Τι σημαίνει το en plus στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης en plus στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του en plus στο Γαλλικά.

Η λέξη en plus στο Γαλλικά σημαίνει εξάλλου, εκτός αυτού, καθώς και, καθώς επίσης, επίσης, επιπλέον, για καλό και για κακό, για να ξοδέψω, σα να μην έφτανε αυτό, ακόμη, αυτό το κάτι, εξτρά, πρόσθετος, επιπρόσθετος, επιπρόσθετος, επιπλέον, επιπρόσθετα, επιπροσθέτως, επιπλέον, έξτρα, εξτρά, επιπλέον, συν, εκτός από, πέρα από, που χάνει τα μαλλιά του, που άρχισε να φαλακραίνει, παρατεταμένος, ατέλειωτος, ατελείωτος, ασταμάτητος, όλο και περισσότερο, ολοένα και περισσότερο, ολοένα και περισσότερο, μέχρι το σημείο της εξάντλησης, όλο και περισσότερο, όλο και πιο, πέρα από κτ, επιπλέον βαθμός, εκτός από κτ, χειροτερεύω, επιδεινώνομαι, κάνω up sell, αυξάνω την επιρροή μου, ολοένα και περισσότεροι, ασταμάτητα, που αρέσει όλο και περισσότερο, περισσότεροι, αυξανόμενος, επιπλέον, ολοένα αυξανόμενος, επιπλέον, επίσης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης en plus

εξάλλου

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Belle journée pour une promenade ! En plus, j'ai besoin d'exercice.
Είναι ωραία μέρα για περίπατο, και εκτός αυτού (or: πέραν τούτου), η άσκηση θα μου κάνει καλό.

εκτός αυτού

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
L'hôtel a des équipements magnifiques et en plus, il se trouve en plein centre de Paris.

καθώς και, καθώς επίσης

locution adverbiale (moins soutenu)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je vous fournis cela et, en plus, je vous offre une ristourne.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Διαθέτω τα απαιτούμενα προσόντα καθώς και αρκετά χρόνια προϋπηρεσίας.

επίσης, επιπλέον

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

για καλό και για κακό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

για να ξοδέψω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σα να μην έφτανε αυτό

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quelle journée ! D'abord, je me suis réveillé en retard, ensuite, le chauffe-eau a éclaté et en plus, j'ai crevé.
Τι μέρα και αυτή! Πρώτα άργησα να ξυπνήσω, μετά έσκασε το θερμοσίφωνο και σαν να μην έφτανε αυτό έπαθα και λάστιχο.

ακόμη

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
J'aimerais une belle voiture et plein d'autres choses encore.
Θα ήθελα ένα καλό αυτοκίνητο και πολλά πράγματα ακόμη.

αυτό το κάτι

(hors du commun)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elle n'était pas seulement une star, elle avait ce petit quelque chose en plus (or: de plus).
Δεν ήταν απλά σταρ. Είχε αυτό το κάτι.

εξτρά

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Le boulanger a mis un cookie en plus dans la commande de Kara.
Ο αρτοποιός έδωσε στην Κάρα ένα επιπλέον μπισκότο με την παραγγελία της.

πρόσθετος, επιπρόσθετος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il y avait une taxe supplémentaire sur la facture.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Επιπλέον πληροφορίες μπορεί να βρει κανείς στον ιστότοπό μας.

επιπρόσθετος

(travail, heure,...) (παραπάνω από το κανονικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elle a été payée en plus parce qu'elle a fait des heures supplémentaires.
Πήρε έξτρα χρήματα για τις παραπάνω ώρες που δούλεψε.

επιπλέον, επιπρόσθετα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
De plus (or: en plus), cela réduirait considérablement ta charge de travail.
Επιπρόσθετα (or: επιπλέον) θα μειώσει σημαντικά τον φόρτο εργασίας σου.

επιπροσθέτως, επιπλέον

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

έξτρα, εξτρά

adverbe

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Le fromage ou la salade sont en sus (or: en plus). Ils coûtent 25 cents.
Το τυρί και το μαρούλι δεν συμπεριλαμβάνονται στην τιμή του χάμπουργκερ. Το καθένα κοστίζει 0,25 δολάρια.

επιπλέον

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La voiture est trop chère, et en plus elle est moche.
Το αυτοκίνητο είναι ακριβό και, επιπλέον, άσχημο.

συν

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Επομένως, είμαστε πο πέντε μας συν την Κάρεν και τον Μπομπ. Χρειαζόμαστε μεγαλύτερο αυτοκίνητο!

εκτός από, πέρα από

(un peu soutenu)

Outre de l'argent, Ralph veut aussi un travail.
Εκτός από (or: Πέρα από) χρήματα, ο Ραλφ ήθελε επίσης μια δουλειά.

που χάνει τα μαλλιά του, που άρχισε να φαλακραίνει

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quelle coupe de cheveux adopter pour les hommes qui perdent leurs cheveux (or: qui se dégarnissent, or: qui deviennent chauves) ?

παρατεταμένος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il y en a marre de ses discours à n'en plus finir !
Έχω βαρεθεί να ακούω τους μακριούς, παρατεταμένους λόγους του.

ατέλειωτος, ατελείωτος, ασταμάτητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J'ai failli m'endormir lors du sermon sans fin (or: interminable) du pasteur.

όλο και περισσότερο, ολοένα και περισσότερο

locution adverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Le coureur était de plus en plus épuisé au fur et à mesure de sa course.
Ο δρομέας κουραζόταν ολοένα και περισσότερο όσο έτρεχε.

ολοένα και περισσότερο

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Anna va de plus en plus mal.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο κόσμος αναπτύσσεται ολοένα και περισσότερο.

μέχρι το σημείο της εξάντλησης

adverbe

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όλο και περισσότερο, όλο και πιο

locution adverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

πέρα από κτ

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
L'athlète s'entraîne deux heures par jour, en plus de (or: sans compter) ses entraînements avec ses coéquipiers.
Ο αθλητής προπονείται 2 ώρες την ημέρα πέρα από την εξάσκηση που κάνει με τους συμπαίκτες του.

επιπλέον βαθμός

nom masculin pluriel

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le prof nous a donné un devoir facultatif à faire si nous souhaitons avoir des points en plus sur notre prochain contrôle.

εκτός από κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
En plus de l'article lui-même, j'inclus une bibliographie complète.
Εκτός απ' την ίδια την εργασία, έχω συμπεριλάβει και πλήρη βιβλιογραφία.

χειροτερεύω, επιδεινώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si nous continuons à utiliser des énergies fossiles, le réchauffement climatique va continuer d'empirer (or: ne va faire qu'empirer).

κάνω up sell

(μάρκετινγκ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αυξάνω την επιρροή μου

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Les grandes compagnies sont devenues de plus en plus influentes au sein du gouvernement au fil des dernières décennies.

ολοένα και περισσότεροι

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ils construisent de plus en plus de centres commerciaux chaque jour.
Κάθε μέρα χτίζουν ολοένα και περισσότερα εμπορικά κέντρα.

ασταμάτητα

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

που αρέσει όλο και περισσότερο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cette chanson ne m'a pas emballé dès la première écoute, mais elle me plaît de plus en plus.
Δε μου πολυάρεσε το τραγούδι αρχικά, αλλά τώρα μ' αρέσει όλο και περισσότερο.

περισσότεροι

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
De plus en plus de mères choisissent un accouchement naturel.
Περισσότερες (or: Πιο πολλές) μητέρες επιλέγουν τη φυσική γέννα.

αυξανόμενος

(dettes, preuves,...)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Beaucoup de personnes doivent faire face aux dettes qui s'accumulent une fois à la retraite.

επιπλέον

préposition

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
En plus de ne pas aimer le beurre de cacahouète, je suis allergique aux arachides.

ολοένα αυξανόμενος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιπλέον, επίσης

locution conjonction

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mon nouvel emploi paie bien. Et en plus, je peux manger autant de beignets que j'en ai envie.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του en plus στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του en plus

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.