Τι σημαίνει το go for στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης go for στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του go for στο Αγγλικά.

Η λέξη go for στο Αγγλικά σημαίνει επιλέγω, διαλέγω, πηγαίνω, πάω, κάνω, πηγαίνω για κτ, πάω για κτ, πηγαίνω να φέρω, επιτίθεμαι, ορμάω, φεύγω, δίνομαι, πάω για κτ, πηγαίνω για κτ, απολαμβάνω, διασκεδάζω, ευχαριστιέμαι, πάω μια βόλτα με το αυτοκίνητο, πάω βόλτα με το αυτοκίνητο, πάω μια βόλτα με κτ, πάω να κατουρήσω, κάνω έναν περίπατο, πάω έναν περίπατο, πάω περίπατο, κάνω φτερά, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, παίρνω μεγάλο ρίσκο, κάντο!, επιτίθεμαι σε κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης go for

επιλέγω, διαλέγω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (choose)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She went for the blue car instead of the red one.
Διάλεξε το μπλε αντί για το κόκκινο αυτοκίνητο.

πηγαίνω, πάω, κάνω

(journey, ride: take)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's go for a ride in my new car.
Ας πάμε (or: κάνουμε) μια βόλτα με το καινούριο μου αυτοκίνητο.

πηγαίνω για κτ, πάω για κτ

(swim, walk, run: do)

I would go for a run, but it's starting to rain.

πηγαίνω να φέρω

(fetch)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Why don't you and Phil go for some beer?
Γιατί δεν πάτε να φέρετε λίγη μπύρα με τον Φιλ;

επιτίθεμαι, ορμάω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (attack)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Suddenly the dog went for him, snarling fiercely.
Ξαφνικά, του όρμησε ο σκύλος γρυλίζοντας άγρια.

φεύγω, δίνομαι

(informal (be sold for: a given price) (καθομ: προς, για, σε)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The Picasso painting went for $100 million.
Ο πίνακας του Πικάσο πουλήθηκε για 100 εκατομμύρια δολάρια.

πάω για κτ, πηγαίνω για κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (slang (try to achieve) (καθομιλουμένη)

That athlete is going for the gold medal.
Αυτός ο αθλητής πηγαίνει για το χρυσό μετάλλιο.

απολαμβάνω, διασκεδάζω, ευχαριστιέμαι

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (tend to enjoy)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you go in for thrillers, you'll love this book.

πάω μια βόλτα με το αυτοκίνητο, πάω βόλτα με το αυτοκίνητο

verbal expression (take: car trip)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Let's go for a drive to the beach with our children.

πάω μια βόλτα με κτ

verbal expression (take: car, bike trip) (με αυτοκίνητο ή μηχανή)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm bored; let's go for a ride by the coast.

πάω να κατουρήσω

verbal expression (UK, slang, vulgar (urinate)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I had drunk so much that night, I just needed to go for a slash, and let it all out.

κάνω έναν περίπατο, πάω έναν περίπατο

verbal expression (take a stroll)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Imogen went for a walk to get some fresh air.
Η Ίμοτζεν πήγε μια βόλτα για να πάρει λίγο φρέσκο αέρα.

πάω περίπατο, κάνω φτερά

verbal expression (figurative, informal (go missing) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My wallet seems to have gone for a walk; have you seen it?
Το πορτοφόλι μου φαίνεται πως εξαφανίστηκε · το είδατε;

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

verbal expression (informal, figurative (short car ride)

παίρνω μεγάλο ρίσκο

verbal expression (informal (take a big risk to attain [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάντο!

interjection (informal (encouragement)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
You want to buy a new car? I say go for it!

επιτίθεμαι σε κπ

verbal expression (figurative, informal (attack [sb])

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του go for στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του go for

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.