mobile.

ευέλικτος

adjective (military)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The government built a very mobile military that could be deployed anywhere very quickly.

εκφραστικός

adjective (face: expressive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Vanessa has a very mobile face; you can always tell what she's thinking.

τροχόσπιτο

noun (US, informal, abbreviation (mobile home)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Laura lived in a mobile and traveled the country.

κινητός

noun (UK, informal (mobile classroom, etc.) (π.χ. σχολείο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The school buildings are now too small for the number of students, so we'll have to get some mobiles for the extra classes.

κινητό τηλέφωνο

noun (US (portable telephone)

Cell phones are a lot smaller than they were 20 years ago.
Τα κινητά τηλέφωνα είναι πολύ μικρότερα απ' ό,τι ήταν πριν από 20 χρόνια.

κινητό τηλέφωνο

noun (formal (mobile phone)

μόμπιλε

noun (object hung above baby's cot) (σε κρεβατάκι μωρού)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I bought my sister a crib mobile with farm animals on it for her new baby.

μόμπιλε

noun (decoration with dangling parts)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

τροχόσπιτο

noun (trailer used as permanent residence)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
While we were saving up to buy a house, we rented a mobile home on the outskirts of town.

κινητή βιβλιοθήκη

noun (travelling book-lending facility)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The mobile library comes to my neighborhood once a week.

αριθμός κινητού

noun (UK (cell phone number)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

εταιρεία κινητής τηλεφωνίας

noun (company running a cellphone network)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ηλεκτρονική πλατφόρμα

noun (portable electronic device)

κινητό σπα

noun (beauty treatment service) (καλλωπισμός)

κινητή στρατιωτική μονάδα

noun (independent armed force or division)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μηχανοκίνητο έλκηθρο

noun (small vehicle for travelling on snow)

ανερχόμενος κοινωνικά

adjective (person: moving up in society)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mobile στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του mobile

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.