Τι σημαίνει το does στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης does στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του does στο Αγγλικά.
Η λέξη does στο Αγγλικά σημαίνει -, -, κάνει, -, φτιάχνω, -, κάνω, κάνω, κάνω, -, πάω, πάω, γεγονός, ντο, χτένισμα, αρκώ, κάνω, είμαι, κάνω, -, φτιάχνω, κάνω, κάνω, ετοιμάζω, φτιάχνω, κάνω, κάνω, παίζω, μαγειρεύω, φτιάχνω, κάνω, φτιάχνω, κάνω, γράφω, κάνω, φτιάχνω, πηγαίνω, πάω, πηγαίνω, πάω, κάνω, παίρνω, κάνω κτ σε κτ, θηλυκό ελάφι, θηλυκό κουνέλι, Με το μαλακό, δεν έχει σημασία, δεν πειράζει, και;. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης does
-auxiliary verb (used to form question) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Does your mother know you're here? Ξέρει η μητέρα σου πως είσαι εδώ; |
-auxiliary verb (used to form negative) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) My older brother doesn't like it when I tease him about his age. Δεν αρέσει στον μεγάλο μου αδερφό να τον πειράζω για την ηλικία του. |
κάνει(do: 3rd person singular) (γ' ενικό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He does his homework every night. Κάνει τα μαθήματά του κάθε βράδυ. |
-auxiliary verb (used to form question) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Do you know where the dog is? Ξέρεις που είναι ο σκύλος; |
φτιάχνωtransitive verb (create, make) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) As an artist, he did fabulous things with scrap metal. What a lovely painting; did you do it? Ως καλλιτέχνης, έφτιαχνε υπέροχα πράγματα με παλιοσίδερα. Τι ωραίος πίνακας, εσύ τον έφτιαξες; |
-auxiliary verb (used for emphasis) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Do come over for a visit! I do love you, honestly! Να έρθεις σίγουρα να μας κάνεις επίσκεψη! Σε αγαπάω, αλήθεια λέω! |
κάνωtransitive verb (carry out, attend to: task, job) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I'll do the dishes, since you cooked. Μια και μαγείρεψες εσύ, θα πλύνω εγώ τα πιάτα. |
κάνωtransitive verb (perform) (εργασίες) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) What are you doing this afternoon? Τι κάνεις σήμερα το απόγευμα; |
κάνωtransitive verb (work as [sth] for a living) (επάγγελμα, δουλειά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) What do you do for a living? Τι δουλειά κάνεις; |
-auxiliary verb (used to form negative) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) I do not know. Δεν ξέρω. |
πάωintransitive verb (informal (fare, manage) (καταφέρνω) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) How are you doing on that project? Πώς τα πας με το έργο; |
πάωintransitive verb (informal (progress) (επιδόσεις, πρόοδος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) How are your kids doing in school? Πώς τα πάνε τα παιδιά σου στο σχολείο; |
γεγονόςnoun (informal (event) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Jane bought a red dress for the big do. |
ντοnoun (first note of musical scale) (μουσική νότα) (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) The teacher sang 'do, re, mi' and then the children joined her. Η δασκάλα τραγούδησε το «ντο, ρε, μι», και, έπειτα, τα παιδιά ένωσαν τις φωνές τους με τη δική της. |
χτένισμαnoun (abbreviation, informal (hairdo) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Sarah's work colleagues all admired her new do. |
αρκώintransitive verb (informal (be satisfactory) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Will this do for you, or should I work on it some more? Φτάνει αυτό, ή να το δουλέψω κι άλλο; |
κάνωintransitive verb (behave) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Do as I say, not as I do. |
είμαιintransitive verb (informal (be in a stated condition) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Is she doing any better than yesterday? Τα πάει καθόλου καλύτερα από χτες; |
κάνωintransitive verb (suffice) (επαρκώ, είμαι εντάξει) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Will decaf do, or should I go out and get some real coffee? |
-intransitive verb (used in place of an earlier verb) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) We see things as you do. Βλέπουμε τα πράγματα όπως (τα βλέπεις) και εσύ. |
φτιάχνωtransitive verb (informal (produce) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The dressmaker could do six dresses in a day. |
κάνωtransitive verb (cause an effect) (κακό, ζημιά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Drugs can do a lot of harm. |
κάνωtransitive verb (informal (study) (διδάσκομαι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We haven't done trigonometry yet. Δεν έχουμε κάνει ακόμα τριγωνομετρία. |
ετοιμάζω, φτιάχνω, κάνωtransitive verb (prepare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Should I do the dinner tonight? |
κάνωtransitive verb (make effort) (ό,τι μπορώ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) It doesn't matter if you pass the exam or not; just do your best. |
παίζωtransitive verb (informal (theatre: present, perform) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We're doing Hamlet next. |
μαγειρεύω, φτιάχνωtransitive verb (informal (cook) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I'm going to do a roast this weekend. |
κάνωtransitive verb (have custom of) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We don't do that sort of thing here. |
φτιάχνω, κάνωtransitive verb (informal (nails: manicure) (τα νύχια μου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She spends half an hour doing her nails every day. |
γράφωtransitive verb (informal (write) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) His next idea is to do a book on the history of Wimbledon. |
κάνωtransitive verb (traverse, cover) (απόσταση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We did five hundred miles in two days. |
φτιάχνωtransitive verb (informal (decorate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They did the baby's bedroom in yellow, just in case. |
πηγαίνω, πάωtransitive verb (informal (travel at a given speed) (με συγκεκριμένη ταχύτητα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) They were doing thirty miles an hour when the other car struck them. |
πηγαίνω, πάωtransitive verb (informal (travel, sightsee) (ταξίδι, εκδρομή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We're going to do the Riviera this summer. |
κάνωtransitive verb (act, take action) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Don't just sit there, do something! |
παίρνωtransitive verb (informal (drugs: take) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) You're acting really strangely; have you been doing drugs? |
κάνω κτ σε κτ(cause effect on) That rugby game has done a lot of damage to the grass. |
θηλυκό ελάφιnoun (female deer) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hunters are allowed to kill up to two does per season. |
θηλυκό κουνέλιnoun (female rabbit) The doe gave birth to four bunnies last night. |
Με το μαλακόinterjection (go slowly, be careful) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν έχει σημασία, δεν πειράζειinterjection (it is unimportant or irrelevant) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) It doesn't matter what you say; I'm still going to do what I want. Δεν έχει σημασία τι λες. Θα κάνω αυτό που θέλω. |
και;interjection (I don't care) So you're earning more than me – what does it matter? |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του does στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του does
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.