Τι σημαίνει το esfuerzo στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης esfuerzo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του esfuerzo στο ισπανικά.
Η λέξη esfuerzo στο ισπανικά σημαίνει προσπάθεια, προσπάθεια, καταπόνηση, εγχείρημα, μόχθος, κόπος, ταλαιπωρία, κόπος, ενέργεια, προσπάθεια, προσπάθεια, προσπάθεια, ζόρι, προσπάθεια, έμφαση, δουλειά, έξοδα, θυσία, υπερπροσπάθεια, προσπαθώ, μη απαιτητικός, που κερδήθηκε μετά από αγώνα, που κερδήθηκε με κόπο, που τον κέρδισα με κόπο, με πολύ κόπο, με σκληρή δουλειά, νοητικό άλμα, συνεργασία, μεγάλη προσπάθεια, συλλογική προσπάθεια, πολύς κόπος, πνευματική προσπάθεια, έντονη συγκέντρωση, προσέγγιση, ανθρώπινη προσπάθεια, ομαδική προσπάθεια, πολεμική προσπάθεια, πνευματική προσπάθεια, ο αγώνας να πάρω ένα χαρτί, κάκωση λόγω επαναλαμβανόμενης καταπόνησης, πιέζω τον εαυτό μου να κάνει κτ, προσπαθώ, το προσπαθώ, θυσιάζομαι, κάνω το καλύτερο που μπορώ, προσπαθώ σκληρά να κάνω κτ, κάνω μεγάλο κόπο για να κάνω κτ, βάζω βαθιά το χέρι στην τσέπη, προσπαθώ σκληρά, ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα, φιλότιμη προσπάθεια, κτ που θέλει κόπο, το κάτι παραπάνω, αυτό το κάτι παραπάνω, καταλήγω, που δεν κάνει το κάτι παραπάνω, που μπαίνει στον κόπο να κάνει κτ, κερδισμένος με μόχθο, δίνω έμφαση στην αρχή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης esfuerzo
προσπάθεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hizo un esfuerzo en limpiar la cocina, pero no quedó muy limpia al finalizar. |
προσπάθειαnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Se lastimó la espalda después de un gran esfuerzo cortando leña. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μετά από τόσο κόπο, όλα πήγαν χαμένα. |
καταπόνησηnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El esfuerzo de cargar tantas cajas era demasiado para él. Η καταπόνηση από το σήκωμα πολλών κιβωτίων τον εξάντλησε. |
εγχείρημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La ciencia es uno de los esfuerzos más grandes de la humanidad. Η επιστήμη είναι ένα από τα μεγαλύτερα εγχειρήματα της ανθρωπότητας. |
μόχθος, κόπος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Neil quedó exhausto después del esfuerzo que realizó al subir la montaña. |
ταλαιπωρία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κόπος(σωματική προσπάθεια) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Limpiar el horno lleva un esfuerzo considerable. |
ενέργειαnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A sus años, incluso esas simples tareas le significaban gran esfuerzo. |
προσπάθειαnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los derechos que hoy damos por sentado fueron obtenidos después de años de esfuerzo continuo de parte de los militantes. |
προσπάθειαnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Este proyecto nos va a costar algo de esfuerzo. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Θέλει κόπο για να παίρνεις πάντα άριστα στο σχολείο. |
προσπάθειαnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El esfuerzo de último minuto los ayudó a llegar a una resolución. Η προσπάθεια της τελευταίας στιγμής τους βοήθησε να φτάσουν σε μια απόφαση. |
ζόρι(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Esta novela de 800 páginas es un verdadero esfuerzo. |
προσπάθειαnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Las excelentes críticas de mi libro compensan todo el esfuerzo que invertí en investigar y escribirlo. |
έμφαση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La insistencia puesta en brindar un buen servicio al cliente ayudó al crecimiento de la empresa. Η έμφαση που δόθηκε στην καλή εξυπηρέτηση πελατών βοήθησε την εταιρία να αναπτυχθεί. |
δουλειά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Este proyecto representa varios días de trabajo. |
έξοδα(literal) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Pagó toda la boda, a un gran costo. |
θυσία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Con gran costo cumpliremos con nuestra promesa. Θα κρατήσουμε την υπόσχεσή μας πάση θυσία. |
υπερπροσπάθεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προσπαθώ(να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Intenta hacer toda tu tarea esta noche. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Προσπάθησε να κάνεις όλα σου τα μαθήματα από απόψε. |
μη απαιτητικός
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που κερδήθηκε μετά από αγώνα, που κερδήθηκε με κόποlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los del partido estaban celebrando una victoria conseguida con mucho esfuerzo. |
που τον κέρδισα με κόποlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με πολύ κόποlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Pudo completar sus estudios con esfuerzo. |
με σκληρή δουλειάlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Pudo llegar a la cima de la montaña con mucho esfuerzo. |
νοητικό άλμα(figurado) |
συνεργασία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El director fomenta el trabajo en equipo entre los departamentos. Η διεύθυνση ενθαρρύνει τη συνεργασία μεταξύ των διαφόρων τμημάτων της εταιρίας. |
μεγάλη προσπάθεια
Puse muchísimo esfuerzo en este proyecto y realmente me ofendí cuando mi jefe lo ignoró. |
συλλογική προσπάθεια
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πολύς κόποςnombre masculino (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πνευματική προσπάθεια, έντονη συγκέντρωσηnombre masculino (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tuve que hacer un gran esfuerzo mental para encontrar un ejemplo que poner. |
προσέγγισηnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Era necesario un esfuerzo conjunto de ambos gobiernos para que todos salieran beneficiados. |
ανθρώπινη προσπάθεια
Completar este proyecto requirió mucho esfuerzo humano. |
ομαδική προσπάθεια
La Fundación es el resultado de un esfuerzo colectivo. |
πολεμική προσπάθειαlocución nominal masculina |
πνευματική προσπάθεια
|
ο αγώνας να πάρω ένα χαρτί(μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
κάκωση λόγω επαναλαμβανόμενης καταπόνησης
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πιέζω τον εαυτό μου να κάνει κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Para progresar tienes que obligarte a practicar todos los días. |
προσπαθώlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) No pude terminar, pero al menos hice el esfuerzo. |
το προσπαθώlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Podrías dejar de fumar si sólo hicieras un esfuerzo. Ας κάνουμε όλοι μια προσπάθεια για να τα πάμε καλά. |
θυσιάζομαιlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) No tienes que hacer un sacrificio para que él se beneficie. |
κάνω το καλύτερο που μπορώlocución verbal Haré mi mejor esfuerzo en el examen de hoy. |
προσπαθώ σκληρά να κάνω κτlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω μεγάλο κόπο για να κάνω κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se esforzó mucho por ayudarme y por eso estoy realmente agradecido. |
βάζω βαθιά το χέρι στην τσέπη(coloquial. MX) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tuvieron que dar (or: pagar) una buena lana para cubrir los gastos médicos de su hijo. Το ζευγάρι χρειάστηκε να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη, για να πληρώσουν τα νοσήλια του γιου τους. |
προσπαθώ σκληράlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Haz un esfuerzo por portarte de lo mejor en la fiesta. |
ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα(για χρήματα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φιλότιμη προσπάθεια
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κτ που θέλει κόπο(coloquial) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Subir una colina en bicicleta requiere un esfuerzo inhumano. Το να πηγαίνεις με ποδήλατο σε ανηφόρα θέλει κόπο. |
το κάτι παραπάνω, αυτό το κάτι παραπάνω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καταλήγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Aunque tenían puntos de vista diferentes, John y Sally trabajaron duro para llegar a un compromiso. Αν και είχαν διαφορετικές απόψεις, ο Τζον και η Σάλι κατέληξαν σε συμφωνία. |
που δεν κάνει το κάτι παραπάνωlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που μπαίνει στον κόπο να κάνει κτ(καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Estoy intentando decidir si quiero hacer el esfuerzo de levantarme hoy o no. Προσπαθώ να αποφασίσω αν θα μπω στον κόπο να σηκωθώ σήμερα. |
κερδισμένος με μόχθο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δίνω έμφαση στην αρχήlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του esfuerzo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του esfuerzo
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.