Τι σημαίνει το creyó στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης creyó στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του creyó στο ισπανικά.
Η λέξη creyó στο ισπανικά σημαίνει προσδίδω αξιοπιστία, θεωρώ, πιστεύω, πιστεύω, σκέφτομαι, νομίζω, πιστεύω σε κτ/κπ, πεποίθηση, πιστεύω, νομίζω, θεωρώ, πιστεύω, πιστεύω, αντίληψη, πιστεύω, πιστεύω, θεωρώ, νομίζω, πιστεύω, καταλαβαίνω, συμπεραίνω, πιστεύω, θεωρώ, υποθέτω, πιστεύω, παίρνω απόφαση, κρίνω, πιστεύω, νομίζω, έχω εμπιστοσύνη σε κπ, πιστεύω σε κτ, πιστεύω, υποψία, Κοίτα να δεις!, πιστεύω οτιδήποτε, πιστεύω το οτιδήποτε, πιστεύω τα πάντα, κάνω κπ να πιστέψει, δεν παίρνω τοις μετρητοίς, εμπιστεύομαι, αρνούμαι να πιστέψω, σκέφτομαι τα καλύτερα για, έχω πίστη στο Θεό, έτσι νομίζω, έτσι πιστεύω, πιστεύω, υποθέτω, θεωρώ, κρίνω σκόπιμο, εξαπατώ, Σώπα!, Τι λες τώρα;, αξιοπιστία, αρνούμαι να πιστέψω, νομίζω, πιστεύω, εμπιστεύομαι, αναμένω, πιστεύω, δεν περιμένω, νομίζω ότι θα, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, παραπλανώ, παρασύρω, αποδίδω κτ, είμαι σταθερός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης creyó
προσδίδω αξιοπιστίαverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¡No puedes creer en la palabra de un hombre con fama de mentiroso! |
θεωρώ, πιστεύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πιστεύωverbo transitivo (ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Yo creo que Dios existe. Πιστεύω ότι ο Θεός υπάρχει. |
σκέφτομαι, νομίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πιστεύω σε κτ/κπverbo transitivo Aunque tiene diez años todavía cree en las hadas. Αν και είναι 10 χρονών, πιστεύει ακόμα στις νεράιδες. |
πεποίθηση(γνώμη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Yo creo que trabajar treinta y cinco horas a la semana es demasiado. Η πεποίθησή μου είναι πως τριάντα πέντε ώρες εργασίας την εβδομάδα είναι πάρα πολλές. |
πιστεύω(ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Creo que, tal como prometió, regresará. Πιστεύω ότι θα γυρίσει, όπως υποσχέθηκε. |
νομίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
θεωρώ, πιστεύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πιστεύωverbo transitivo (ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Yo creo que no va a llover mañana, pero no estoy seguro. Πιστεύω ότι δε θα βρέξει αύριο, αλλά δεν είμαι σίγουρη. |
αντίληψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Puede ser que esté equivocado pero creo que ya no están de novios. Μπορεί να κάνω λάθος, αλλά η αντίληψή μου είναι ότι δεν είναι πια μαζί. |
πιστεύωverbo transitivo (κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nunca creo en el pronóstico del tiempo de la televisión. Ποτέ δεν πιστεύω το δελτίο καιρού της τηλεόρασης. |
πιστεύω, θεωρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Creo que son gente muy agradable. Θεωρώ ότι είναι πολύ καλοί άνθρωποι. |
νομίζω, πιστεύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Qué crees tú que pasará? Τι νομίζεις (or: πιστεύεις) πως θα συμβεί; |
καταλαβαίνω, συμπεραίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Creo que la odias. ¿Es verdad? |
πιστεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Yo no creo en nada de lo que dice ese político. |
θεωρώ, υποθέτω, πιστεύω(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pienso que tú debes ser el nuevo alguacil. Υποθέτω ότι είσαι ο νέος σερίφης. Είναι ώρα μεσημεριανού, οπότε πιστεύω πως ο Γκλεν θα είναι στην παμπ. |
παίρνω απόφαση(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κρίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Debes hacer lo que consideres mejor. |
πιστεύω(figurado, informal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fred es muy ingenuo, se tragará cualquier cosa que le digas. |
νομίζω(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Creo que deberíamos tomar esa carretera. Νομίζω πως πρέπει να πάρουμε αυτόν τον δόμο. |
έχω εμπιστοσύνη σε κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Yo creo en el nuevo Primer Ministro. |
πιστεύω σε κτ(algo) Creo en donar a las organizaciones que mantienen sus costos al mínimo. Πιστεύω στο να γίνονται προσφορές σε φιλανθρωπίες, οι οποίες διατηρούν το διοικητικό τους κόστος σε ελάχιστα επίπεδα. |
πιστεύω(κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Él dijo que lo vio y yo le creo. Είπε ότι το είδε και τον πιστεύω. |
υποψία(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hay razón para creer que el hombre está mintiendo. |
Κοίτα να δεις!(έκπληξη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¿Quién lo hubiera dicho? Pedro y Claudia terminaron casándose... |
πιστεύω οτιδήποτε, πιστεύω το οτιδήποτε, πιστεύω τα πάνταlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¡Es tan ingenua! Cree cualquier cosa. Είναι τόσο αφελής, που πιστεύει το οτιδήποτε! |
κάνω κπ να πιστέψει(κάτι ή ότι/πως) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El asesor financiero me hizo creer que mis inversiones eran seguras. |
δεν παίρνω τοις μετρητοίςlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Steven es conocido por exagerar, yo creería la mitad de lo que diga. |
εμπιστεύομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αρνούμαι να πιστέψωlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se niega a creer su versión de los hechos. |
σκέφτομαι τα καλύτερα γιαlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Él cree que sus hijos son el no va más. |
έχω πίστη στο Θεόlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Yo no creo en Dios, soy ateo. |
έτσι νομίζω, έτσι πιστεύωlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) -¿Va a llover esta noche? — Creo que sí. |
πιστεύωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υποθέτω, θεωρώ(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Harry llamó para decir que estaba de camino, por lo que supongo que llegará pronto. Ο Χάρι τηλεφώνησε για να πει ότι είναι στον δρόμο, οπότε θεωρώ ότι θα έρθει σύντομα. |
κρίνω σκόπιμοlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Use tanta pintura como crea conveniente. |
εξαπατώlocución verbal (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tantas veces les ha hecho creer que estabas enferma, que ahora van a pensar que es mentira otra vez. |
Σώπα!, Τι λες τώρα;locución interjectiva (coloquial) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Η Τζέιν παντρεύεται; Αποκλείεται! Νόμιζα ότι θα είναι για πάντα εργένισσα. |
αξιοπιστίαlocución nominal femenina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αρνούμαι να πιστέψωlocución verbal (ότι/πως) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
νομίζω, πιστεύω(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Creo que Tom viene con nosotros. Le preguntaré. Νομίζω ότι ο Τομ θα έρθει μαζί μας. Θα τον ρωτήσω. |
εμπιστεύομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ella cree en sus palabras. Δείχνει εμπιστοσύνη στα λόγια του. |
αναμένω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Creo que nuestro equipo volverá a perder. Αναμένω ότι η ομάδα μας θα χάσει πάλι. |
πιστεύω(religión) (θρησκεία) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tengo fe en Dios. |
δεν περιμένω(pensar que no) (να γίνει κτ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No tengo expectativas de que pueda contestar a mi pregunte, pero igual voy a preguntarle. |
νομίζω ότι θα(tener intención de) (κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Creo que iré al supermercado ahora. Σκέφτομαι να πάω στο μανάβικο τώρα. |
καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαιlocución verbal (ότι/πως κπ κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cuando mi marido dice que lo que cociné está "interesante", creo que él quiere decir que no le gusta. Creí que John estaba en Fiji pero entendí todo mal, está en Venezuela. Όταν ο άντρας μου λέει ότι το φαγητό που έφτιαξα είναι «ενδιαφέρον» καταλαβαίνω ότι εννοεί πως δεν του αρέσει. |
παραπλανώ, παρασύρω(ώστε κπ να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Las reacciones positivas del jefe me hicieron creer que me ascendería. |
αποδίδω κτ(σε κάτι άλλο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sharon nunca me habla: lo atribuyo a su timidez. |
είμαι σταθερόςlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Él cree profundamente en sus principios socialistas. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του creyó στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του creyó
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.