Τι σημαίνει το eating στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης eating στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του eating στο Αγγλικά.

Η λέξη eating στο Αγγλικά σημαίνει φαγητό, τρώω, τρώω, τρώω, φαγητά, τρώω, τρώω, διατροφική διαταραχή, διατροφικές συνήθειες, τρώω σε εστιατόριο, υγιεινή διατροφή, σαρκοφάγος, σαρκοφάγος, ανθρωποφάγος, καλό φαγητό, υγιεινή διατροφή, ανθρωποφάγος, σαρκοφάγος, διατροφικά θέματα και θέματα βάρους. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης eating

φαγητό

noun (consuming food)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Eating gives some people a great deal of pleasure.
Το φαγητό χαρίζει μεγάλη ευχαρίστηση σε ορισμένους.

τρώω

transitive verb (consume a food)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I eat pasta every day.
Τρώω ζυμαρικά κάθε μέρα.

τρώω

transitive verb (food: chew and swallow)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I have difficulty eating meat because of my loose teeth.
Δυσκολεύομαι να φάω κρέας εξαιτίας των χαλαρωμένων δοντιών μου.

τρώω

intransitive verb (consume food)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'm hungry. Let's eat!
Πεινάω. Ας φάμε!

φαγητά

plural noun (informal (food)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Will there be eats at the party, or should I have dinner beforehand?

τρώω

intransitive verb (corrode) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Acid rain has eaten into the rock surface.
Η όξινη βροχή έφαγε την επιφάνεια του βράχου.

τρώω

transitive verb (figurative (ravage) (μεταφορικά:)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Her ability to love was eaten by his cruelty and mistreatment.
Η ικανότητά της να αγαπά καταστράφηκε από την σκληρότητά που της έδειξε και την κακομεταχείρισή στην οποία την υπέβαλε.

διατροφική διαταραχή

noun (psychological problem with food)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Anorexia is a well-known eating disorder.

διατροφικές συνήθειες

plural noun (what, how you usually eat)

τρώω σε εστιατόριο

noun (dining at restaurants)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eating out regularly can be quite expensive.
Το να τρως συχνά σε εστιατόρια μπορεί να αποδειχθεί πολύ ακριβό.

υγιεινή διατροφή

noun (healthy diet)

σαρκοφάγος

adjective (animal, plant: eats meat) (για φυτά και ζώα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σαρκοφάγος

adjective (disease: destroys flesh) (για νόσο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανθρωποφάγος

adjective (zombie: eats people) (για ζόμπι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καλό φαγητό

noun (healthy or top-quality food)

υγιεινή διατροφή

noun (consuming nutritious food)

Healthy eating in the long-term is more effective than calorie-counting as a means to lose weight.

ανθρωποφάγος

adjective (informal (animal: that eats human flesh)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σαρκοφάγος

adjective (carnivore, consumes meat)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διατροφικά θέματα και θέματα βάρους

plural noun (psychology: food and body-image disorder)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του eating στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του eating

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.