Τι σημαίνει το enlever στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης enlever στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του enlever στο Γαλλικά.

Η λέξη enlever στο Γαλλικά σημαίνει αφαιρώ, απομακρύνω, βγάζω, απομακρύνω, βγάζω, απάγω, βγάζω, βγάζω, απάγω, αφαιρώ, απομακρύνω, απομακρύνω, απάγω, αφαιρώ, βγάζω, ξύνω, γδέρνω με σμίλη, βγάζω, τρίβω, ξύνω, απάγω, χαλαρώνω τις χορδές, βγάζω, εκτέμνω, αποκόπτω, απομακρύνω, βγάζω, πετάω τα ρούχα μου, γδύνομαι βιαστικά, βγάζω, βγάζω, βγάζω, αφαιρώ, βγάζω, βγάζω, βγάζω, βγάζω, βγάζω, αφαιρώ, ξύνω κτ από κτ, κόβω, μαζεύω κτ από κτ, διαγράφω, σβήνω, καθαρίζω, βγάζω, παίρνω, μαζεύω, πιάνω, μετακινώ, εκτέμνω, αποκόπτω, περικόπτω, αφαιρώ, αποσυναρμολογώ, ξεμοντάρω, βγάζω, αφαιρώ, περικόπτω, καθαρίζω, ρουφώ, τρώω, αποδεσμεύω, απελευθερώνω, βγάζω, βγάζω κτ από τον σπάγκο, παίρνω, παίρνω, μετακινώ, απομακρύνω, τραβάω, αφαιρώ, βγάζω ταπετσαρία, απομακρύνω, σκουπίζω, σηκώνω, παίρνω, μαζεύω, βγάζω, ξεμπερδεύω, ξεμπλέκω, αφαιρώ, βγάζω, αφαιρώ, καθαρίζω, πλένω, αφαιρώ, λύνω, αρπάζω, απομακρύνω, βγάζω, αποσφραγίζω, ξεπλένομαι, γδέρνω, αφαλατώνω, βγάζω τη μάσκα, βγάζω τον επίδεσμο, κόβω, ξεκοκαλίζω, βγάζω τα παπούτσια, βγάζω το καπέλο μου, βγάζω τα νύχια, αφαιρώ τα νύχια, τραβάω απότομα, τραβάω γρήγορα, τινάζω, τρίβω, ξύνω, γλείφω κτ από κτ, απομακρύνω, κόβω βαθμό, καθαρίζω κτ με την τσουγκράνα, κλέβω την αθωότητα, τινάζω κτ από κτ, αφαιρώ τους κοριούς, βγάζω κτ από κτ, ξεντύνομαι, βγάζω τα ρούχα μου, αφαιρώ κτ από κτ, βγάζω το καπέλο, ξεβγάζω, ξεπλένω, αποκαλύπτομαι, κόβω κτ από κτ, μαζεύω κτ από κτ, σκουπίζω, βγάζω, αφαιρώ, βγάζω το κουκούτσι, αφαιρώ την πέτσα, απομακρύνω, αφαιρώ, ξύνω, αφαιρώ το κοτσάνι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης enlever

αφαιρώ, απομακρύνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Une fois que les agents d'entretien enlevèrent la tache de vin, le canapé avait l'air comme neuf.
Μόλις το συνεργείο καθαρισμού απομάκρυνε (or: αφαίρεσε) τον λεκέ του κρασιού, ο καναπές έδειχνε και πάλι σαν καινούριος.

βγάζω

(des vêtements)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si tu as chaud, pourquoi est-ce que tu n'enlèves pas (or: ne retires pas) ton pull ?
Εάν ζεσταίνεσαι γιατί δεν βγάζεις το πουλόβερ σου;

απομακρύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
C'est un magazine pour toute la famille, c'est pourquoi nos rédacteurs en chef ont retiré tout propos choquant.
Αυτό είναι ένα περιοδικό για ολόκληρη την οικογένεια και γι' αυτό οι επιμελητές μας αφαιρούν τις προσβλητικές λέξεις.

βγάζω

verbe transitif (des vêtements)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle enleva (or: retira) ses vêtements avant d'entrer dans la douche.
Έβγαλε τα ρούχα της πριν μπει στο ντους.

απάγω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un individu a kidnappé une jeune fille après l'école hier.
Κάποιος απήγαγε ένα νεαρό κορίτσι μετά το σχολείο χτες.

βγάζω

verbe transitif (un couvercle)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγάζω

(une tache)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η Φοίβη αφαιρεί κάθε νύχτα το μακιγιάζ της με φυσικά έλαια.

απάγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Des hommes armés ont enlevé l'héritière jeudi soir. L'auteur du livre prétend que des extraterrestres ont enlevé son père.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ένοπλοι άνδρες απήγαγαν την κληρονόμο την Πέμπτη το βράδυ.

αφαιρώ, απομακρύνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si vous pouviez enlever tous les termes superflus, cela améliorerait votre rapport.

απομακρύνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απάγω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a été enlevée par des inconnus et on ne l'a plus jamais revue.
Απήχθη από αγνώστους, και δεν την είδαμε ποτέ ξανά.

αφαιρώ, βγάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous allons devoir utiliser la sableuse pour enlever toute cette peinture.

ξύνω, γδέρνω με σμίλη

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγάζω

verbe transitif (la saleté)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai passé la voiture au jet pour enlever la saleté.
Ξέπλυνα το αυτοκίνητο με λάστιχο για να βγάλω (or: καθαρίσω) τη βρωμιά.

τρίβω, ξύνω

(έπιπλα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il m'arrive d'enlever la peinture de vieux meubles et de les repeindre.
Κατά καιρούς τρίβω (or: ξύνω) παλιά έπιπλα και τα βάφω.

απάγω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χαλαρώνω τις χορδές

(d'un arc : la corde)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βγάζω

(la peau)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai enlevé la peau de la pomme, puis je l'ai épépinée et coupée en quartiers.

εκτέμνω

verbe transitif (επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποκόπτω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pour réparer la table, j'ai dû enlever (or: découper) le placage abimé et le remplacer par un autre morceau assorti.

απομακρύνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγάζω

(ρούχα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il enleva (or: retira) sa chemise.
Έβγαλε το πουκάμισό του.

πετάω τα ρούχα μου, γδύνομαι βιαστικά

verbe transitif (vêtements) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je vais enlever (or: retirer) ces bottes d'équitation et enfiler des sandales confortables. Harry entra dans la pièce chaude et retira sa veste.

βγάζω

verbe transitif (une tache) (με πλύσιμο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu penses qu'on pourra enlever cette tache d'encre ?
Πιστεύεις ότι θα καταφέρουμε να βγάλουμε αυτό τον λεκέ από μελάνι;

βγάζω

verbe transitif (τα ρούχα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αφαιρώ, βγάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Avant d'appliquer un nouveau papier peint, je dois enlever (or: retirer) le vieux papier des murs.

βγάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Doug a dû enlever (or: retirer) les épines de son pantalon.
Ο Νταγκ έπρεπε να βγάλει αγκάθια από το παντελόνι του.

βγάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Grace a retiré l'écorce de l'arbre.
Η Γκρέις έβγαλε τον φλοιό από το δέντρο.

βγάζω

(vêtements)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Laisse-moi enlever ce smoking.
Κάτσε να βγάλω το κουστούμι της μαϊμούς.

βγάζω, αφαιρώ

(en frottant)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le professeur a pris le tampon pour tableau et a effacé ce qu'elle avait écrit.

ξύνω κτ από κτ

verbe transitif (με εργαλείο)

Harry a enlevé la vieille peinture de la porte avant de la repeindre.
Ο Χάρυ έξυσε την παλιά μπογιά από την πόρτα πριν εφαρμόσει την καινούρια.

κόβω

verbe transitif (κτ, κτ από κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le jardinier enleva les fleurs fanées.
Ο κηπουρός έκοψε τα ξερά λουλούδια.

μαζεύω κτ από κτ

verbe transitif

Le serveur est arrivé et a enlevé (or: débarrassé) les assiettes de la table.
Ο σερβιτόρος ήρθε και μάζεψε τα πιάτα απ' το τραπέζι.

διαγράφω, σβήνω

verbe transitif (κάτι από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Enlève cette phrase de ton article.

καθαρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il faut que les chasse-neige enlèvent la neige des routes.
Τα εκχιονιστικά πρέπει να καθαρίσουν το χιόνι από τους δρόμους.

βγάζω

verbe transitif (des vêtements)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous avons enlevé nos vêtements et sommes allés nous baigner.

παίρνω, μαζεύω, πιάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μετακινώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκτέμνω, αποκόπτω, περικόπτω, αφαιρώ

(Chirurgie) (κόβω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le chirurgien excisa la tumeur sous anesthésie locale.

αποσυναρμολογώ, ξεμοντάρω

(une structure)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les campeurs ont démonté leur tente et l'ont mise dans la voiture.
Οι κατασκηνωτές αποσυναρμολόγησαν τη σκηνή και την έβαλαν στο αυτοκίνητο.

βγάζω, αφαιρώ, περικόπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Είχε ένα χαλασμένο δόντι, το οποίο έπρεπε να αφαιρέσει.

καθαρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai nettoyé (or: enlevé) la boue de mes bottes.
Καθάρισα τη λάσπη από τα παπούτσια μου.

ρουφώ, τρώω

(l'énergie) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le travail ennuyeux de Philip lui pompait tout son enthousiasme.
Η βαρετή δουλειά του Φίλιπ απομυζούσε τον ενθουσιασμό του.

αποδεσμεύω, απελευθερώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Enlèvez le frein de stationnement avant d'essayer d'accélérer.

βγάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγάζω κτ από τον σπάγκο

(une perle)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίρνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si on retire aux gens leurs armes, ils ne pourront pas vous tuer.
Αν πάρεις (or: κατασχέσεις) τα όπλα των ανθρώπων, δε θα μπορούν να σε σκοτώσουν.

παίρνω, μετακινώ, απομακρύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τραβάω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αφαιρώ, βγάζω ταπετσαρία

(papier collé,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απομακρύνω

(une tache,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Το σάλιο βοηθάει στο να απομακρύνονται τα βακτήρια από τα δόντια.

σκουπίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Κατάφεραν να βγάλουν το γκράφιτι με ένα βρεγμένο σφουγγάρι.

σηκώνω, παίρνω, μαζεύω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Το αμάξι ήταν παρκαρισμένο παράνομα κι έτσι το σήκωσε η Τροχαία.

βγάζω

(un fruit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεμπερδεύω, ξεμπλέκω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Karen n'arrivait pas à enlever le chewing-gum de ses cheveux.

αφαιρώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les censeurs vont retirer toutes les mentions des livres bannis quand ils reliront l'article.

βγάζω, αφαιρώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tina a enlevé toute l'ancienne installation de la maison et a mis en place de nouvelles installations électriques.
Η Τίνα αφαίρεσε όλες τις παλιές καλωδιώσεις του σπιτιού της και τοποθέτησε νέες ηλεκτρικές εγκαταστάσεις.

καθαρίζω, πλένω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai passé mes tennis sous l'eau pour enlever la boue.

αφαιρώ

(από λίστα ή συλλογή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Est-ce la liste des invités ? Enlevez Kim ; elle sera occupée ce week-end là et ne pourra pas venir.

λύνω

verbe transitif (le frein à main)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Desserre (or: enlève) le frein à main et passe en première maintenant.
Λύσε το χειρόφρενο και τώρα βάλε πρώτη ταχύτητα.

αρπάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'homme a kidnappé Betty en plein jour alors qu'elle marchait dans la rue.

απομακρύνω

(κάτι από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La société de nettoyage a enlevé (or: retiré) tous les déchets de la maison.
Η εταιρεία καθαρισμού απομάκρυνε τα σκουπίδια από το σπίτι.

βγάζω

(κάτι από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu peux utiliser du vin blanc pour enlever la tache de vin rouge du tapis.
Μπορείς να χρησιμοποιήσεις λευκό κρασί για να βγάλεις τους λεκέδες κόκκινου κρασιού από τα χαλιά.

αποσφραγίζω

(une lettre, un flacon, une boite)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Αν αποσφραγίσεις το προϊόν, δεν θα μπορείς, πια, να το επιστρέψεις στο κατάστημα.

ξεπλένομαι

(saleté,...) (η βρομιά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La boue part facilement.
Η βρομιά φεύγει εύκολα με το νερό.

γδέρνω

(αφαιρώ δέρμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αφαλατώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγάζω τη μάσκα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βγάζω τον επίδεσμο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κόβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεκοκαλίζω

(viande)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Désossez les morceaux de poulet et posez-les à plat.
Ξεκοκάλισε τα κομμάτια κοτόπουλου και μετά άνοιξέ τα.

βγάζω τα παπούτσια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Au Japon, la tradition exige que l'on enlève ses chaussures avant d'entrer dans une maison.
Είναι σωστό να βγάζεις τα παπούτσια σου πριν μπεις σ' ένα σπίτι στην Ιαπωνία.

βγάζω το καπέλο μου

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγάζω τα νύχια, αφαιρώ τα νύχια

locution verbale (chat...) (ζώου)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τραβάω απότομα, τραβάω γρήγορα

τινάζω

(κτ από κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Enlève la poussière de tes sandales avant d'entrer dans la maison.
Τίναξε τη σκόνη από τα σανδάλια σου πριν μπεις μέσα στο σπίτι.

τρίβω, ξύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γλείφω κτ από κτ

απομακρύνω

(un objet)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κόβω βαθμό

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La prof d'histoire m'a enlevé des points (or: m'a enlevé 1 point) pour l'orthographe.
Ο καθηγητής μου έκοψε βαθμούς επειδή έγραψα λάθος πολλές λέξεις.

καθαρίζω κτ με την τσουγκράνα

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κλέβω την αθωότητα

(figuré) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Les confidences de Marc m'ont fait ouvrir les yeux sur bien des choses.

τινάζω κτ από κτ

J'ai sorti les housses de protection et j'ai enlevé la poussière en les secouant.

αφαιρώ τους κοριούς

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
À l'issue de l'opération, la CIA débarrassa la pièce des micros cachés.

βγάζω κτ από κτ

(με πλύσιμο)

J'ai enlevé la tache de soupe de la nappe.
Έπλυνα το τραπεζομάντηλο και έβγαλα τον λεκέ από τη σούπα.

ξεντύνομαι, βγάζω τα ρούχα μου

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
J'ai dû me déshabiller pour passer la visite médicale.

αφαιρώ κτ από κτ

verbe transitif

Les relecteurs ont retiré les noms de tous les mineurs de l'article.

βγάζω το καπέλο

(soutenu)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les hommes se sont décoiffés au passage du cortège funèbre.
Όλοι οι άντρες έβγαλαν τα καπέλα τους όταν πέρασε μπροστά τους η νεκρώσιμη πομπή.

ξεβγάζω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Edward fait partir (or: enlève) la teinture de ses cheveux en les passant sous l'eau. Zoe utilise le jet pour faire partir les bulles de savon de la voiture.
Ο Έντουαρντ ξεβγάζει τη βαφή από τα μαλλιά του.

ξεπλένω

(αυτό που έχει λερωθεί)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο Μάρκ καθάρισε τη σοκολάτα από το πρόσωπο της κόρης του.

αποκαλύπτομαι

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κόβω κτ από κτ, μαζεύω κτ από κτ

Kate a coupé quelques-uns des fruits du pêcher pour que les autres puissent devenir plus gros.
Η Κέιτ έκοψε μερικά άγουρα φρούτα από τη ροδακινιά ώστε τα υπόλοιπα να μεγαλώσουν περισσότερο.

σκουπίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a enlevé les miettes de sa chemise.
Σκούπισε τα ψίχουλα από το μπροστινό μέρος του πουκαμίσου του.

βγάζω, αφαιρώ

(en frottant) (κάτι από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il enleva les traces de boue de sa chaussure en frottant.
Αφαίρεσε την κηλίδα λάσπης από το παπούτσι του.

βγάζω το κουκούτσι

(καθομιλουμένη: από κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Vous devez d'abord enlever le trognon de la pomme.
Πρώτα πρέπει να βγάλεις το κουκούτσι από το μήλο.

αφαιρώ την πέτσα

(κρέας)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le chasseur enleva la peau du lapin qu'il avait attrapé plus tôt ce jour-là.

απομακρύνω, αφαιρώ

(κάτι από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le savon enlèvera l'encre de tes doigts.

ξύνω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rick a enlevé l'étiquette du pot avec ses ongles.

αφαιρώ το κοτσάνι

(d'une plante) (από κάτι ή με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Luke a retiré la queue des fraises avant de les couper.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του enlever στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.