Τι σημαίνει το importance στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης importance στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του importance στο Γαλλικά.

Η λέξη importance στο Γαλλικά σημαίνει σημασία, σημασία, κρισιμότητα, σημασία, έμφαση, σημασία, σπουδαιότητα, σημασία, σπουδαιότητα, σημασία, σημασία, σπουδαιότητα, βαρύτητα, σημασία, σημαντικότητα, εκτόπισμα, βαρύτητα, σημασία, είμαι ανάξιος λόγου, σημαντικός,αξιόλογος, έμφαση, υποτιμώ, μεγαλοποιώ, βασικός, κύριος, ύψιστος, πρώτος, μεγαλύτερος, που δεν έχει σοβαρές συνέπειες, που δεν είναι πολύ σημαντικός, μικρής σημασίας, υψίστης σημασίας, ασήμαντος, επουσιώδης, αδιάφορος, ασήμαντος, επουσιώδης, αδιάφορος, δεν είναι σημαντικό, δεν έχει σημασία, και τι έγινε;, ποιος νοιάζεται;, υπερβολική έμφαση, μικρολεπτομέρεια, δευτερεύον, ελλάσσον ζήτημα, σημαντικά θέματα, σημαντικά ζητήματα, υποβαθμίζω τη σημασία, υποβαθμίζω τη σπουδαιότητα, δεν σκέφτομαι, δίνω βαρύτητα, έχω μεγάλη σημασία, υπερτονίζω, είμαι άσχετος με, δεν επηρεάζω, αυξάνω την επιρροή μου, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, υψίστης σημασίας, σύμπτωση, τονίζω κτ σε κπ, επισημαίνω κτ σε κπ, καθοριστικά, εκτιμάω, εκτιμώ, ελαφρύς, έμφαση, δεν δίνω αρκετή έμφαση σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης importance

σημασία

nom féminin (σπουδαιότητα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cette annonce est de la plus grande importance pour ceux qui veulent la paix.
Αυτή η ανακοίνωση έχει μεγάλη σημασία για τους ειρηνόφιλους.

σημασία

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il ne faut pas sous-estimer l'importance d'une tenue élégante pour un entretien d'embauche.
Δεν πρέπει να υποτιμάς τη σημασία του να ντυθείς κομψά για αυτήν τη συνέντευξη.

κρισιμότητα, σημασία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έμφαση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'importance mise sur un bon service client a aidé l'entreprise à s'étendre.
Η έμφαση που δόθηκε στην καλή εξυπηρέτηση πελατών βοήθησε την εταιρία να αναπτυχθεί.

σημασία

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le scientifique est de grande importance pour le succès de cette mission.
Ο επιστήμονας είναι μεγάλης σημασίας για την επιτυχία της αποστολής μας.

σπουδαιότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Son importance auprès de ses collègues est largement reconnue.

σημασία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ce message est d'une grande importance.

σπουδαιότητα

nom féminin (statut)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'homme d'affaires se donnait de l'importance quand il y avait du monde.
Ο επιχειρηματίας φορούσε ένα προσωπείο σπουδαιότητάς όταν ήταν με κόσμο.

σημασία

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ce qui se passe en Afrique n'a pas beaucoup d'importance pour les Indiens que ces événements n'affectent pas.

σημασία, σπουδαιότητα

nom féminin (de grande, haute)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ce nouveau bâtiment est d'une grande importance, et changera l'opinion des gens sur l'architecture.
Το νέο κτήριο είναι μια μεγάλης σπουδαιότητας και θα αλλάξει την αντίληψη του κόσμου σχετικά με το σχεδιασμό.

βαρύτητα

nom féminin (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Je n'accorde aucune importance à l'âge des candidats. Le meilleur aura le boulot.

σημασία, σημαντικότητα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'importance de l'envoi de SMS pendant la conduite est actuellement un problème majeur.

εκτόπισμα

(figuré) (μτφ: θέση, σπουδαιότητα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βαρύτητα

(figuré) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σημασία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

είμαι ανάξιος λόγου

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Le léger désagrément de devoir attendre est insignifiant (or: sans importance). // La faible quantité de sodium dans le pamplemousse est insignifiante.

σημαντικός,αξιόλογος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έμφαση

(figuré) (αυξημένη προσοχή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le patron appréciait le fait qu'il mette l'accent sur une bonne communication.
Το αφεντικό του χάρηκε για την έμφαση που έδινε στην ομαλή επικοινωνία.

υποτιμώ

(ίσως κατά λάθος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le livre minimise l'importance des classes sociales dans la vie quotidienne britannique.

μεγαλοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βασικός, κύριος

(essentiel)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La règle capitale est que tu ne dois jamais être en retard.

ύψιστος, πρώτος, μεγαλύτερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La sécurité des enfants est notre souci premier.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η ασφάλεια των παιδιών είναι η σημαντικότερη ανησυχία μας. Αυτό το θέμα είναι υψίστης σημασίας.

που δεν έχει σοβαρές συνέπειες, που δεν είναι πολύ σημαντικός

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Certains messages d'erreur demandent une intervention immédiate, mais d'autres sont sans importance.

μικρής σημασίας

locution adjectivale

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Bien que son rôle soit sans grande importance, il se sent utile.

υψίστης σημασίας

locution adjectivale

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Excusez-moi de vous déranger, mais j'ai un message de la plus haute importance à vous communiquer.

ασήμαντος, επουσιώδης, αδιάφορος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ασήμαντος, επουσιώδης, αδιάφορος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'est sans importance.

δεν είναι σημαντικό, δεν έχει σημασία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

και τι έγινε;, ποιος νοιάζεται;

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tu as fait quelques petites fautes ? Et alors ?

υπερβολική έμφαση

μικρολεπτομέρεια

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ne perdons pas de temps avec ces détails sans importance. Ne t'en fais pas pour ça, c'est juste un détail sans importance (or: insignifiant).

δευτερεύον, ελλάσσον ζήτημα

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σημαντικά θέματα, σημαντικά ζητήματα

nom féminin pluriel

υποβαθμίζω τη σημασία, υποβαθμίζω τη σπουδαιότητα

(με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nous essayons de minimiser l'importance des tests standardisés dans notre école.

δεν σκέφτομαι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La plupart des gens n'accordent aucunr importance aux problèmes auxquels font face les sans-abri.

δίνω βαρύτητα

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Je refuse d'accorder de l'importance à son témoin mensonger.

έχω μεγάλη σημασία

locution verbale

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Je sais que ça t'est égal mais cela est de la plus haute importance pour ceux qui comptent sur toi.

υπερτονίζω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

είμαι άσχετος με, δεν επηρεάζω

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
C'est sans importance pour moi.

αυξάνω την επιρροή μου

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Les grandes compagnies ont gagné en importance au fil des décennies.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

Les robes de la chorale sont accessoires ; nous sommes venus pour l'entendre chanter.

υψίστης σημασίας

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Fournir de l'eau potable et propre à la zone sinistrée est primordial (or: capital).

σύμπτωση

nom masculin (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Rencontrer mon ancien collège fut juste un détail sans importance de la conférence.

τονίζω κτ σε κπ, επισημαίνω κτ σε κπ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je dois bien vous faire comprendre le besoin de la discrétion totale. Ken a essayé de bien faire comprendre l'importance du travail acharné à ses enfants.
Πρέπει να σου επισημάνω την ανάγκη για άκρα μυστικότητα. Ο Κεν προσπάθησε να τονίσει τη σημασία της σκληρής εργασίας στα παιδιά του.

καθοριστικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εκτιμάω, εκτιμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Notre entreprise accorde de l'importance à ses collaborateurs.
Η εταιρία μας λογαριάζει (or: υπολογίζει) τους ανθρώπους της.

ελαφρύς

locution adjectivale (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sam m'a assuré qu'il s'agissait d'un sujet sans importance et qu'il n'y avait pas lieu de s'inquiéter.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είναι αρκετά ελαφρύς, δεν μπορείς να συζητήσεις σοβαρά θέματα μαζί του.

έμφαση

locution verbale

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le patron d'Ann attache de l'importance à la justesse.

δεν δίνω αρκετή έμφαση σε κτ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του importance στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του importance

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.