Τι σημαίνει το girar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης girar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του girar στο πορτογαλικά.
Η λέξη girar στο πορτογαλικά σημαίνει περιστρέφομαι, περιστρέφομαι, περιστρέφω, περιστρέφομαι, περιστρέφομαι, περιστρέφομαι, περιστρέφομαι, στροβιλίζομαι, στριφογυρίζω, γυρίζω, στρίβω, περιστρέφω, τυλίγω, παίζω, γυρίζω, περιστρέφομαι, περιστρέφομαι γύρω από κπ/κτ, γυρίζω, στρέφω, αναποδογυρίζω, στρίβω, περιστρέφομαι γύρω από κπ/κτ, στρίβω, βιδώνω, στρίβω, γυρίζω, περιστρέφομαι, γυρίζω, περιστρέφομαι, περιστρέφομαι, στρέφω, περιστρέφω, γυρίζω σε οριζόντια θέση, περιστρέφομαι, στροβιλίζομαι, στριφογυρίζω, ταλαντεύομαι, περιστρέφω, στροβιλίζω, στριφογυρίζω, περιστρέφω, ταλαντεύω, γυρίζω, στρέφομαι, αναποδογυρίζω, περιστρέφομαι, περιστρέφομαι γύρω από κτ, γυρίζω, γυρίζω, στροβιλίζομαι, πηγαινοέρχομαι, περνώ φευγαλέα, περιστρέφομαι, γυρίζω, γυρίζω, γυρίζω, στρίβω, κάνω κούνια, παίρνω, στριφογυρίζω, περιστρέφομαι γύρω από κτ, κάνω το κεφάλι κπ να γυρίζει, κάνω αναστροφή, περιστρέφομαι γύρω από κτ, στρέφομαι γύρω από κτ, βρίσκω στεφάνη, βρίσκω στεφάνι, κάνω pan, στρέφω, περιστρέφω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης girar
περιστρέφομαι(rodar) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
περιστρέφομαι(BRA) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Στο ηλιακό σύστημα, οι πλανήτες περιστρέφονται γύρω από τον ήλιο. |
περιστρέφωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
περιστρέφομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A roda mestra gira quando a energia é ligada. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Οι τροχοί του αυτοκινήτου στριφογύριζαν σαν δαιμονισμένοι. |
περιστρέφομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
περιστρέφομαι(mover-se em círculos) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
περιστρέφομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
στροβιλίζομαι, στριφογυρίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
γυρίζω, στρίβω, περιστρέφω(manivela) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Você liga essa lanterna ao girar a manivela. |
τυλίγω(cabelo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Helena pegou uma mecha do cabelo e girou-a em volta do dedo. Η Ελένη πήρε μια μπούκλα από τα μαλλιά της και τα τη στριφογύριζε γύρω από το δάχτυλό της. |
παίζωverbo transitivo (com os polegares) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
γυρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) É incrível como o mundo continua girando. |
περιστρέφομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
περιστρέφομαι γύρω από κπ/κτ(formal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A Terra gira em torno do Sol. Η γη περιφέρεται γύρω από τον ήλιο. |
γυρίζω, στρέφω, αναποδογυρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στρίβω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
περιστρέφομαι γύρω από κπ/κτ(figurado) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Edwin acha que o mundo gira à sua volta. Ο Έντγουιν θεωρεί ότι ο κόσμος περιστρέφεται γύρω από αυτόν. |
στρίβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dan girou a tampa do pote para destampá-lo. Ο Νταν έστριψε το καπάκι του βάζου για να το ανοίξει. |
βιδώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A tampinha da garrafa atarraxa e desatarraxa. Το καπάκι του μπουκαλιού βιδώνει και ξεβιδώνει. |
στρίβω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A estrada girava pelas montanhas. Ο δρόμος ελισσόταν μέσα στα βουνά. |
γυρίζωverbo transitivo (vertigem) (μεταφορικά: το κεφάλι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A cabeça de Helena estava girando enquanto ela tentava absorver todas as informações. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Αυτό το τρενάκι με κάνει να ζαλίζομαι. |
περιστρέφομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O set do palco gira para revelar uma segunda cena. |
γυρίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O parafuso não quer girar dentro do buraco. |
περιστρέφομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A Terra gira em torno de seu eixo. |
περιστρέφομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O cata-vento gira ao vento. |
στρέφω, περιστρέφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
γυρίζω σε οριζόντια θέσηverbo transitivo (remo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) O remador girou o remo quando estava acima d'água para reduzir a resistência. |
περιστρέφομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) As rodas da bicicleta giravam cada vez mais rápido enquanto Dan acelerava morro abaixo. Οι ρόδες του ποδηλάτου γυρνούσαν ολοένα και πιο γρήγορα καθώς ο Νταν κατέβαινε με ταχύτητα τον λόφο. |
στροβιλίζομαι, στριφογυρίζω(ανάλογα το είδος της κίνησης) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ταλαντεύομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
περιστρέφωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gire a roda o mais rápido que puder. Γύρνα τον τροχό όσο πιο γρήγορα μπορείς. |
στροβιλίζω, στριφογυρίζωverbo transitivo (ανάλογα το είδος της κίνησης) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
περιστρέφω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Gire (or: rode) os parafusos até ficarem apertados. Περίστρεψε τα παξιμάδια μέχρι να σφίξουν εντελώς. |
ταλαντεύωverbo transitivo |
γυρίζω, στρέφομαι, αναποδογυρίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se você não consegue dormir, vire para o outro lado e tente de novo. Εάν δεν μπορείς να κοιμηθείς γύρισε στο άλλο σου πλευρό και δοκίμασε ξανά. |
περιστρέφομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
περιστρέφομαι γύρω από κτ(περιστροφή) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γυρίζω(figurado) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mark rodopiou várias vezes até a cabeça rodar. Ο Μαρκ έκανε σβούρες γύρω γύρω μέχρι που το κεφάλι του γύριζε. |
γυρίζωverbo transitivo (girar) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A cabeça do homem virou. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Αν γυρίσεις από την άλλη θα δεις το μαγαζί που σου έλεγα. |
στροβιλίζομαι(fluir em círculos) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A saia da dançarina rodopiava enquanto ela se movia. Η φούστα της χορεύτριας ανέμιζε ενώ αυτή κουνιόταν. |
πηγαινοέρχομαι, περνώ φευγαλέα(movimentar rapidamente) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
περιστρέφομαι, γυρίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O bebê assistiu a rosca dar voltas e riu. Cada um dos cavalos belamente pintados se tornavam visíveis a medida em que o carrossel dava voltas. Το μωρό έβλεπε την κορυφή να γυρνάει και γελούσε. |
γυρίζωverbo transitivo (revolver) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Os discos de vinil rodam numa plataforma giratória. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Καθώς ο δίσκος άρχισε να γυρίζει στο πικάπ, μουσική γέμισε το δωμάτιο. |
γυρίζω, στρίβωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Você precisa aparafusar isso para o outro lado, do contrário não vai funcionar. Πρέπει να το στρίψεις (or: γυρίσεις) προς την άλλη πλευρά, αλλιώς δεν θα πιάσει. |
κάνω κούνια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παίρνωverbo transitivo (fazer uma curva) (μτφ: τη στροφή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O carro esportivo contornou a esquina rapidamente. Το αγωνιστικό αυτοκίνητο πήρε πολύ γρήγορα τη στροφή. |
στριφογυρίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
περιστρέφομαι γύρω από κτlocução verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A Terra gira ao redor do seu eixo. Η γη γυρίζει γύρω από τον άξονά της. |
κάνω το κεφάλι κπ να γυρίζειlocução verbal (figurativo - causar vertigem, tontura) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω αναστροφήexpressão verbal |
περιστρέφομαι γύρω από κτ, στρέφομαι γύρω από κτ(ser centrado em) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Os resultados desse projeto giram em torno de algumas tarefas essenciais. |
βρίσκω στεφάνη, βρίσκω στεφάνιexpressão verbal (basquete) (μπάσκετ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A bola girou no aro da cesta. Η μπάλα βρήκε το στεφάνι της μπασκέτας. |
κάνω panexpressão verbal (câmera) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στρέφω, περιστρέφωlocução verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του girar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του girar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.