Τι σημαίνει το llorando στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης llorando στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του llorando στο ισπανικά.

Η λέξη llorando στο ισπανικά σημαίνει θρηνώ, πενθώ, θρηνώ, πενθώ, κλαίω, σπαράζω στο κλάμα, πλαντάζω στο κλάμα, κλαίω, κλαίω, κλαψουρίζω, θρηνώ, πενθώ, θρηνώ για κπ/κτ, τσιρίζω, φωνάζω, δακρύζω, ουρλιάζω, δακρύζω, θρηνώ για κπ/κτ, κλαίω για κπ/κτ, χύνω, θρηνώ, κλαίω γοερά, στριγκλίζω, παραπονιέμαι, παραπονιέμαι, γκρινιάζω, θρηνώ, πενθώ, δακρύβρεχτη ιστορία, κλαίγοντας, μες στα κλάματα, έτοιμος να βάλει τα κλάμματα, ασυγκίνητος, αποδέχομαι τη σκληρή πραγματικότητα, παρηγορητής, παρηγορήτρια, ξεσπάω σε κλάμματα, ξεσπάω σε κλάματα, κλαίω γοερά, κάνω κπ να να δακρύσει, αντιμετωπίζω κπ αυστηρά για το καλό του, κλαίω μέχρι να με πάρει ο ύπνος, κλαίω γοερά, κλαίω, κλαίω για κπ/κτ, πενθώ για κπ, θρηνώ για κπ, κλαίω για κτ/κπ, καταρρέω, θρηνώ, πενθώ, θρηνώ, κλαίω γοερά, κλαίω, μελό, γκρινιάζω για κτ, μουρμουράω για κτ, κλαίω για κτ/κπ, κλαίω από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης llorando

θρηνώ, πενθώ

(για κάποιον/κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Karen todavía estaba llorando a su madre cuando su mejor amiga murió.
Η Κάρεν ακόμη πενθούσε τη μητέρα της όταν πέθανε η καλύτερή της φίλη.

θρηνώ, πενθώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Toda la nación estuvo de luto cuando asesinaron al presidente.
Ολόκληρο το έθνος πενθούσε μετά την δολοφονία του προέδρου.

κλαίω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Lloró por la muerte de su padre.
Έκλαψε όταν πέθανε ο πατέρας της.

σπαράζω στο κλάμα, πλαντάζω στο κλάμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κλαίω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El hombre estaba llorando en una esquina de la sala de espera.
Ο άντρας έκλαιγε σε μια γωνία της αίθουσας αναμονής.

κλαίω, κλαψουρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

θρηνώ, πενθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lloramos la muerte del Padre Smith, nuestro cura.
Θρηνούμε τον θάνατο του πατέρα Smith, του ιερέα μας.

θρηνώ για κπ/κτ

(duelo)

Un año después, Fred todavía llora la muerte de su esposa.

τσιρίζω

(bebé)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nadie podía dormir porque el bebé lloraba mucho.
Κανείς δεν μπορούσε να κοιμηθεί, επειδή το μωρό τσίριζε τόσο πολύ.

φωνάζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Wade era tan ruidoso que podía escucharlo llorar desde muy lejos.

δακρύζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Hacía tanto frío que mis ojos comenzaron a llorar.

ουρλιάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El bebé estaba llorando así que Edward le cambió el pañal.

δακρύζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La conjuntivitis suele hacer que los ojos lloren.

θρηνώ για κπ/κτ

verbo transitivo (figurado)

La nación lloró por las víctimas del terrorismo.

κλαίω για κπ/κτ

verbo transitivo

La familia y amigos de Bill continuaron llorándolo mucho tiempo después de su funeral.

χύνω

verbo transitivo (δάκρυα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las lágrimas que lloró se derramaban por su rostro.

θρηνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλαίω γοερά

Las mujeres gimieron y se golpearon el pecho en el funeral.
Οι γυναίκες θρηνούσαν και χτυπούσαν τα στήθη τους στην κηδεία.

στριγκλίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Podía escuchar al bebé chillando en la habitación de al lado.

παραπονιέμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παραπονιέμαι, γκρινιάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Estoy harto de escuchar a Joe quejarse todo el día.

θρηνώ, πενθώ

(για κάποιον/κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Toda la familia está llorando a Julie, que murió la semana pasada.
Ολόκληρη η οικογένεια πενθεί για την Τζούλη που πέθανε την περασμένη εβδομάδα.

δακρύβρεχτη ιστορία

(irónico)

Continúa con el trabajo, ¡no quiero escuchar más tus tragedias!

κλαίγοντας, μες στα κλάματα

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lloró desconsoladamente cuando se enteró de la muerte de su amigo.

έτοιμος να βάλει τα κλάμματα

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
John parecía a punto de llorar cuando Linda le dijo feo.
Ο Τζον ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάμματα αφότου η Λίντα τον αποκάλεσε άσχημο.

ασυγκίνητος

locución adverbial

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αποδέχομαι τη σκληρή πραγματικότητα

(AR)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παρηγορητής, παρηγορήτρια

expresión (figurado)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

ξεσπάω σε κλάμματα

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Helena se largó a llorar cuando oyó las tristes noticias.

ξεσπάω σε κλάματα

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se echó a llorar ante la noticia de la muerte de su amigo.

κλαίω γοερά

locución verbal

κάνω κπ να να δακρύσει

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αντιμετωπίζω κπ αυστηρά για το καλό του

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κλαίω μέχρι να με πάρει ο ύπνος

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κλαίω γοερά

κλαίω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El niño pequeño está llorando a gritos porque su madre no lo deja ver más televisión.

κλαίω για κπ/κτ

No llores por mí.

πενθώ για κπ, θρηνώ για κπ

Soy viuda desde hace diez años, pero todavía lloro la muerte de mi marido.

κλαίω για κτ/κπ

El niño estaba llorando por el castigo. ¿Por qué estás llorando ahora?
Το μικρό αγόρι έκλαιγε γιατί το τιμώρησαν. Γιατί στο καλό κλαις;

καταρρέω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Estela se largó a llorar cuando la policía le contó sobre el accidente de su marido.
Η Στέλλα κατέρρευσε (or: ξέσπασε σε κλάμματα) όταν η αστυνομία την ενημέρωσε για το ατύχημα του συζύγου της.

θρηνώ, πενθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lloraron a mi padre en su funeral.

θρηνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jorge está llorando la muerte de su amado perro.
Ο Τζωρτζ πενθεί για τον θάνατο του αγαπημένου του σκύλου.

κλαίω γοερά

κλαίω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
No tiene sentido llorar por una situación que no puedes cambiar.
Δεν υπάρχει λόγος να κλαις για μια κατάσταση που δεν μπορείς να αλλάξεις.

μελό

(ταινία)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Llevó a su novia a una película romántica para llorar.

γκρινιάζω για κτ, μουρμουράω για κτ

(AR, coloquial)

Los empleados se reunían alrededor de la cafetera y puteaban por sus salarios.
Οι εργαζόμενοι στέκονταν δίπλα στη μηχανή του καφέ και γκρίνιαζαν (or: μουρμούραγαν) για τον μισθό τους.

κλαίω για κτ/κπ

Rose es una niña muy sensible; se pone a llorar por cualquier cosa.

κλαίω από κτ

Agnes no está triste; ella llora de alegría.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του llorando στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.