Τι σημαίνει το hombre στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης hombre στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hombre στο ισπανικά.

Η λέξη hombre στο ισπανικά σημαίνει άντρας, άνδρας, άντρας, άνδρας, άνθρωπος, άνθρωπος, άντρας, άνδρας, άντρας, άνδρας, φίλε, Έλα τώρα!, άντρας, μικρέ, άντρας, αρχηγός, τύπος, άντρας, άνδρας, ανθρωπότητα, άντρας, άνδρας, επιχειρηματίας, άνθρωπος των σπηλαίων, βατραχάνθρωπος, τρίτωνας, εγγυητής, εγγυήτρια, διασώστης, Σκανδιναβός, σκληραγωγημένος, παιδί του λαού, επαρχιώτης, χωρικός, ασυνόδευτος άνδρας, τεχνητός, από ανθρώπινο χέρι, Κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε., άνθρωπος στη θάλασσα, Ωχ!, Αμάν!, χιονάνθρωπος, πολιτική προσωπικότητα, αυτός που πυροβόλησε, κοσμικός, λυκάνθρωπος, γόης, μετεωρολόγος, αντρικά ρούχα, μπαμπούλας, ελεύθερος πολίτης, επιστάτης, καλοπερασάκιας, αλάνης, λυκάνθρωπος, κοινός θνητός, κοινή θνητή, νεκρός, πεθαμένος, καλό παιδί, ενήλικας, λιγομίλητος, λακωνικός, κπ που κρατάει το λόγο του, ο άντρας του σπιτιού, αληθινός άντρας, σωστός άντρας, Χιονάνθρωπος των Ιμαλαΐων, αποτρόπαιος χιονάνθρωπος των Ιμαλαΐων, μπουκαδόρος, ελεύθερος άνθρωπος, μπισκότο σε σχήμα ανθρώπου, καλός άνθρωπος, μεγάλος άνδρας, πνευματικός, ιερωμένος, συντηρητής, επικεφαλής, ο μέσος άνθρωπος, άνθρωπος των πράξεων, ιδιοφυΐα, μεγαλοφυΐα, ιερωμένος, κληρικός, σοφός άνθρωπος, παντρεμένος, ώριμος άνδρας, ώριμος άντρας, ανδρικά ενδύματα, ο σύγχρονος άνθρωπος, Κρο-Μανιόν, άνθρωπος του Νεάντερταλ, Άνθρωπος του Πεκίνου, προϊστορικός άνθρωπος, δύτης, ελεύθερος άντρας, εργένης, δυνατός άντρας, πολυτάλαντος, οικογενειάρχης, ανθρώπινη δραστηριότητα, έντιμος άνθρωπος, αρρενωπός άντρας, νεολαία, στρατιώτης, πιθηκάνθρωπος, καταδικασμένος σε αποτυχία, ο καθένας, Κουταλιανός, τρανς, ο σοφός, αγόρι, ανθρωποώρα, εργατοώρα, ορχήστρα ενός ατόμου, πλούσιος, λευκός, ανθρώπινα δικαιώματα, αντρικό παντελόνι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης hombre

άντρας, άνδρας

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
¿Se llama Chris? ¿Es hombre o mujer?
Ονομάζεται Κρις; Άντρας είναι ή γυναίκα;

άντρας, άνδρας

(αρσενικός ενήλικας)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Aquel hombre de allí es el que me ha robado la cartera.
Αυτός εκεί ο άντρας (or: τύπος) είναι που μου έκλεψε το πορτοφόλι.

άνθρωπος

(general)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
¿Está el hombre destinado a repetir los errores del pasado?
Είναι ο άνθρωπος καταδικασμένος να επαναλαμβάνει τα λάθη του παρελθόντος;

άνθρωπος

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Algunos aún niegan que el hombre esté relacionado con el simio.
Ορισμένοι ακόμα αρνούνται ότι ο πίθηκος και ο άνθρωπος συγγενεύουν.

άντρας, άνδρας

nombre masculino (ανεπίσημο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
¡Mira qué músculos! ¡Todo un hombre!
Κοίτα τους μύες του! Είναι πολύ άντρας (or: αρσενικό)!

άντρας, άνδρας

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Tengo tres hombres trabajando en el proyecto.
Έχω τρεις άντρες που δουλεύουν στο έργο.

φίλε

(ES, coloquial)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Eh, tío! ¡Mira lo que me he encontrado!
Όχι ρε φίλε! Κοίτα τι βρήκα.

Έλα τώρα!

interjección

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Hombre, ¿no te parece un poco injusto?

άντρας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μικρέ

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

άντρας

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αρχηγός

(coloquial)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τύπος

(individuo)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Es sólo un hombre que conocí en el autobús.
Είναι απλώς ένας τύπος που γνώρισα στο λεωφορείο.

άντρας, άνδρας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La policía recibió una denuncia de dos varones peleando.
Η αστυνομία έλαβε μια αναφορά για καυγά δύο ανδρών.

ανθρωπότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La humanidad es la peor amenaza a la naturaleza.
Το ανθρώπινο είδος είναι η μεγαλύτερη απειλή για την άγρια φύση.

άντρας, άνδρας

(animales)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
¿Es macho o hembra?
Είναι αγόρι ή κορίτσι;

επιχειρηματίας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Los empresarios locales fueron invitados a inspeccionar las nuevas oficinas.
Επιχειρηματίες της περιοχής προσκλήθηκαν να επιθεωρήσουν τα νέα γραφεία.

άνθρωπος των σπηλαίων

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
A diferencia de muchas representaciones en la cultura popular, los cavernícolas no vivieron al mismo tiempo que los dinosaurios.

βατραχάνθρωπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Un buzo saltó a la superficie del lago.

τρίτωνας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εγγυητής, εγγυήτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

διασώστης

(ασθενοφόρου)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El paramédico me tomó el pulso.

Σκανδιναβός

σκληραγωγημένος

(figurado)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

παιδί του λαού

(μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

επαρχιώτης, χωρικός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Carlos es un campesino que no entiende los ritmos de la gran ciudad.

ασυνόδευτος άνδρας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τεχνητός

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El nailon es un ejemplo de una fibra hecha por el hombre usada en la industria textil.

από ανθρώπινο χέρι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε.

expresión (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Para evitar pisar a mi gata le he puesto un cascabel; hombre prevenido vale por dos.

άνθρωπος στη θάλασσα

locución nominal masculina (έκκληση βοήθειας)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El marinero gritó "¡Hombre al agua!" y le arrojó un salvavidas.

Ωχ!, Αμάν!

locución interjectiva

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Vaya hombre, me dejé el bolígrafo en casa. ¿Puedes prestarme el tuyo?

χιονάνθρωπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El muñeco de nieve que hicimos ayer se está empezando a derretir.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο χιονάνθρωπος που φτιάξαμε χτες αρχίζει να λειώνει.

πολιτική προσωπικότητα

Se envió a tres hombres del estado a negociar una tregua.
Τρεις σημαντικές πολιτικές προσωπικότητες ανέλαβαν τη διαπραγμάτευση της εκεχειρίας.

αυτός που πυροβόλησε

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Una persona armada huyo de la escena a pie.

κοσμικός

(μέλος της κοσμικής κοινωνίας)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El joven miembro de la alta sociedad fue arrestado por conducir borracho.

λυκάνθρωπος

locución nominal masculina

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
La película es sobre un adolescente que se convierte en hombre lobo cuando hay luna llena.
Η ταινία μιλά για έναν έφηβο που γίνεται λυκάνθρωπος όταν έχει πανσέληνο.

γόης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μετεωρολόγος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αντρικά ρούχα

locución nominal femenina

El departamento de ropa para hombres está en el segundo piso.
Το τμήμα με τα αντρικά ρούχα βρίσκεται στον δεύτερο όροφο του καταστήματος.

μπαμπούλας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ελεύθερος πολίτης

Estará en libertad condicional de por vida, así que no es realmente un hombre libre.

επιστάτης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καλοπερασάκιας, αλάνης

(ανεπ)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

λυκάνθρωπος

locución nominal masculina (mitología)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κοινός θνητός, κοινή θνητή

(μεταφορικά)

Todos los partidos políticos tratan de atraer al ciudadano común.

νεκρός, πεθαμένος

(figurado) (άτομο που πιθανότατα θα πεθάνει)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¡Tócame otra vez y eres hombre muerto!

καλό παιδί

(ES: coloquial)

Me alegra que esté saliendo con Rob: es un buen tío.

ενήλικας

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La historia era tan triste que hasta un hombre adulto hubiera llorado al oírla.

λιγομίλητος, λακωνικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es un hombre de pocas palabras, pero cuando dice algo, vale la pena escucharle.

κπ που κρατάει το λόγο του

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Puedes fiarte de él, es un hombre de palabra.

ο άντρας του σπιτιού

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Jim se convirtió en el hombre de la casa después de la muerte de su padre.

αληθινός άντρας, σωστός άντρας

nombre masculino (coloquial) (μεταφορικά)

Bueno, definitivamente se comporta como un hombre de pelo en pecho. Los hombres de pelo en pecho no tienen miedo de expresar sus sentimientos en público.

Χιονάνθρωπος των Ιμαλαΐων, αποτρόπαιος χιονάνθρωπος των Ιμαλαΐων

nombre propio masculino (κρυπτοζωολογία)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
El Abominable Hombre de las Nieves y Pie Grande son dos de las muchas criaturas míticas que la gente dice haber visto.
Το Θιβετιανό γέτι και ο Μεγαλοπόδαρος είναι δύο από τα πολλά μυθικά θηρία τα οποία ορισμένοι ισχυρίζονται ότι έχουν δει.

μπουκαδόρος

locución nominal masculina (AR, figurado, coloquial) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El hombre araña trepó por el desagüe y entró a la casa por una ventana abierta en el segundo piso.
Ο μπουκαδόρος μπήκε στο σπίτι σκαρφαλώνοντας την υδρορροή και περνώντας μέσα από ένα ανοικτό παράθυρο του δευτέρου ορόφου.

ελεύθερος άνθρωπος

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Estará bajo libertad condicional por el resto de su vida, así que en realidad no es un hombre libre.

μπισκότο σε σχήμα ανθρώπου

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hay un cuento de hadas sobre un muñequito de jengibre que se escapa de la panadería.

καλός άνθρωπος

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μεγάλος άνδρας

nombre masculino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πνευματικός, ιερωμένος

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Los hombres del Clan, encabezados por el hombre santo, bailaron la danza de la lluvia.

συντηρητής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Llama ya mismo al hombre del mantenimiento; ¡el radiador está derramando agua por todo el piso!

επικεφαλής

locución nominal masculina

(επίρρημα σε θέση ουσιαστικού: Επίρρημα που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. θα έρθω με τον έτσι μου κλπ.)
El hombre al timón trabaja 12 horas por día para mantener la compañía a flote.

ο μέσος άνθρωπος

locución nominal masculina

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¿Podrías explicar tu teoría para que un hombre común pueda entenderla?

άνθρωπος των πράξεων

nombre masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Era un hombre de acción más que un hombre de palabras.

ιδιοφυΐα, μεγαλοφυΐα

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Fue un hombre genial en toda la extensión del término.

ιερωμένος, κληρικός

locución nominal masculina (figurado)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σοφός άνθρωπος

Hay pocos hombres sabios en nuestra sociedad de hoy en día.

παντρεμένος

nombre masculino

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
¡Señorita, por favor, soy hombre casado!

ώριμος άνδρας, ώριμος άντρας

(μεταφορικά)

La andropausia es un desafío para el bienestar de los hombres de mediana edad.

ανδρικά ενδύματα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Este negocio se especializa en ropa y zapatos de hombre.

ο σύγχρονος άνθρωπος

nombre masculino (Antrop.)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
En el esquema se pueden observar las diferencias entre la conformación ósea de la cabeza del Pithecanthropus y la del hombre moderno.

Κρο-Μανιόν

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El hombre de Cromañón creó las famosas pinturas rupestres en las cuevas de Lascaux, en Francia.

άνθρωπος του Νεάντερταλ

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Algunos arqueólogos consideran que el neandertal es el ancestro del hombre moderno.

Άνθρωπος του Πεκίνου

locución nominal masculina (ανθρωπολογία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El homo erectus pekinensis es conocido como el "hombre de Pekín."

προϊστορικός άνθρωπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Hubo muchas etapas en el desarrollo del hombre prehistórico.

δύτης

locución nominal con flexión de género (coloquial)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ελεύθερος άντρας, εργένης

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Hay algún hombre soltero aquí esta noche?

δυνατός άντρας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πολυτάλαντος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es un hombre de recursos, sabrá arreglárselas de una manera u otra.

οικογενειάρχης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ανθρώπινη δραστηριότητα

Decía que el calentamiento global es causado por la acción del hombre.

έντιμος άνθρωπος

Sé que eres hombre de honor, no apuñalarías a tu enemigo por la espalda.

αρρενωπός άντρας

νεολαία

(ως σύνολο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στρατιώτης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πιθηκάνθρωπος

locución nominal masculina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καταδικασμένος σε αποτυχία

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ο καθένας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Κουταλιανός

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τρανς

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ο σοφός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Edward le pidió consejo al hombre sabio.

αγόρι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ανθρωποώρα, εργατοώρα

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ορχήστρα ενός ατόμου

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πλούσιος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

λευκός

ανθρώπινα δικαιώματα

nombre masculino plural

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

αντρικό παντελόνι

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hombre στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.