Τι σημαίνει το floating στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης floating στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του floating στο Αγγλικά.
Η λέξη floating στο Αγγλικά σημαίνει που επιπλέει, μη μόνιμος, μη σταθερός, που αιωρείται, βραχυπρόθεσμος, διαθέσιμος, επιπλέω, πλέω, σωσίβιο, άρμα, φλοτέρ, φλοτέρ, για ρέστα, ρίχνω, πετάω, ρίχνω κτ σε κπ, πετάω κτ σε κπ, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, πλωτήρας, πλωτήρας, κυμαίνομαι, κυμαινόμενο επιτόκιο, ελεύθερος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης floating
που επιπλέειadjective (on surface of water, etc.) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The beaver grabbed a floating stick and added it to her den. Ο κάστορας άρπαξε ένα ξύλο που επέπλεε και το έβαλε στη φωλιά του. |
μη μόνιμος, μη σταθερόςadjective (figurative (not fixed) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) John was a floating support worker who would go and help wherever he was needed. Ο Τζον ήταν ένα μη μόνιμος επικουρικός εργάτης που πήγαινε και βοηθούσε όπου τον χρειάζονταν. |
που αιωρείταιadjective (figurative (on air) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The floating leaves drifted slowly to the ground. Τα αιωρούμενα φύλλα έπεσαν αργά στο έδαφος. |
βραχυπρόθεσμοςadjective (figurative (debt: unfunded) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The company had a lot of bad floating debt. |
διαθέσιμοςadjective (figurative (available) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The company had some floating capital that they could invest in a new venture. |
επιπλέωintransitive verb (bob on surface: of water, etc.) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The science teacher showed the students that pumice can float. Ο καθηγητής της φυσικής έδειξε στους μαθητές πως η ελαφρόπετρα επιπλέει. |
πλέωintransitive verb (drift on wind) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The autumn leaves floated gently to the ground. Τα φύλλα του φθινοπώρου έπεφταν γλυκά προς το έδαφος. |
σωσίβιοnoun (swimming: flotation aid) (συνήθως στρογγυλό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The survivor was found clinging to a float in the ocean. Ο επιζών βρέθηκε γατζωμένος σε μια σανίδα στον ωκεανό. |
άρμαnoun (UK (decorated vehicle) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Paul built one of the floats in the parade. Ο Πωλ έφτιαξε ένα από τα άρματα στην παρέλαση. |
φλοτέρnoun (on a fishing line) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Karen attached a float to her line to keep the lure from getting trapped on the lake bed. Η Κάρεν έδεσε ένα φλοτέρ στην πετονιά της για να μην πιαστεί το δόλωμα στον βυθό της λίμνης. |
φλοτέρnoun (device: measures water level) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) The gauge used a float to measure the water level. Ο μετρητής χρησιμοποιούσε ένα φλοτέρ για να μετρά τη στάθμη του νερού. |
για ρέσταnoun (UK (shop: money to use as change) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Don't take all the money from the till to the bank. We need to keep some back for tomorrow's float or we won't be able to give anyone any change! Μη βάλεις όλα τα λεφτά του ταμείου στην τράπεζα. Πρέπει να κρατήσουμε κάποια για ρέστα, αλλιώς αύριο δεν θα μπορούμε να δώσουμε σε κανένα! |
ρίχνω, πετάωtransitive verb (figurative (idea: propose) (καθομ, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Agnes floated the idea of working a four-day week and closing the office on Fridays, but her boss wasn't keen. |
ρίχνω κτ σε κπ, πετάω κτ σε κπ(idea: suggest to [sb]) (καθομ, μεταφορικά) Ron went to his boss to float an idea by him, but he didn't get a meeting. Ο Ρον πήγε στον προϊστάμενό του για να του πετάξει μια ιδέα, αλλά δεν του έκλεισαν ραντεβού. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>noun (uncountable (finance: currency) The Federal Reserve keeps track of weekly and seasonal trends in the amount of float. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>noun (figurative (finance: stocks) The investor didn't have enough float to trade on the market. |
πλωτήραςnoun (thing that floats) (σπάνιο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Richard relaxed on a float in the pool. |
πλωτήραςnoun (for water landing) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The seaplane damaged a float as it landed. |
κυμαίνομαιintransitive verb (figurative (exchange rate: fluctuate) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) China doesn't allow its currency to float, but instead ties it to the value of the US Dollar. |
κυμαινόμενο επιτόκιοnoun (fluctuating exchange rate) |
ελεύθεροςadjective (not attached to anything) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του floating στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του floating
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.