Τι σημαίνει το médio στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης médio στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του médio στο πορτογαλικά.
Η λέξη médio στο πορτογαλικά σημαίνει μέσος όρος, μέτριος, μεσαίος, μεσαίος, μέτρια ψημένος, μέτρια, μεσαίου μεγέθους, μεσαίου μήκους, μέτριου μήκους, μεσαίος, μεσαιωνικός, μέσος, μέσος, μέτριος, μέσος, μέσος, μεσαίων βαρών, Μεσανατολίτικος, από την Μέση Ανατολή, μεσαίου μεγέθους, μεσαίου μεγέθους, μεσοατλαντικός, μαθητής γυμνασίου, μαθήτρια γυμνασίου, μέση/συνήθης τιμή, απολυτήριο λυκείου, Μέση Ανατολή, μεσαία θερμοκρασία, μέτρια θερμοκρασία, καθηγητής δευτεροβάθμιας εκπάιδευσης, μέσο έντερο, σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για παιδιά ηλικίας 16-19 ετών, ενδέκατη τάξη, μεσανατολικός, μεσοατλαντικός, χρόνος παράδοσης, αθλητής ημιμεσαίων βαρών, αθλήτρια ημιμεσαίων βαρών, αμυντικός παίκτης ράγκμπι, μεσοπρόθεσμος, από τη Μέση Ανατολή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης médio
μέσος όροςadjetivo (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) A temperatura média desta cidade no verão é de 28 graus. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η μέση βαθμολογία μου ήταν 2 κάτω από τη βάση. |
μέτριος, μεσαίοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ele tem altura média. Είναι μέτριου (or: μεσαίου) ύψους. |
μεσαίοςadjetivo (tamanho, ajuste) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Qual porção você deseja: a pequena, a média ou a grande? Ποια μερίδα θα θέλατε: τη μικρή, τη μεσαία ή τη μεγάλη; |
μέτρια ψημένος
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Gosto do meu bife ao ponto, mas meu marido prefere mal passado. Μου αρέσει η μπριζόλα μου μέτρια ψημένη, αλλά ο σύζυγός μου την προτιμά ελάχιστα. |
μέτρια
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Eu gostaria do meu bife ao ponto. Θα ήθελα την μπριζόλα μου μέτρια ψημένη. |
μεσαίου μεγέθουςadjetivo (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μεσαίου μήκους, μέτριου μήκουςadjetivo (cabelo) |
μεσαίοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μεσαιωνικόςadjetivo (inglês mediano) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Muitas pessoas não percebem que Chaucer escreveu "The Canterbury Tales" no inglês médio. Πολλοί άνθρωποι δεν ξέρουν ότι ο Τσόσερ έγραψε τις «Ιστορίες του Καντέρμπουρι» σε μεσαιωνικά αγγλικά. |
μέσοςsubstantivo masculino (silogismo) Em um silogismo, o médio é excluído da conclusão. Σε ένα συλλογισμό, ο μέσος (or: μέσος όρος) αποκλείεται από το συμπέρασμα. |
μέσος, μέτριος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μέσος(BRA, esportes) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
μέσοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A pontuação média no teste foi de 70%. Η μέση βαθμολογία στο τεστ ήταν 70%. |
μεσαίων βαρώνsubstantivo masculino (boxeador) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
Μεσανατολίτικος, από την Μέση Ανατολήlocução adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μεσαίου μεγέθουςlocução adjetiva (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
μεσαίου μεγέθουςlocução adjetiva (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
μεσοατλαντικόςlocução adjetiva (região dos EUA) (πολιτείες Η.Π.Α.) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μαθητής γυμνασίου, μαθήτρια γυμνασίου(12-15 ετών) |
μέση/συνήθης τιμήsubstantivo masculino (preço habitual ou médio) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απολυτήριο λυκείουsubstantivo masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Μέση Ανατολή(região) O Iêmen é o país mais pobre do Oriente Médio. Η Υεμένη είναι η φτωχότερη χώρα στη Μέση Ανατολή. |
μεσαία θερμοκρασία, μέτρια θερμοκρασίαsubstantivo masculino |
καθηγητής δευτεροβάθμιας εκπάιδευσηςsubstantivo masculino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μέσο έντερο
|
σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για παιδιά ηλικίας 16-19 ετώνsubstantivo masculino (Reino Unido) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ενδέκατη τάξηsubstantivo masculino (σύστημα ΗΠΑ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μεσανατολικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Eles estavam discutindo sobre a política do país em relação ao Oriente Médio. Διαφωνούσαν για την πολιτική της χώρας όσον αφορά τα μεσανατολικά ζητήματα. |
μεσοατλαντικόςlocução adjetiva (região do oceano Atlântico) (στη μέση του Ατλαντικού) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χρόνος παράδοσης(comércio) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Reduzimos o tempo médio de permanência dos pedidos para quatro dias. Έχουμε μειώσει τον χρόνο παράδοσης των παραγγελιών σε τέσσερις μέρες. |
αθλητής ημιμεσαίων βαρών, αθλήτρια ημιμεσαίων βαρώνsubstantivo masculino (boxe) (πάλη, πυγμαχία) |
αμυντικός παίκτης ράγκμπιsubstantivo masculino (που παίζει κέντρο) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) O médio de formação posiciona-se entre as linhas dianteira e traseira. |
μεσοπρόθεσμοςlocução adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
από τη Μέση Ανατολήlocução adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του médio στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του médio
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.