Τι σημαίνει το despertarse στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης despertarse στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του despertarse στο ισπανικά.
Η λέξη despertarse στο ισπανικά σημαίνει ξυπνάω, ξύπνημα, θυμίζω, ξύπνημα, ξύπνημα, ξύπνημα, ξυπνάω, ξυπνώ, ζωντανεύω, ζωηρεύω, ξυπνώ, ξυπνάω, εγερτήριο, συνειδητοποίηση, αφύπνιση, ξυπνάω, διεγείρω, ξυπνάω, ξυπνώ, ξυπνάω, ξυπνώ, ξυπνώ, ξυπνάω, ξυπνώ, ξυπνώ, ζωντανεύω, ανάβω, ερεθίζω, εξάπτω, διεγείρω, ξυπνάω, ξυπνάω, δημιουργώ, παράγω, διεγείρω, προκαλώ, επαναφέρω, προκαλώ, εξάπτω, διεγείρω, πυροδοτώ, χαλάω, χαλώ, τηλεφώνημα για να ξυπνήσει κάποιον, ενημερώνω, κινώ το ενδιαφέρον, εγείρω το ενδιαφέρον, σκανδαλίζω, αφυπνίζω ξανά, ξυπνώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης despertarse
ξυπνάωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Me despertó para decirme que estaba roncando. Με ξύπνησε για να μου πει ότι ροχάλιζα. |
ξύπνημαnombre masculino (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Los huéspedes del hotel tuvieron un despertar repentino a las 3 de la mañana, cuando sonó la alarma contra incendios. |
θυμίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Esa canción me trae buenos recuerdos. Το άκουσμα αυτού του τραγουδιού μου φέρνει στο νου πιο ευτυχισμένες μέρες. |
ξύπνημαnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Los despertares frecuentes en medio de la noche pueden ser un síntoma de estrés. Τα συχνά ξυπνήματα κατά τη διάρκεια του βραδινού ύπνου μπορεί να είναι σημάδι στρες. |
ξύπνημαnombre masculino (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La alarma contra incendios fue la causa del despertar de Jeff a media noche. |
ξύπνημαnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ξυπνάω, ξυπνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cuando despiertes, piensa en qué quieres conseguir hoy. Όταν ξυπνήσεις συλλογίσου τι θέλεις να πετύχεις σήμερα. |
ζωντανεύω, ζωηρεύωverbo intransitivo (figurado) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Lucy despertó tras tomar una taza de café. Η Λούσι ζωντάνεψε αφού ήπιε μια κούπα καφέ. |
ξυπνώ, ξυπνάωverbo transitivo (με κάτι, από κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Me despertaron unos ruidos ensordecedores, alguien estaba aporreando la puerta. Ξύπνησα από τους ήχους που έκανε κάποιος βαρώντας αγενώς την πόρτα μου. |
εγερτήριοnombre masculino (επίσημο, ξύπνημα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El fuerte sonido de un trueno ocasionó nuestro temprano despertar. Μια τρομερή βροντή προκάλεσε την πρόωρη αφύπνισή μας. |
συνειδητοποίηση, αφύπνιση(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Su despertar sexual le llegó a una edad temprana. Η σεξουαλική του αφύπνιση ήρθε σε αρκετά νεαρή ηλικία. |
ξυπνάωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Me despertarías antes de que te vayas a trabajar? Θα με ξυπνήσεις πριν φύγεις για τη δουλειά; |
διεγείρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La conmovedora escena de la película despertó las emociones de Dave y le brotaron las lágrimas. Η συγκινητική σκηνή στην ταινία διέγειρε τα συναισθήματα του Ντέιβ και δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του. |
ξυπνάω, ξυπνώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El ruido de los gatos afuera me despertó. Ο θόρυβος από τις γάτες έξω με ξύπνησε. |
ξυπνάω, ξυπνώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fíjate si puedes despertar a tu hermana, son casi las nueve. |
ξυπνώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξυπνάω, ξυπνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Caroline despertó a los niños antes del amanecer para ordeñar las vacas. Η Κάρολαϊν ξύπνησε τα παιδιά πριν την ανατολή για να αρμέξουν τις αγελάδες. |
ξυπνώ, ζωντανεύωverbo transitivo (μεταφορικά: επαναφέρω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sus historias despertaron memorias de mi infancia. Οι ιστορίες της ξύπνησαν (or: ζωντάνεψαν) αναμνήσεις από την παιδική μου ηλικία. |
ανάβω, ερεθίζω(figurado) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El aroma del perfume de su abuela despertó viejos recuerdos. Η μυρωδιά από το άρωμα της γιαγιάς της ξύπνησε παλιές αναμνήσεις. |
εξάπτω, διεγείρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La película biográfica despertó nuevo interés en la vida de la pintora. |
ξυπνάωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Su madre lo despierta todas las mañanas y su padre lo pone a dormir. Η μητέρα του είναι αυτή που τον ξυπνάει κάθε πρωί και ο πατέρας του εκείνος που τον βάζει για ύπνο. |
ξυπνάωverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Desea que le despertemos por la mañana? Θα ήθελες να σε ξυπνήσουμε το πρωί; |
δημιουργώ, παράγω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los periódicos sensacionalistas pretenden suscitar el rechazo hacia la inmigración. Οι λαϊκές εφημερίδες δημιουργούν θόρυβο για το θέμα της μετανάστευσης. |
διεγείρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Leer ficción estimuló la imaginación del niño. |
προκαλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La representación de Lady Macbeth ha suscitado acusaciones de misoginia. Το πορτραίτο της Λαίδης Μάκμπεθ έχει προκαλέσει κατηγορίες για μισογυνισμό. |
επαναφέρω(costumbres) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Están tratando de recuperar los pantalones acampanados? Προσπαθούν να επαναφέρουν τα παντελόνια - καμπάνα; |
προκαλώ(εκνευρισμός, θυμός) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los comentarios raciales normalmente provocan enojo en los demás. Τα ρατσιστικά σχόλια συνήθως προκαλούν οργή στους άλλους. |
εξάπτω, διεγείρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La música conmueve nuestras emociones. |
πυροδοτώ(figurado) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los disparos de la policía al adolescente desarmado encendieron enormes protestas. |
χαλάω, χαλώ(sueño) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La preocupación por el próximo examen perturbaba el sueño de Linda. Η ανησυχία για το επικείμενο διαγώνισμα αναστάτωνε τον ύπνο της Λίντα. |
τηλεφώνημα για να ξυπνήσει κάποιον
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Matthew pidió al hotel que le hicieran una llamada para despertarlo en la mañana. |
ενημερώνωlocución verbal (γνώση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se sabe poco sobre esta enfermedad, y estoy haciendo una película para despertar conciencia. Η ασθένεια αυτή είναι ελάχιστα γνωστή και έτσι θα κάνω μια ταινία για να ευαισθητοποιήσω τον κόσμο. |
κινώ το ενδιαφέρονlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Las palabras del director despertaron interés en los empleados, algo poco común. |
εγείρω το ενδιαφέρονlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σκανδαλίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αφυπνίζω ξανάlocución verbal (figurado) Este viaje de senderismo volvió a despertar la aventura en mí. Αυτή η πεζοπορία ξαναξύπνησε τον τυχοδιώκτη μέσα μου. |
ξυπνώ(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του despertarse στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του despertarse
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.