Τι σημαίνει το engañar στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης engañar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του engañar στο ισπανικά.
Η λέξη engañar στο ισπανικά σημαίνει παραπλανώ, εξαπατώ, εξαπατώ, παραπλανώ, παραπλανώ, παραπλανώ, ξεγελάω, κάνω κακό, κοροϊδεύω, ξεγελάω, παγιδεύω, ξεγελάω, ξεγελώ, εξαπατώ, παραπλανώ, εξαπατώ, υπεξαιρώ, καταχρώμαι, σέρνω από τη μύτη, αψηφώ, περιφρονώ, εξαπατώ, κλέβω, παραπλανώ, απατάω, απατώ, παραπλανώ, παρασύρω, εξαπατώ, τα φαινόμενα απατούν, ξεγελάω, κοροϊδεύω, εξαπατώ, ξεγελώ, κοροϊδεύω, ξεγελώ, εξαπατάω, εξαπατώ, παραπλανώ, εξαπατώ, κοροϊδεύω, εξαπατώ, ξεγελώ, παραπλανώ, παραπλανώ, εξαπατώ, παραπλανώ, τη φέρνω σε κπ, απατώ, κάνω πουστιά σε κπ, παίζω πουστιά σε κπ, κάνω λαμογιά σε κπ, ξεγελώ, παρασύρω, κοροϊδεύω, εξαπατώ, ξεγελώ, παραπλανώ, τη φέρνω σε κπ, παρασέρνω κπ να κάνει κτ, παρασύρω κπ να κάνει κτ, τη φέρνω σε κπ, παραπλανώ κπ για να κάνει κτ, παραπλανώ κπ κάνοντάς τον να κάνει κτ, δεν ξεγελιέμαι από κτ, ξεγελώ, απατώ, παγιδεύω με δόλο, εξαπατώ, εξαπατώ, κοροϊδεύω, εξαπατώ, ξεγελώ, απατώ, εξαπατώ, παραπλανώ, τη φέρνω σε κπ, εξαπατώ, κοροϊδεύω, σαλιαρίζω με κπ, αποπροσανατολίζω, τη φέρνω σε κπ, παραπλανώ, παγιδεύω, κοροϊδεύω, ξεγελάω, ξεγελώ, εξαπατώ, κοροϊδεύω, εξαπατώ, παραπλανώ, εξαπατώ, εξαπατώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης engañar
παραπλανώ, εξαπατώverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξαπατώ, παραπλανώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παραπλανώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El estafador engañó a los inversores con promesas de ganancias fáciles. |
παραπλανώ, ξεγελάω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pensé que me amaba, pero me estaba engañando. Νόμιζα πως μ' αγάπησε, αλλά εκείνος απλά με κορόιδευε. |
κάνω κακόverbo transitivo (ιδιωματισμός) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Frankie y Johnny eran amantes, pero él la engañaba con Nellie Bly. |
κοροϊδεύω, ξεγελάω(εξαπατώ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo engañó haciéndole creer que era más joven. Τον κορόιδεψε (or: ξεγέλασε) πως τάχα είναι μικρότερη. |
παγιδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεγελάω, ξεγελώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξαπατώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παραπλανώverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Verónica se dejó engañar por las atenciones de Víctor, pero él terminó casándose con otra. |
εξαπατώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El estafador engañó al sistema. |
υπεξαιρώ, καταχρώμαι(χρήματα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La policía está a cargo del caso de las agencias de viajes que estafan a las personas. |
σέρνω από τη μύτη(μεταφορικά) |
αψηφώ, περιφρονώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Las acciones de los criminales burlaron al sistema. Η πράξεις του εγκληματία αψήφισαν το καθεστώς. |
εξαπατώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κλέβω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) No me gusta jugar a las cartas con Aaron porque hace trampa. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η Άντα πάντα αντέγραφε (or: έκανε σκονάκι) στις ετήσιες εξετάσεις στο σχολείο. |
παραπλανώ(con trucos) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απατάω, απατώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Carolina admitió que engañaba a su esposo. Η Κάρος παραδέχτηκε ότι είχε απατήσει τον άντρα της. |
παραπλανώ, παρασύρω(ώστε κπ να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Las reacciones positivas del jefe me hicieron creer que me ascendería. |
εξαπατώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fred creyó que estaba haciendo una buena inversión pero resultó que un estafador lo estaba engañando. |
τα φαινόμενα απατούν
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Definitivamente parece de confianza, pero no hay que guiarse por las apariencias. |
ξεγελάω, κοροϊδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nunca pensé que él me engañaría. |
εξαπατώ, ξεγελώ, κοροϊδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jane intentó engañar a su madre con la vieja frase "me estoy quedando en lo de una amiga", pero su madre recordaba ser adolescente y no le creyó. |
ξεγελώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξαπατάω, εξαπατώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El sospechoso aparentemente estafó a varios ancianos. Ο ύποπτος από ότι φαίνεται εξαπάτησε αρκετούς ηλικιωμένους. |
παραπλανώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El criminal engañó a la policía para poder escapar. Ο εγκληματίας παραπλάνησε την αστυνομία ώστε να ξεφύγει. |
εξαπατώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El anticuario timó a la anciana, le compró varios muebles valiosos por solo 100 libras. |
κοροϊδεύω, εξαπατώ, ξεγελώ, παραπλανώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No dejes que esos anuncios tan chulos te engañen. |
παραπλανώ, εξαπατώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El abogado engañó a los nuevos clientes sobre la posibilidad de ganar el caso. |
παραπλανώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τη φέρνω σε κπ(καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απατώ(coloquial) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω πουστιά σε κπ, παίζω πουστιά σε κπ, κάνω λαμογιά σε κπ(αργκό: εξαπατώ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μη μου κάνεις καμιά πουστιά (or: παίξεις καμιά πουστιά) την έβαψες! |
ξεγελώ, παρασύρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κοροϊδεύω, εξαπατώ, ξεγελώ, παραπλανώlocución verbal (για/ώστε να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Me engañaron para que creyera que hoy iba a cobrar el cheque. |
τη φέρνω σε κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Frank siempre está intentado engatusarme con excusas. Ο Φρανκ προσπαθεί πάντα να μου τη φέρει με τις δικαιολογίες του. |
παρασέρνω κπ να κάνει κτ, παρασύρω κπ να κάνει κτlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mis amigos me engañaron para que fuese a ver un musical. Οι φίλοι μου με παρασύρανε για να πάμε να δούμε ένα μιούζικαλ. |
τη φέρνω σε κπ(αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παραπλανώ κπ για να κάνει κτ, παραπλανώ κπ κάνοντάς τον να κάνει κτlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No dejes que los políticos te engañen para creer que sus propuestas son lo mejor para el país. |
δεν ξεγελιέμαι από κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mamá nunca se deja engañar por tus excusas. Η μαμά καταλαβαίνει πάντα τις δικαιολογίες σου. |
ξεγελώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No quería comprar el boleto, ¡me engañó! ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν είναι αυθεντικό διαμάντι, σ' την έφεραν! |
απατώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La mujer le puso los cuernos a su marido solo por despecho. |
παγιδεύω με δόλο(por engaños) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Eventualmente, un policía encubierto atrapó al narcotraficante. |
εξαπατώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξαπατώ, κοροϊδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No dejes que te tome el pelo con sus tonterías. Μην σε κοροϊδεύει με τις ανοησίες του. |
εξαπατώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fred engaña a la gente todo el tiempo: no tomes en serio nada de lo que dice. Ο Φρεντ κοροϊδεύει τους άλλους όλη την ώρα, μην πάρεις τίποτα από όσα λέει στα σοβαρά. |
ξεγελώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απατώ, εξαπατώ, παραπλανώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τη φέρνω σε κπ(καθομιλουμένη, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El estafador me engañó y me sacó todo el dinero que tenía. Ο απατεώνας μου την έφερε και μου πήρε όλα μου τα χρήματα. |
εξαπατώ, κοροϊδεύω(κπ για να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Steve engaño a Joe para que hiciese la colada toda la semana. Ο Στηβ εξαπάτησε τον Τζο για να κάνει τη μπουγάδα όλη την εβδομάδα. |
σαλιαρίζω με κπ(καθομιλουμένη) Helen atrapó a su esposo teniendo una aventura con otra mujer. Η Έλεν έπιασε τον άντρα της να σαλιαρίζει με μια άλλη γυναίκα. |
αποπροσανατολίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τη φέρνω σε κπ(αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Adrian se dio cuenta demasiado tarde de que el vendedor le había engañado. Ο Άντριαν κατάλαβε πολύ αργά πως ο καταστηματάρχης του την είχε φέρει. |
παραπλανώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El enemigo engañó a los pilotos para que dispararan contra misiles desactivados. |
παγιδεύω(para que haga algo) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pippa está intentado engañar a Ben para que vaya a la fiesta. |
κοροϊδεύω, ξεγελάω, ξεγελώ(καθομ, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cuando Ruth se dio cuenta de que Mick la estaba estafando, rompió el contrato. |
εξαπατώ, κοροϊδεύω(mentir con un perfil falso en Internet) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξαπατώ, παραπλανώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξαπατώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Kate no se dio cuenta de que el hombre que conoció en un sitio de citas online la estaba engañando hasta que se gastó la mitad de sus ahorros en él. |
εξαπατώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του engañar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του engañar
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.