Τι σημαίνει το looking στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης looking στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του looking στο Αγγλικά.
Η λέξη looking στο Αγγλικά σημαίνει που έχει... εμφάνιση, παρατήρηση, παρακολούθηση, προσβλέποντας προς, αναζήτηση, που βλέπει, που βλέπει προς, κοιτάω, κοιτώ, κοιτάζω, κοιτώ, κοιτάζω, κοιτάω, κοιτώ, κοιτάζω, φαίνομαι, φαίνομαι, κοίτα, ματιά, βλέμμα, ματιά, όψη, εμφάνιση, το ότι κοιτάω επίμονα, λουκ, στυλ, εμφάνιση, ψάχνω, βλέπω, κοιτάζω, εξετάζω, αναλύω, ασχολούμαι με κτ, εστιάζω σε κτ, κοινός, αναχρονιστικός, οπισθοδρομικός, σατανικός, εμφανίσιμος, ευπαρουσίαστος, εμφανίσιμος, ευπαρουσίαστος, προοδευτικός, ωραίος, όμορφος, εσωστρεφής, ενδοσκοπικός, φροντίδα, επίβλεψη, εκ των υστέρων, καθρέφτης, Στις ομορφιές σου είσαι!, Το ομορφιές είναι αυτές;, Μπράβο!, που βελτιώνεται, που καλυτερεύει, όμορφος, παράξενος, περίεργος, γερασμένος, εξωστρεφής, αδιάφορος, απεριποίητος, παράξενος, περίεργος, οπτική γωνία, χωρίς να κοιτάξω πίσω μου, που έχει νεανική όψη, που έχει νεανική εμφάνιση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης looking
που έχει... εμφάνισηadjective (with the appearance of) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παρατήρηση, παρακολούθησηnoun (act: watching) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) His looking at flowers and bugs made her think he was eccentric. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Του αρέσει η παρατήρηση (or: παρακολούθηση) των άλλων ανθρώπων και πολλοί τον θεωρούν αδιάκριτο. |
προσβλέποντας προςadjective (figurative (focusing on, influenced by) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) For example: forward-looking, inward-looking |
αναζήτησηnoun (act: searching) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The fun in picking wild berries is in the looking! Το πιο διασκεδαστικό κομμάτι στο μάζεμα των άγριων μούρων είναι το ψάξιμο! |
που βλέπει, που βλέπει προςadjective (facing a direction) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κοιτάω, κοιτώ, κοιτάζωintransitive verb (cast eyes in a direction) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He looked to his right. Κοίταξε στα δεξιά του. |
κοιτώ, κοιτάζωintransitive verb (examine visually) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Let me look to see if there is a water leak. Άσε με να κοιτάξω τον σωλήνα, για να δω αν υπάρχει διαρροή. |
κοιτάω, κοιτώ, κοιτάζω(watch, direct attention to) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Look at me when I'm talking to you! Κοίταζέ με όταν σου μιλάω! |
φαίνομαιintransitive verb (+ adj: appear to be) (βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) James looked tired when he arrived last night. Όταν γύρισε χθες το βράδυ έδειχνε κουρασμένος. |
φαίνομαιintransitive verb (+ adj: appear) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Marina looks awful in that outfit. Η Μαρίνα δείχνει χάλια με αυτά τα ρούχα. |
κοίταinterjection (when making a point) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Look, I've had enough of your insolence; do as you're told! |
ματιάnoun (act of looking) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The blonde girl noticed Dan's look and returned it. Η ξανθιά παρατήρησε τις ματιές του Νταν και ανταπέδωσε. |
βλέμμαnoun (expression directed at [sb]) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) She silenced him with an angry look. Τον έκανε να σιωπήσει με ένα άγριο βλέμμα. |
ματιάnoun (visual examination) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Zara had no chance of a look at the text before the exam. |
όψη, εμφάνισηnoun (uncountable (appearance) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The children's toy had the look of a real phone. Το παιδικό παιχνίδι είχε όψη πραγματικού τηλεφώνου. |
το ότι κοιτάω επίμοναnoun (long: gaze, stare) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The child's look was starting to make Josh feel very uncomfortable. Το παιδί τον κοιτούσε επίμονα και αυτό είχε αρχίσει να κάνει τον Τζος να αισθάνεται πολύ άβολα. |
λουκ, στυλnoun (fashion: style) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) I like her look. It is part urban, part punk. Μ' αρέσει το λουκ (or: στυλ) της. Είναι λίγο αστικό και λίγο πανκ. |
εμφάνισηplural noun (informal (physical attractiveness) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Joe is a handsome guy, but he uses his looks to get what he wants. |
ψάχνωverbal expression (seek, intend) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Richard was looking to find a job at the local factory. |
βλέπω, κοιτάζωintransitive verb (to front on) (μεταφορικά: έχω θέα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) This house has five windows that look to the street. Αυτό το σπίτι έχει πέντε παράθυρα που βλέπουν (or: κοιτάζουν) στον δρόμο. |
εξετάζω, αναλύω(figurative (analyze) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The detective tried to look at all the facts. |
ασχολούμαι με κτ(figurative (examine, deal with) This article looks at similarities in the work of these two philosophers. |
εστιάζω σε κτ(figurative (pay attention to) Ben decided that the past was behind him and that it was time to look to the future. |
κοινόςadjective (not ugly, not beautiful) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αναχρονιστικός, οπισθοδρομικόςadjective (figurative (retrograde) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Some people consider the government's proposal to be a backward-looking move. Ορισμένοι θεωρούν ότι η πρόταση της κυβέρνησης συνιστά αναχρονιστική κίνηση. |
σατανικόςadjective (ugly, unpleasant to look at) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εμφανίσιμος, ευπαρουσίαστοςadjective (splendid) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) That champion purebred Collie is a fine-looking dog. |
εμφανίσιμος, ευπαρουσίαστοςadjective (man: handsome) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) My my! What a fine-looking young man you've grown up to be. |
προοδευτικόςadjective (progressive, modern) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) We see ourselves as a forward-looking organization. |
ωραίος, όμορφοςadjective ([sb]: attractive) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Eugene is a good-looking guy. Ο Γιουτζίν είναι ωραίος άντρας. |
εσωστρεφήςadjective (group, country: focused on self) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ενδοσκοπικόςadjective (reflecting on self) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
φροντίδα, επίβλεψηnoun (UK, informal (care) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εκ των υστέρωνadverb (informal, figurative (in hindsight) Looking back, I've no idea why I did it now. |
καθρέφτηςnoun (obsolete (mirror) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The princess peered at her reflection in the looking glass. |
Στις ομορφιές σου είσαι!, Το ομορφιές είναι αυτές;interjection (informal (praising [sb]'s appearance) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Μπράβο!interjection (informal (praising [sb]'s work) |
που βελτιώνεται, που καλυτερεύειadjective (informal, figurative (starting to improve) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
όμορφοςadjective (attractive) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I met a nice-looking man at work today. |
παράξενος, περίεργοςadjective (appearance: strange) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γερασμένοςadjective (appear older than age) (άτομο) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
εξωστρεφήςadjective (looking beyond: self, organization, country) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αδιάφοροςadjective (unattractive) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
απεριποίητοςadjective (unkempt, messy) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
παράξενος, περίεργοςadjective (odd in appearance) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
οπτική γωνίαnoun (perspective, perception) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I can't understand your way of looking at things. |
χωρίς να κοιτάξω πίσω μουadverb (with no regrets) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Rob left the job without looking back and says it was the best decision he's ever made. |
που έχει νεανική όψη, που έχει νεανική εμφάνισηadjective (having a youthful appearance) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του looking στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του looking
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.