Τι σημαίνει το froid στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης froid στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του froid στο Γαλλικά.

Η λέξη froid στο Γαλλικά σημαίνει κρύο, κρύος, κρύο, ψυχρός, κρύος, αδιάφορος, ψυχρός, κρύος, κρύος, ψυχρός, ψυχρός, προσγειωμένος, πεζός, πραγματιστικός, κρύο, κρύο, ψύχος, κρύο, ψυχρός, ψυχρός, αδύναμος, άτονος, ψύχρα, απόμακρος, πέτρινος, παγερός, παγωμένος, κρύος, ψυχρός, παγωμένος, επιφυλακτικός, εχθρικός, παγωνιά, απόμακρος, ψυχρός, απρόσωπος, δροσερός, αναίσθητος, ήρεμος, νηφάλιος, ψύχραιμος, που δε ζεστάθηκε, απάθεια, ψυχρότητα, αδιαφορία, σκληρός, άκαρδος, άπονος, σκληρόκαρδος, άσπλαχνος, κρύος, ψυχρός, παγερός, ψυχρός, κρύος, ψυχρός, κάνει κρύο, χωρίς συστάσεις, γενναίος, θαρραλέος, τολμηρός, αυτοκυριαρχία, ψυχραιμία, αυτοκυριαρχία, κρυόκωλος, σνομπάρω, αδιαφορώ, περιφρονώ, διαλύομαι, αυτοέλεγχος, υγρός, κρύος, παγωμένος, ψυχρόαιμος, παγερά αδιάφορος, εν ψυχρώ, στο κρύο, έξω, αυτοκυριαρχία, αυτοσυγκράτηση, κύμα ψύχους, κύμα παγωνιάς, ψυχραιμία, διαπεραστικό κρύο, ψυχρό μέτωπο, ξέσπασμα κακοκαιρίας, ψυχρή περίοδος, θερμοκρασία υπό το μηδέν, δριμύ κρύο, παγωνιά, πάγωμα του εγκεφάλου, κρύο δείπνο, ψύχρα, ψυχρή ανάγνωση, θάνατος λόγω ψύχους, καφές κρύας εκχύλισης, μου σηκώνεται η τρίχα, παγώνω, χαλάω, επισκιάζω, κάνω κπ να του σηκωθεί η τρίχα, είμαι μία κρύο μία ζέστη, φορτώνω, τσαντίζομαι, φρικάρω, χάνω τον έλεγχο, ευαίσθητος στο κρύο, που κρυώνει, κρύας εκχύλισης, επώδυνα, οδυνηρά, αυτοψία, ανάλυση εκ των υστέρων, τεχνική για μπούκλες, θάνατος λόγω ψύχους, για το κρύο, δεν με νοιάζει, ανηλεής, βάναυσος, σκοτώνω λόγω ψύχους, σκοτώνω λόγω ψύχους. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης froid

κρύο

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Laura trempa un pied dans l'eau froide du lac.
Η Λώρα βούτηξε το πόδι της στο κρύο νερό της λίμνης.

κρύος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Non, je n'ai pas besoin du micro-ondes : j'aime manger des restes de pizza froids.

κρύο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Beaucoup d'habitants de l'Alaska ne craignent pas le froid.
Πολλοί κάτοικοι της Αλάσκα δεν ενοχλούνται από το ψύχος.

ψυχρός, κρύος

(figuré : peu démonstratif) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il est plutôt froid en public, mais ceux qui le connaissent savent qu'il est vraiment gentil.

αδιάφορος

adjectif (figuré : non intéressé)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mon idée de nouvelle ligne de produits a laissé mon patron complètement froid.

ψυχρός

adjectif (figuré : sans sentiment) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Bien que le froid raisonnement du juge ait suivi la loi, il mit la famille de la victime très en colère.

κρύος

adjectif (Sports : non préparé) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il n'est pas prêt à entrer sur le terrain, il est encore froid.

κρύος, ψυχρός

(climat)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il fait froid aujourd'hui.
Ο καιρός είναι κρύος σήμερα.

ψυχρός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ils étaient tellement froids que nous nous sommes demandé comment nous les avions offensés.
Ήταν τόσο ψυχροί που απορούσαμε πως του είχαμε προσβάλει.

προσγειωμένος, πεζός, πραγματιστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κρύο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ian mit une écharpe bien épaisse pour se protéger du froid.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το ψύχος στην κορυφή του βουνού ήταν δριμύ.

κρύο, ψύχος

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nous allons vers le nord, alors, prépare-toi au froid !

κρύο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ψυχρός

adjectif (distant) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La secrétaire m'a lancé un sourire froid et a répondu : « Non ».

ψυχρός

adjectif (couleur)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le vert, le bleu et le violet sont des couleurs dites " froides ".

αδύναμος, άτονος

(figuré) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ψύχρα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απόμακρος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gwen semble froide mais c'est juste de la timidité.

πέτρινος

(μεταφορικά, λόγιος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παγερός, παγωμένος

adjectif (température) (κυριολεκτικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Timothy est entré dans l'eau glacée.

κρύος, ψυχρός, παγωμένος

adjectif (figuré : personne) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επιφυλακτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εχθρικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παγωνιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απόμακρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'attitude distante de Tia la démarquait de ses camarades.
Η απόμακρη στάση της Τία την απομάκρυνε από τους συμμαθητές της.

ψυχρός, απρόσωπος

(figuré)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'ambiance était impersonnelle et clinique.

δροσερός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'était une journée fraîche (or: Il faisait frais) alors j'ai mis un petit pull.

αναίσθητος

adjectif (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ήρεμος, νηφάλιος, ψύχραιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που δε ζεστάθηκε

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απάθεια, ψυχρότητα, αδιαφορία

(αρνητικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σκληρός, άκαρδος, άπονος, σκληρόκαρδος, άσπλαχνος

(λόγια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κρύος, ψυχρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un vent frais rabattait les feuilles mortes jusque sous le porche.
Ένας ψυχρός άνεμος παρέσυρε τα ξεραμένα φύλλα στη βεράντα.

παγερός, ψυχρός, κρύος

adjectif (μεταφορικά: άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La réceptionniste fit un sourire glacial à Jim.

ψυχρός

adjectif (figuré : accueil) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'avocat lança un regard glacial à l'attention du juge.
Ο δικηγόρος κοίταξε τον δικαστή με ένα παγωμένο βλέμμα.

κάνει κρύο

(temps)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mets ton manteau, il fait froid dehors aujourd'hui.

χωρίς συστάσεις

adverbe (figuré : de façon inattendue)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Il m'a posé la question à froid, et je n'ai pas su quoi répondre.

γενναίος, θαρραλέος, τολμηρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αυτοκυριαρχία

(soutenu)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ψυχραιμία, αυτοκυριαρχία

nom masculin invariable

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κρυόκωλος

nom masculin invariable (familier) (αργκό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Elle est tellement pisse-froid qu'elle refusait de me parler même si je lui disais bonjour.

σνομπάρω

(ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Après l'incident, tout le monde l'a snobée.

αδιαφορώ, περιφρονώ

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Après l'incident, tout le monde l'a snobée.

διαλύομαι

(familier) (μεταφορικά: χάνω τον έλεγχο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il est important de ne pas craquer quand les choses ne vont pas exactement comme vous voudriez.
Είναι σημαντικό να μην διαλυθείς, όταν τα πράγματα δεν πάνε ακριβώς όπως τα θέλεις.

αυτοέλεγχος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

υγρός

adjectif (air)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Greg a décidé de ne pas louer l'appartement froid et humide.

κρύος, παγωμένος

nom masculin

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ψυχρόαιμος

locution adjectivale (animal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les animaux à sang froid ne peuvent pas réguler la température de leur corps comme le font les animaux à sang chaud.

παγερά αδιάφορος

adjectif (personne)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Les filles sont transies de froid après cette longue promenade sous la pluie glacée.

εν ψυχρώ

locution adverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
L'homme de main a tué sa victime de sang-froid.

στο κρύο, έξω

locution adverbiale (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αυτοκυριαρχία, αυτοσυγκράτηση

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Garde ton calme (or: ton sang-froid) quand l'interrogatoire devient musclé.
Κράτησε τον αυτοέλεγχό σου όταν οι ερωτήσεις αρχίσουν να γίνονται πιο πιεστικές.

κύμα ψύχους, κύμα παγωνιάς

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La météo prévoit une vague de froid.

ψυχραιμία

(figuré)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Après l'accident, malgré ses blessures, elle garda la tête froide (or: elle garda son sang-froid).

διαπεραστικό κρύο

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Avec l'âge, elle a du mal à supporter le froid glacial.

ψυχρό μέτωπο

nom masculin (μετεωρολογία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ξέσπασμα κακοκαιρίας

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ψυχρή περίοδος

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

θερμοκρασία υπό το μηδέν

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mes plantes n'ont pas résisté au froid glacial qu'il a fait la nuit dernière.

δριμύ κρύο, παγωνιά

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πάγωμα του εγκεφάλου

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κρύο δείπνο

nom masculin

ψύχρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tu ferais mieux de mettre un manteau : le fond de l'air est frais ce soir.

ψυχρή ανάγνωση

nom féminin (Psychologie)

θάνατος λόγω ψύχους

(Can : plante)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

καφές κρύας εκχύλισης

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

μου σηκώνεται η τρίχα

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ce mec est tellement bizarre qu'il me fait froid dans le dos.
Αυτός ο τύπος είναι τόσο ανατριχιαστικός που μου σηκώνεται η τρίχα.

παγώνω

verbe intransitif (με αποτέλεσμα να πεθάνω)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Qu'est-ce qu'il fait froid dehors : je crois que je vais mourir de froid !

χαλάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επισκιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω κπ να του σηκωθεί η τρίχα

(faire peur) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι μία κρύο μία ζέστη

locution verbale (figuré) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φορτώνω, τσαντίζομαι, φρικάρω

(familier) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Elle est tellement lunatique qu'il ne lui faut pas grand-chose pour péter les plombs.
Είναι τόσο ευέξαπτη. Τσαντίζεται με το παραμικρό.

χάνω τον έλεγχο

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ευαίσθητος στο κρύο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ces plantes sont sensibles au froid (or: craignent le froid) : il faut donc les rentrer quand le temps commence à se rafraîchir.

που κρυώνει

adjectif (personne)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'ai un peu froid. Ça t'ennuie si j'allume le chauffage ?
Κρυώνω. Σε πειράζει να ανάψω τη θέρμανση;

κρύας εκχύλισης

locution adjectivale (café)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

επώδυνα, οδυνηρά

(douleur, choc)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αυτοψία

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'entraîneur réalisa une analyse à froid avec son équipe pour savoir pourquoi ils avaient perdu de manière si spectaculaire.

ανάλυση εκ των υστέρων

nom féminin (figuré)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τεχνική για μπούκλες

nom féminin (Coiffure) (κομμωτική)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

θάνατος λόγω ψύχους

(Can : animal)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

για το κρύο

locution adjectivale (plante)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν με νοιάζει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
S'il n'est pas content, je m'en moque.

ανηλεής, βάναυσος

(acte) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σκοτώνω λόγω ψύχους

(Can : une plante)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκοτώνω λόγω ψύχους

locution verbale (un animal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του froid στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του froid

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.