Τι σημαίνει το libertad στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης libertad στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του libertad στο ισπανικά.
Η λέξη libertad στο ισπανικά σημαίνει ελευθερία, ελευθερία, ελευθερία, ελευθερία, ελευθερία, ελευθερία, ελευθερία, ελευθερία, εν λευκώ, ελευθερία, ευελιξία, ελευθέρων ηθών, περιθώριο, που αφέθηκε ελεύθερος, απελευθερώνω, ελευθερώνω, απελευθερώνω, απελευθέρωση, ελευθέρωση, απελευθερώνω, ελευθερώνω, ελεύθερος, έχω αποφυλακιστεί υπό όρους, αποφυλάκιση υπό όρους, επιτήρηση, το άτομο που βρίσκεται σε αναστολή, ελεύθερος με αναστολή, ελευθερία του λόγου, ακαδημαϊκή ελευθερία, προσωπική, ατομική ελευθερία, ελευθερίες, δικαίωμα στην ασφάλεια, δικαίωμα στη στέγη και την κατοικία, ελευθερία του λόγου, ελευθερία του λόγου, ελευθερία του τύπου, ατομική ελευθερία, σεξουαλική ελευθερία/ελευθεριότητα, ανεκτικότητα, Άγαλμα της Ελευθερίας, ποινή εγκλεισμού, ελευθερία επιλογής, ελευθερία κυκλοφορίας, ελευθερία μετακίνησης, ελευθερία σκέψης, επιτροπή αποφυλάκισης, παράνομη κράτηση, καλλιτεχνική ελευθερία, επιτρέπεται να κάνω κτ, αφήνω κπ ελεύθερο με περιοριστικούς όρους, αποφυλακίζω, χωρίς ποινή φυλάκισης, φυλακισμένος, κρατούμενος, που έχει τη δυνατότητα να μετακινείται εύκολα, πεδίο, φάσμα, πλαίσιο, φυλάκιση, δικαίωμα διέλευσης, αποφυλακίζω κπ υπό όρους, είμαι υπό επιτήρηση, αποφυλακίζω, ελευθερία του λόγου, ελευθερία της έκφρασης, ελευθερία πίστης, των όρων αποφυλάκισης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης libertad
ελευθερίαnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La libertad de expresión es una parte esencial de la democracia. Η ελευθερία του λόγου ένα σημαντικό θεμέλιο της δημοκρατίας. |
ελευθερίαnombre femenino (από καταπίεση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los pedidos de liberación se extienden por todo Medio Oriente. Τα αιτήματα για ελευθερία βρίσκονται σε αύξηση σε όλη τη Μέση Ανατολή. |
ελευθερίαnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Aquí tienes la libertad de ir adonde te plazca. Εδώ έχεις την ελευθερία να πας όπου θέλεις. |
ελευθερίαnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) No tenemos demasiada libertad para elegir los horarios de reunión. Δεν έχουμε μεγάλη ελευθερία όσον αφορά τους χρόνους συνάντησης. |
ελευθερίαnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le concedieron la libertad al prisionero después de pasar diez años encarcelado. |
ελευθερίαnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Algunos esclavos pudieron comprar su libertad. |
ελευθερίαnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Te voy a dar la contraseña, y vas a tener completa libertad para hacer lo que quieras. |
ελευθερίαnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) «La libertad es lo que haces con lo que te han hecho». (Jean-Paul Sartre) |
εν λευκώnombre femenino (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El presidente nos dio libertad para que negociáramos lo que quisiéramos. |
ελευθερία, ευελιξία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tenemos bastante libertad para diseñar las aulas. Έχουμε αρκετή ελευθερία στο πως θα σχεδιάσουμε τις αίθουσες διδασκαλίας. |
ελευθέρων ηθώνnombre femenino (για γυναίκες) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
περιθώριο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Al comité le dieron laxitud para explorar todas las soluciones posibles. Δόθηκε στην επιτροπή το περιθώριο να εξερευνήσουν όλες τις πιθανές λύσεις. |
που αφέθηκε ελεύθερος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los prisioneros liberados se pararon confundidos afuera de la prisión. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Οι όμηροι που αφέθηκαν ελεύθεροι ήταν σε καλή φυσική κατάσταση. |
απελευθερώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Recuerdas en qué año liberaron a Nelson Mandela? |
ελευθερώνω, απελευθερώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El gobierno finalmente liberó a los prisioneros políticos. Τελικά η κυβέρνηση απελευθέρωσε τους πολιτικούς κρατούμενους. |
απελευθέρωση, ελευθέρωση(από ομηρία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Muchos exprisioneros tienen problemas encontrando trabajo tras su liberación. Πολλοί πρώην κρατούμενοι δυσκολεύονται να βρουν εργασία μετά από την αποφυλάκισή τους. |
απελευθερώνω, ελευθερώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) En Estados Unidos, los esclavos fueron liberados en 1865. Οι σκλάβοι στην Αμερική απελευθερώθηκαν (or: ελευθερώθηκαν) το 1865. |
ελεύθερος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Siéntase libre de hacer preguntas. |
έχω αποφυλακιστεί υπό όρουςlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El hombre ha estado en libertad condicional por dos años. Alejandro cometió un crimen mientras estaba en libertad condicional y lo mandaron de nuevo a prisión. Ο Αλεξάντερ διέπραξε ένα έγκλημα ενώ ήταν αποφυλακισμένος υπό όρους και τον έστειλαν κατευθείαν πίσω στη φυλακή. |
αποφυλάκιση υπό όρους
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Jim saldrá en libertad condicional por buena conducta. Ο Τζιμ έγινε δεκτός για αποφυλάκιση υπό όρους λόγω καλής διαγωγής. |
επιτήρηση(derecho) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tuvo un año de libertad condicional después de salir de la prisión. Ήταν υπό επιτήρηση για έναν χρόνο μετά την έξοδό της από τη φυλακή. |
το άτομο που βρίσκεται σε αναστολή
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) El preso en libertad condicional no tiene permitido salir del estado antes del juicio. |
ελεύθερος με αναστολή(για φυλακισμένους) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ελευθερία του λόγου
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El setenta por ciento de los estadounidenses están de acuerdo en que las personas deberían tener derecho a la libre expresión. |
ακαδημαϊκή ελευθερίαnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προσωπική, ατομική ελευθερίαnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ελευθερίες
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Los adolescentes necesitan un grado de libertad, pero no demasiado. |
δικαίωμα στην ασφάλεια
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Una de las "Cuatro Libertades" de Roosvelt era la libertad frente al temor. |
δικαίωμα στη στέγη και την κατοικία
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La libertad frente a la necesidad parece ser inalcanzable para para muchos pobres de este mundo. |
ελευθερία του λόγουlocución nominal femenina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La libertad de expresión es una de las libertades fundamentales de una verdadera democracia. |
ελευθερία του λόγουlocución nominal femenina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La libertad de expresión amplía el concepto de la libertad de discurso para incluir a las artes visuales, la música, etcétera. |
ελευθερία του τύπουnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ατομική ελευθερίαnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Puedes aconsejarle que haga algo, pero debemos respetar su libertad individual. |
σεξουαλική ελευθερία/ελευθεριότητα, ανεκτικότηταlocución nominal femenina (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Los años sesenta fueron unos años de creciente libertad sexual. |
Άγαλμα της Ελευθερίαςnombre propio femenino (Νέα Υόρκη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La Estatua de la Libertad es un monumento imperdible si visitas Nueva York. |
ποινή εγκλεισμούlocución nominal femenina (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) La duración de las penas privativas de libertad depende de la seriedad del delito. |
ελευθερία επιλογήςnombre femenino (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ελευθερία κυκλοφορίας, ελευθερία μετακίνησηςnombre femenino (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) La UE garantiza que todos los habitantes tienen libertad de circulación. |
ελευθερία σκέψηςnombre femenino (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) La libertad de pensamiento había sido abolida por la tiranía. |
επιτροπή αποφυλάκισης
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) La semana que viene Jim se presentará ante la comisión de libertad bajo palabra. |
παράνομη κράτησηlocución nominal femenina Arrestaron a Schmidt por privación ilegítima de la libertad, por no dejar que una mujer abandone su domicilio. |
καλλιτεχνική ελευθερία
|
επιτρέπεται να κάνω κτverbo pronominal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¿Puedo tomarme la libertad de llamarte Marta? Μου επιτρέπεται να σας λέω Μάρτα; Δεν ήσουν εδώ όταν ήρθε ο σερβιτόρος και πήρα την πρωτοβουλία να παραγγείλω εγώ για σένα. |
αφήνω κπ ελεύθερο με περιοριστικούς όρους
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αποφυλακίζωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El prisionero fue puesto en libertad tras pasar cuatro años en la cárcel. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αφού έγιναν δεκτά όλα τα αιτήματά τους οι τρομοκράτες απελευθέρωσαν (or: ελευθέρωσαν) τους ομήρους. |
χωρίς ποινή φυλάκισηςlocución adjetiva (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
φυλακισμένος, κρατούμενοςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Está privado de libertad por haber cometido ese robo el año pasado. |
που έχει τη δυνατότητα να μετακινείται εύκολα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) John no compraba muchas cosas para poder ser una persona con libertad de movimiento. Ο Τζον απέφευγε να αγοράζει πολλά πράγματα ώστε να έχει τη δυνατότητα να μετακινείται εύκολα. |
πεδίο, φάσμα, πλαίσιοlocución nominal femenina (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φυλάκισηlocución nominal femenina (derecho) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El juez lo sentenció a una extensa sentencia de privación de libertad. |
δικαίωμα διέλευσης
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) El derecho de paso sobre la tierra del granjero ha existido por cientos de años. |
αποφυλακίζω κπ υπό όρους
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La junta le concederá la libertad provisional a Jim la semana próxima. Το συμβούλιο θα αποφυλακίσει τον Τζιμ υπό όρους την επόμενη εβδομάδα. |
είμαι υπό επιτήρησηlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποφυλακίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Las autoridades liberaron al prisionero. |
ελευθερία του λόγου, ελευθερία της έκφρασηςlocución nominal femenina (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ελευθερία πίστης
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
των όρων αποφυλάκισης
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Si comete alguna violación de su libertad provisional, Jim tendrá que volver a la cárcel. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του libertad στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του libertad
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.