Τι σημαίνει το jefa στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης jefa στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του jefa στο ισπανικά.

Η λέξη jefa στο ισπανικά σημαίνει αρχι-, αφεντικό, αρχηγός, αρχηγός, ανώτερος, αφεντικό, αφεντικό, μεγάλο αφεντικό, μεγάλο κεφάλι, αφεντικό, αρχηγός, επικεφαλής, επί κεφαλής, αστυνόμος Β', αρχηγέ, αρχηγός, κύριος, κύρης, αρχηγός, αρχηγός, αρχηγός, μπαμπάς, ισχυρός άνδρας, ισχυρός άντρας, ο πιο σημαντικός, ο πιο σπουδαίος, αρχιμαφιόζος, ανώτερος, διευθυντής, διευθύντρια, ο καλύτερος, ο κορυφαίος, υπεύθυνος συνεργείου, επικεφαλής συνεργείου, εργοδότης, εργοδότρια, Διευθύνων Σύμβουλος, αρχιμάγειρας, σεφ, ο έχων το γενικό πρόσταγμα, προϊσταμένη νοσοκομείου, Διευθυντής Ταχυδρομείου, αρχηγός, πολέμαρχος, αφέντης, δεσπότης, αρχηγός ομάδας προσκόπων, υπεύθυνος καταστήματος, υπεύθυνη καταστήματος, αρχικατάσκοπος, σταθμάρχης, σταθμάρχης, αφεντικό της οικογένειας, αρχηγός κράτους, υπεύθυνος διανομής ρόλων, αστυνομικός διευθυντής, αρχηγός της αστυνομίας, Αρχηγός Στρατιωτικού Επιτελείου, πυραγός, αρχηγός της αντιπολίτευσης, υπεύθυνος γραφείου, διευθυντής, διευθυντής προσωπικού, προσωπάρχης, αρχηγός αστυνομικού τμήματος, αρχηγός αστυνομίας, διευθυντής πωλήσεων, διευθυντής, διευθυντής καταστήματος, αρχιστράτηγος, οικονομικός διευθυντής, οικονομική διευθύντρια, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, επικεφαλής γιατρός, Joint Chief of Staff, οικονομικός διευθυντής παραγωγής, αρχηγός της συμμορίας, αρχηγός της σπείρας, προσπάθεια να επιβληθώ, υπεύθυνος διαχείρισης έργων, υπεύθυνη διαχείρισης έργων, εργοταξιάρχης, υπεύθυνος προμηθειών, υπεύθυνη προμηθειών, αρχηγός, άμεσος προϊστάμενος, άμεση προϊσταμένη, υπεύθυνος κομματικής πειθαρχίας, υπεύθυνη κομματικής πειθαρχίας, Γενικός Διευθυντής Επιχειρήσεων, Γενική Διευθύντρια Επιχειρήσεων, αρχισυντάκτης, αρχισυντάκτρια, μετρ, πρώτος μηχανικός, αστυνόμος, αστυνομικός, νομάρχης, αρχηγός ινδιάνικης φυλής, αρχηγός της αστυνομίας, υπεύθυνος πολιτικού γραφείου, Αρχηγός Γενικού Επιτελείου, επικεφαλής μηχανικός, υπεύθυνος κομματικής πειθαρχίας, αρχηγός του κράτους, πρόεδρος της κυβέρνησης, καθεστώς, προσωπάρχης, φλορ μάνατζερ, floor manager. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης jefa

αρχι-

adjetivo (persona a cargo)

En música, el jefe se llama director de orquesta.

αφεντικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Si necesitas un descanso, pídeselo al jefe.
Αν θέλεις να κάνεις διάλειμμα, ρώτα το αφεντικό.

αρχηγός

(política)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El presidente del partido controla el gobierno de la ciudad.

αρχηγός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ανώτερος

nombre masculino

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El jefe de arquitectos tenía un buen equipo trabajando a sus órdenes.
Ο ανώτερος αρχιτέκτονας είχε μια καλή ομάδα υπό τις οδηγίες του.

αφεντικό

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αφεντικό

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μεγάλο αφεντικό

nombre masculino, nombre femenino (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
El jefe estará haciendo una inspección hoy.

μεγάλο κεφάλι

(μεταφορικά)

Joe es el jefe en su trabajo, pero ¡su mujer es la jefa en su casa!

αφεντικό

interjección

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αρχηγός

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Los exploradores se juntaron con un jefe local para aprender sobre la zona.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αρχηγός της φυλής αυτής ήταν μία νέα γυναίκα με επιβλητική παρουσία.

επικεφαλής, επί κεφαλής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El jefe médico es el Dr. Thomas.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο ηγέτης του κόμματος παραιτήθηκε.

αστυνόμος Β'

(αστυνομία)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
El jefe de policía fue citado para declarar ante el tribunal.

αρχηγέ

interjección (προσφώνηση)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Lo haré enseguida, jefa.

αρχηγός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
¿Quién es el jefe de este grupo?
Ποιος είναι ο αρχηγός αυτής της ομάδας;

κύριος, κύρης

(παλαιό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Es el jefe de la casa.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Θα ήθελα να μιλήσω με τον κύριο (or: κύρη) του σπιτιού.

αρχηγός

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Como jefa del proyecto de caridad, Jane organizará todos los eventos

αρχηγός

(σπείρα, συμμορία κλπ)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
La policía atrapó al jefe de la mafia.

αρχηγός

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
El líder del departamento está en una reunión.
Ο προϊστάμενος του τμήματός μας είναι σε μια συνάντηση τώρα.

μπαμπάς

(εγκάρδιος όρος για το "πατέρας")

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El papá de Eleanor se la esta llevando de vacaciones.

ισχυρός άνδρας, ισχυρός άντρας

ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Πριν γίνει ο ισχυρός άντρας της εταιρείας, εργαζόταν εκεί ως απλός υπάλληλος.

ο πιο σημαντικός, ο πιο σπουδαίος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αρχιμαφιόζος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Los hombres llevaron a cabo las órdenes del don.
Οι άντρες εκτελούσαν τις διαταγές του αρχιμαφιόζου.

ανώτερος

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Si quieres un aumento, habla con tu superior.
Άμα θέλεις αύξηση, μίλα στον προϊστάμενό σου.

διευθυντής, διευθύντρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Ese hombre es el presidente de la empresa.

ο καλύτερος, ο κορυφαίος

(figurado)

Steve trabajó mucho para llegar a ser el rey.

υπεύθυνος συνεργείου, επικεφαλής συνεργείου

(εργάτες)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
NEW:El líder del equipo es muy bueno para resolver conflictos.

εργοδότης, εργοδότρια

Janet le pidió a su empleador que le dé un aumento.
Η Τζάνετ ζήτησε από τον εργοδότη της μια αύξηση.

Διευθύνων Σύμβουλος

(siglas; informal)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
Ser CEO de una compañía de tecnología hizo a Tom millonario.

αρχιμάγειρας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σεφ

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Los chefs se enfrascaron en una discusión sobre la manera adecuada de preparar una omelette.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο Μπραντ είναι σεφ σε ένα ακριβό ιταλικό εστιατόριο.

ο έχων το γενικό πρόσταγμα

locución adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El rol de editor en jefe trajo todo un nuevo conjunto de presiones.

προϊσταμένη νοσοκομείου

locución nominal femenina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Διευθυντής Ταχυδρομείου

(MX)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El jefe de correos recibió quejas de que el correo estaba llegando tarde.

αρχηγός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πολέμαρχος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αφέντης, δεσπότης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αρχηγός ομάδας προσκόπων

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

υπεύθυνος καταστήματος, υπεύθυνη καταστήματος

αρχικατάσκοπος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

σταθμάρχης

(σταθμός τραίνου)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σταθμάρχης

(ferrocarriles)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αφεντικό της οικογένειας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Olvídate de papá, ¡mamá es la verdadera cabeza de familia!
Ξέχνα τον μπαμπά, η μαμά μου είναι αναμφισβήτητα το αφεντικό!

αρχηγός κράτους

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
En un reino, el jefe de Estado es el rey y no un presidente.

υπεύθυνος διανομής ρόλων

(MX)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Después de la audición, Pedro llamaba al jefe de casting todos los días para ver si había obtenido el papel.
Μετά την ακρόαση ο Φιλ τηλεφωνούσε στον υπεύθυνο κάστινγκ κάθε μέρα για να δει αν είχε πάρει τον ρόλο.

αστυνομικός διευθυντής

locución nominal con flexión de género

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
El reportero le preguntó a la jefa de policía cuáles eran sus opiniones en el caso.

αρχηγός της αστυνομίας

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
Los reporteros le preguntaron al comisario sobre su opinión en el caso.

Αρχηγός Στρατιωτικού Επιτελείου

locución nominal con flexión de género (militar)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πυραγός

locución nominal con flexión de género

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
El jefe de bomberos dirige a su equipo durante un incendio.

αρχηγός της αντιπολίτευσης

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Antes de ser presidente fue jefe de la oposición, y ya era tan impresentable como ahora.

υπεύθυνος γραφείου, διευθυντής

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La jefa de personal aclaró que ella no era una secretaria, ni siquiera una secretaria ejecutiva.

διευθυντής προσωπικού, προσωπάρχης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αρχηγός αστυνομικού τμήματος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αρχηγός αστυνομίας

locución nominal común en cuanto al género

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Muchos de los agentes del policía responden al jefe de policía.

διευθυντής πωλήσεων

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El jefe de ventas dejó que los empleados se fueran a casa temprano.

διευθυντής

locución nominal masculina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El jefe de estudios está a cargo de todos los otros profesores.

διευθυντής καταστήματος

(CL)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αρχιστράτηγος

locución nominal masculina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

οικονομικός διευθυντής, οικονομική διευθύντρια

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

locución nominal común en cuanto al género

επικεφαλής γιατρός

El señor Smith era el jefe del departamento de cirugía.

Joint Chief of Staff

(αξίωμα στρατού ΗΠΑ)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

οικονομικός διευθυντής παραγωγής

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αρχηγός της συμμορίας, αρχηγός της σπείρας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προσπάθεια να επιβληθώ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tiene muchos alardes de jefe desde que lo ascendieron en el trabajo..

υπεύθυνος διαχείρισης έργων, υπεύθυνη διαχείρισης έργων

La jefa de proyecto está a cargo de la dirección del proyecto.

εργοταξιάρχης

locución nominal con flexión de género (υπεύθυνος εργοταξίου)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
El jefe de obra tiene que asegurarse de que se cumple con la prevención de riesgos laborales.

υπεύθυνος προμηθειών, υπεύθυνη προμηθειών

nombre masculino

αρχηγός

locución nominal masculina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

άμεσος προϊστάμενος, άμεση προϊσταμένη

Chris será tu gerente de línea en este proyecto.
Ο Κρις θα είναι ο άμεσος προϊστάμενός σου σ' αυτό το έργο.

υπεύθυνος κομματικής πειθαρχίας, υπεύθυνη κομματικής πειθαρχίας

locución nominal masculina (política, voz inglesa)

Γενικός Διευθυντής Επιχειρήσεων, Γενική Διευθύντρια Επιχειρήσεων

locución nominal con flexión de género

αρχισυντάκτης, αρχισυντάκτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

μετρ

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Anthony es el jefe de camareros en un restaurante.

πρώτος μηχανικός

(buque) (πλοία)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αστυνόμος, αστυνομικός

locución nominal masculina

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
El jefe de policía lo esposó antes de sacarlo fuera del edificio.
Οι αστυνόμοι του πέρασαν χειροπέδες πριν να τον οδηγήσουν έξω από το κτίριο.

νομάρχης

(especialmente en Francia)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

αρχηγός ινδιάνικης φυλής

(πολιτικός ηγέτης ιθαγενών Β. Αμερικής)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αρχηγός της αστυνομίας

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

υπεύθυνος πολιτικού γραφείου

locución nominal con flexión de género

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
El Jefe de Gabinete del Presidente de los Estados Unidos es un cargo muy poderoso, a veces tildado como "El Segundo Hombre más Poderoso de Washington".

Αρχηγός Γενικού Επιτελείου

locución nominal común en cuanto al género

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

επικεφαλής μηχανικός

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

υπεύθυνος κομματικής πειθαρχίας

(política)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El jefe del grupo parlamentario aseguró que los miembros estarían presentes para la votación.
Ο υπεύθυνος κομματικής πειθαρχίας εξασφάλισε ότι τα μέλη θα ήταν παρόντα για την ψηφοφορία.

αρχηγός του κράτους

locución nominal con flexión de género

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

πρόεδρος της κυβέρνησης

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
Al primer ministro en UK se le llama premier.

καθεστώς

locución nominal masculina (autoridad)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Él pasó toda su vida trabajando para el jefe.
Πέρασε όλη του τη ζωή δουλεύοντας για το καθεστώς.

προσωπάρχης

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

φλορ μάνατζερ, floor manager

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του jefa στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.