Τι σημαίνει το devolver στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης devolver στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του devolver στο ισπανικά.

Η λέξη devolver στο ισπανικά σημαίνει κάνω εμετό, επιστρέφω, εξοφλώ, ξεπληρώνω, επιστρέφω, αντανακλώ, ανακλώ, επιστρέφω, επιστρέφω, εξοφλώ, ξεπληρώνω, αποπληρώνω, ρίχνω πίσω, επιστρέφω, επιστρέφω, δίνω πίσω, ανταποδίδω, κάνω εμετό, πίσω, ξερνάω, ξερνώ, επιστρέφω, επιστρέφω, επιστρέφω, ξερνάω, ξερνοβολάω, κάνω εμετό, ξερνάω, ξερνώ, ξερνοβολώ, ανάγω, κάνω εμετό, κάνω εμετό κτ, παίρνω πίσω, ανταποδίδω, κάνω εμετό, ανακατεύομαι, ξερνάω, δίνω έκπτωση, κάνω έκπτωση, αποζημιώνω, ξερνώ, επιστρέφω, επιστρέφω, δίνω πίσω, γυρίζω πίσω, ξεπληρώνω, επιστρέφω κτ σε κπ, τηλεφωνώ σε κπ, Επιστροφή στον αποστολέα., Το ξέρω κι εγώ αυτό το παιχνίδι, Δεν το ξέρεις μόνο εσύ αυτό το παιχνίδι, επανασυσκευάζω, αντιστρέφω τους όρους, καλώ κπ που με πήρε, τηλεφωνώ σε κπ που με πήρε, ανταποδίδω τη φιλοφρόνηση, χαιρετάω κι εγώ, χαιρετώ κι εγώ, παίρνω τηλέφωνο, αντεπιτίθεμαι, εκδικούμαι, αντεκδικούμαι, ανταποδίδω, ανταποδίδω, εκδικούμαι, ξεπληρώνω, παίρνω πίσω, δίνω λάθος ρέστα, επιστρέφω κτ χωρίς να με πάρουν χαμπάρι, υποβαθμίζω, κάνω υποβάθμιση, παίρνω κπ πίσω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης devolver

κάνω εμετό

(coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Siempre devuelvo cuando bebo mucho.
Πάντα μου έρχεται να ξεράσω όταν πιω υπερβολικά πολύ.

επιστρέφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Podrías devolverme el DVD que te presté?
Μπορείς να μου επιστρέψεις το dvd που σου δάνεισα;

εξοφλώ, ξεπληρώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Te devolveré las cinco libras mañana.
Θα σου ξεπληρώσω τις 5 λίρες αύριο.

επιστρέφω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αντανακλώ, ανακλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El túnel devolvía el sonido del motor.

επιστρέφω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El campeón golpeó el balón con fuerza, pero el contrincante la devolvió.

επιστρέφω

(κάτι, κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vuelve a poner todos los libros en su lugar en la estantería.

εξοφλώ, ξεπληρώνω, αποπληρώνω

(χρήματα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No puedo devolver el préstamo hasta el mes que viene.
Δεν μπορώ να ξεπληρώσω (or: αποπληρώσω) το δάνειο μέχρι τον επόμενο μήνα.

ρίχνω πίσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Guille me tiró la pelota, y yo se la devolví.

επιστρέφω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si la ropa que compras por correo no te queda bien, normalmente se puede devolver al proveedor.
Εάν τα ρούχα που έχεις παραγγείλει δεν σου κάνουν μπορείς συνήθως να τα επιστρέψεις στον προμηθευτή.

επιστρέφω, δίνω πίσω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Luego de inspeccionarlo, el oficial le devolvió el pasaporte sin hacer ningún comentario.
Ο υπάλληλος του τμήματος μετανάστευσης επέστρεψε το διαβατήριο χωρίς σχόλιο. Ο δάσκαλος επέστρεψε τα διορθωμένα διαγωνίσματα.

ανταποδίδω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Espero tener la oportunidad de devolverte este favor.
Ελπίζω να έχω την ευκαιρία να ανταποδώσω τη χάρη.

κάνω εμετό

verbo transitivo (κάτι που έφαγα)

πίσω

(επιστροφή)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ella devolvió el libro.
Έδωσε πίσω το βιβλίο.

ξερνάω, ξερνώ

(coloquial) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

επιστρέφω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La policía le devolvió el niño perdido a sus padres.

επιστρέφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi padre quiere que le devuelva el coche para la hora de cenar.
Ο μπαμπάς θέλει να έχω επιστρέψει το αυτοκίνητο μέχρι την ώρα του βραδινού.

επιστρέφω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξερνάω, ξερνοβολάω

(αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Quién vomitó en el asiento trasero?
Ποιος ξέρασε στο πίσω κάθισμα;

κάνω εμετό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El bebé acaba de vomitarme sobre la remera.
Το μώρο μόλις έκανε εμετό πάνω στο πουκάμισό μου.

ξερνάω, ξερνώ, ξερνοβολώ

(MX, coloquial) (καθομιλουμένη: εμετός)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ανάγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La madre ave regurgitó la comida para alimentar a sus crías.

κάνω εμετό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω εμετό κτ

(comida)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίρνω πίσω

Llevé a reparar mi reloj y lo recupero el martes.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Πήγα το ρολόι μου για επισκευή και θα το πάρω πίσω την Τρίτη.

ανταποδίδω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
María correspondió los insultos de su novio pegándole una cachetada.

κάνω εμετό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La bebé está enferma y vomita toda la comida.
Το μωρό είναι άρρωστο και κάνει διαρκώς εμετό το φαγητό του.

ανακατεύομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Peter vomitó todo lo que tenía en el estómago al bajar de la montaña rusa.
Το στομάχι του Πήτερ ήταν ανακατευόταν μόλις κατέβηκε από το τραινάκι του λούνα παρκ.

ξερνάω

(jerga) (καθομ: άκομψο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Kelsey estaba tan mareada que potó tres veces.

δίνω έκπτωση, κάνω έκπτωση

(σε κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La vendedora reembolsó el 20% del precio.

αποζημιώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La empresa de Maggie le reembolsó sus gastos de viaje.

ξερνώ

(ES, coloquial) (κάνω εμετό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El perro acaba de echar la pota en mi alfombra.
Ο σκύλος μόλις ξέρασε στο χαλί.

επιστρέφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si no me reembolsan el dinero, voy a presentar una queja formal.
Εάν δεν μου επιστρέψετε τα χρήματα, θα κάνω επίσημη καταγγελία.

επιστρέφω, δίνω πίσω, γυρίζω πίσω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Me devolviste el bolígrafo que te presté?
Μου επέστρεψες το στυλό που σου δάνεισα; Πήρες το πουλόβερ μου; Δώσε το μου πίσω!

ξεπληρώνω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No puedo devolverle las 50 libras que me prestó.
Δεν έχω την οικονομική άνεση να του ξεπληρώσω τις πενήντα λίρες που μου δάνεισε.

επιστρέφω κτ σε κπ

Deberías devolver ese dinero a su dueño legítimo.

τηλεφωνώ σε κπ

¿Puedo devolverte la llamada cuando esté menos ocupado?
Μπορώ να σε πάρω πίσω όταν θα έχω λιγότερη δουλειά;

Επιστροφή στον αποστολέα.

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Το ξέρω κι εγώ αυτό το παιχνίδι, Δεν το ξέρεις μόνο εσύ αυτό το παιχνίδι

expresión (figurado) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επανασυσκευάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tras el control en la aduana se procedió a empacar de nuevo los artículos revisados.

αντιστρέφω τους όρους

locución verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ya tendré ocasión de devolverle la jugada.

καλώ κπ που με πήρε, τηλεφωνώ σε κπ που με πήρε

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Te alcanzo más tarde, tengo que devolver una llamada antes de irme.

ανταποδίδω τη φιλοφρόνηση

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le devolvió la gentileza llevándola a pasear por toda la ciudad.

χαιρετάω κι εγώ, χαιρετώ κι εγώ

(con la mano)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίρνω τηλέφωνο

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Devolveré la llamada cuando pueda.
Θα σε πάρω τηλέφωνο όταν μπορέσω.

αντεπιτίθεμαι, εκδικούμαι, αντεκδικούμαι, ανταποδίδω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si eres injusto con ella, ella podría devolverte el golpe.
Αν την αδικήσεις, μπορεί να σε εκδικηθεί.

ανταποδίδω, εκδικούμαι, ξεπληρώνω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El presidente declaró que si el país era atacado devolverían el golpe.

παίρνω πίσω

locución verbal (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δίνω λάθος ρέστα

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιστρέφω κτ χωρίς να με πάρουν χαμπάρι

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Después de leer el documento secreto, lo devolví discretamente a su expediente. Después de retirar el efectivo, el carterista devolvió discretamente la billetera dentro del bolsillo del dueño.

υποβαθμίζω

(informática)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Debido a los fallos del nuevo sistema operativo, hemos devuelto todas las computadoras a una versión anterior.

κάνω υποβάθμιση

(informática) (από κάτι σε κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Devolvieron el programa a la versión anterior ya que esta es más estable.

παίρνω κπ πίσω

locución verbal (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του devolver στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.