Τι σημαίνει το courses στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης courses στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του courses στο Γαλλικά.
Η λέξη courses στο Γαλλικά σημαίνει αγώνας, αγώνας ταχύτητας, χρόνος, εξωτερική δουλειά, εξωτερική εργασία, εισιτήριο, αγώνας, ταχεία κίνηση νεφών, κατρακύλα, αγώνας δρόμου, κούρσα, διαδρομή, τρέξιμο, τρέχω, πέταγμα, διαδρομή του ανέμου, βιαστικό βήμα, γρήγορο βήμα, τρέξιμο, -, ντέρμπυ, run, ταρίφα, κυνηγάω, κυνηγώ, τρέξιμο, παραβγαίνω, πάω μια κόντρα, αγώνας, καταδίωξη, τακτική στο ποδόσφαιρο, στην οποία ο παίκτης με την μπάλα τρέχει έξω από την επιθετική γραμμή, ιστιοπλοϊκός αγώνας, ποδηλασία, ποδηλατοδρομία, που δεν υπάρχουν αποδείξεις για την αξία του, σκυταλοδρομία, διάδρομος, ανάγνωση χαρτών, άλογο κούρσας, αγώνας speedway, λουτζ, κόμιστρο, αγώνας δρόμου, ικανότητα λήψης επιδοτήσεων, τζιμκάνα, ιπποδρομία, αγώνας δρόμου, time trial, ανταγωνισμός εξοπλισμών, ποδηλατικός αγώνας, αρματοδρομία, αγώνας αντοχής, αγώνας δρόμου, αρματοδρομία, αγώνας ταχύτητας για μοτοσυκλέτες, αγωνιστικό αυτοκίνητο, σκυταλοδρομία, αυτοκινητικός αγώνας, αγώνες αυτοκινήτων, πολιτικός αγώνας, αγωνιστικό ποδήλατο, αμάνικο αθλητικό μπλουζάκι, drag race, αγώνας κωπηλασίας, στίβος με εμπόδια, ο αγώνας να πάρω ένα χαρτί, ανάβαση λόφου, αγώνας τρεξίματος, στον οποίο και τα δύο πόδια είναι μέσα σε σάκο, κόντρες, αγώνας δρόμου για φιλανθρωπικό σκοό, κάνω δουλειές, συμμετέχω σε κούρσα προσανατολισμού, αγωνιστικός, είδος αλόγου που αγωνίζεται καλύτερα σε βρεγμένο ή λασπώδες έδαφος, άλογο κούρσας, εμπόδια, αγώνων, αυτός που τα παρατάει, βιαστικό περπάτημα, λέι απ, lay up, επαναληπτικός αγώνας, άλογο ιπποδρομίας, αγωνιστικό ποδήλατο, ασχολούμαι με τον δρόμο μετ' εμποδίων, αγώνας ποδηλασίας, αγώνας 1 μιλίου, μέδεν, άλογο κούρσας, κίνηση προς τα κάτω, ποντάρισμα, αθλητικά, κωπηλατώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης courses
αγώναςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Fred a gagné la course autour du parc. Ο Φρεντ βγήκε πρώτος στον αγώνα γύρω από το πάρκο. |
αγώνας ταχύτηταςnom féminin (compétition) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Les Indy 500 sont une course automobile célèbre. Το Ίντι 500 είναι ένας πασίγνωστος αγώνας ταχύτητας αυτοκινήτων. |
χρόνοςnom masculin (d'un piston) (μτφ: μηχανολογία) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Combien de temps cela prend-il au moteur pour finir une course de piston ? |
εξωτερική δουλειά, εξωτερική εργασίαnom féminin (συνήθως πληθυντικός) Mon patron m'envoie toujours faire ses commissions pour m'occuper. Το αφεντικό μου πάντα με στέλνει σε εξωτερικές δουλειές μόνο και μόνο για να έχω κάτι να κάνω. |
εισιτήριο(bus) (λεωφορείο, μετρό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ο Κάιλ πλήρωσε το κόμιστρο και βγήκε από το ταξί. |
αγώναςnom féminin (άθλημα) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ces chevaux sont spécialement élevés pour la course. Αυτά τα άλογα εκτρέφονται ειδικά για αγώνες. |
ταχεία κίνηση νεφώνnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κατρακύλαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un pied de chaise a finalement mis fin à la course de la pelote de laine. Το πόδι μιας καρέκλας έβαλε τέλος στην κατρακύλα του κουβαριού. |
αγώνας δρόμουnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) On organise une course pour des œuvres de bienfaisance ce week-end. Οργανώνουμε έναν φιλανθρωπικό αγώνα δρόμου αυτό το σαββατοκύριακο. |
κούρσαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ils sont parvenus à trouver l'énergie pour une dernière course jusqu'à la ligne d'arrivée. |
διαδρομήnom féminin (Mécanisme) (μηχανολογία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cette course a vraiment besoin d'une réparation. |
τρέξιμο(sport) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il est parti faire la course de la fac. |
τρέχωnom féminin (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sa course après le bus ne rimait strictement à rien : il était bien trop à la traîne pour avoir une chance de le rattraper. Η τρεχάλα του δεν είχε νόημα, ήταν πολύ μακριά από το λεωφορείο και δεν υπήρχε ελπίδα να το προλάβει. |
πέταγμα(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
διαδρομή του ανέμου(Hydrologie) (μετεωρολογία) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
βιαστικό βήμα, γρήγορο βήμα
|
τρέξιμο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La course folle de John pour avoir son train n'a malheureusement pas suffi et il l'a raté. Το τρέξιμο που έριξε ο Τζον για το τρένο δεν ήταν αρκετό και το έχασε. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Les gardes ne s'attendaient pas à la course (or: à l'échappée) des prisonniers vers la porte. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οι φυλακισμένοι έτρεξαν προς την πόρτα. |
ντέρμπυ(hippisme, pêche,...) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
run(Base-ball) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
ταρίφα(taxi) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κυνηγάω, κυνηγώ(chasser) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les chiens ont pourchassé le lapin (or: ont pris le lapin en chasse). ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η αστυνομία καταδίωξε τον δραπέτη. |
τρέξιμοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La course à pied est l'un de mes sports favoris. Το τρέξιμο είναι από τα αγαπημένα μου αθλήματα. |
παραβγαίνωlocution verbale (με κάποιον) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les garçons faisaient la course l'un contre l'autre en descendant la colline. |
πάω μια κόντρα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je fais la course avec toi jusqu'au coin ! Παραβγαίνουμε μέχρι τη γωνία; |
αγώνας(de danse, hippique,...) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il y a un concours de danse en ville samedi. Ένας διαγωνισμός χορού θα γίνει στην πόλη το Σάββατο. |
καταδίωξηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le conducteur a été blessé lors de la course-poursuite. |
τακτική στο ποδόσφαιρο, στην οποία ο παίκτης με την μπάλα τρέχει έξω από την επιθετική γραμμή(Football américain) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ιστιοπλοϊκός αγώνας(yacht) |
ποδηλασία, ποδηλατοδρομία(sport) (άθλημα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cette année, ils ont gagné une médaille en cyclisme. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Φέτος πήραν μετάλλιο σε αγώνες ποδηλασίας. |
που δεν υπάρχουν αποδείξεις για την αξία του
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le patron était réticent à l'idée d'embaucher un candidat inexpérimenté (or: qui n'avait pas encore fait ses preuves). |
σκυταλοδρομίαnom féminin (Sports) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Philip et ses coéquipiers participeront au relais 4x100 mètres. Ο Φίλιπ και οι συμπαίκτες του συμμετέχουν στη σκυταλοδρομία των 400 μ. |
διάδρομοςnom masculin (Sports) (όργανο γυμναστικής) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Karen a acheté un tapis de course afin de pouvoir courir même par mauvais temps. Η Κάρεν αγόρασε έναν διάδρομο για να μπορεί να τρέχει ακόμα και όταν ο καιρός είναι άσχημος έξω. |
ανάγνωση χαρτώνnom féminin (σπορ, χόμπι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
άλογο κούρσαςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αγώνας speedwaynom féminin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
λουτζnom féminin |
κόμιστρο(en bus) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αγώνας δρόμουnom féminin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ικανότητα λήψης επιδοτήσεων(recherche de fonds) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τζιμκάναnom féminin (είδος αγώνα αυτοκινήτων) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
ιπποδρομίαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Brenda regarde une course de chevaux à la télé. |
αγώνας δρόμουnom féminin (figuré) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) C'est une course contre la montre : ça doit être fini avant la fin de la journée. |
time trialnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Certaines étapes du Tour de France sont des courses sur route; d'autres sont des courses contre la montre. |
ανταγωνισμός εξοπλισμώνnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ποδηλατικός αγώναςnom féminin |
αρματοδρομίαnom féminin (ιστορικό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αγώνας αντοχήςnom féminin (μηχανοκίνητα σπορ) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αγώνας δρόμουnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αρματοδρομίαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αγώνας ταχύτητας για μοτοσυκλέτεςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αγωνιστικό αυτοκίνητοnom féminin La voiture de course faisait des tours de piste à 250 kilomètres à l'heure. |
σκυταλοδρομία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Je participais à une course de relais (or: à un relais) quand j'ai fait tomber le témoin. |
αυτοκινητικός αγώναςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αγώνες αυτοκινήτωνnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πολιτικός αγώνας
|
αγωνιστικό ποδήλατοnom masculin |
αμάνικο αθλητικό μπλουζάκιnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
drag racenom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αγώνας κωπηλασίας
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
στίβος με εμπόδιαnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ο αγώνας να πάρω ένα χαρτίnom féminin (figuré) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ανάβαση λόφουnom féminin (sport automobile) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αγώνας τρεξίματος, στον οποίο και τα δύο πόδια είναι μέσα σε σάκοnom féminin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κόντρεςnom féminin (Athlétisme, Automobile) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
αγώνας δρόμου για φιλανθρωπικό σκοόnom féminin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
κάνω δουλειέςlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συμμετέχω σε κούρσα προσανατολισμούlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αγωνιστικόςlocution adjectivale (αυτοκίνητο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Plusieurs entreprises veulent mettre leurs logos sur des voitures de course. Αρκετές εταιρείες επιθυμούν να εμφανίζεται το λογότυπό τους σε αγωνιστικά αυτοκίνητα. |
είδος αλόγου που αγωνίζεται καλύτερα σε βρεγμένο ή λασπώδες έδαφοςnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
άλογο κούρσαςnom masculin pluriel (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
εμπόδιαnom féminin (Athlétisme) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Karen a décidé d'essayer la course de haies puisqu'elle ne voulait pas courir le 800 mètres. Η Κάρεν αποφάσισε να δοκιμάσει το δρόμο μετ' εμποδίων γιατί δεν ήθελε να τρέξει στον αγώνα των 800 μέτρων. |
αγώνωνlocution adjectivale (οδηγός) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Les pilotes de course doivent être au top de leur forme physique. Οι οδηγοί αγώνων πρέπει να είναι σε εξαίρετη φυσική κατάσταση. |
αυτός που τα παρατάειnom féminin (από διαγωνισμό) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ceux qui ont abandonné la course n'arrivaient tout simplement plus à faire face à la concurrence. Αυτοί που τα παράτησαν δεν μπορούσαν να διαχειριστούν πλέον τον ανταγωνισμό. |
βιαστικό περπάτημα
La course rapide du lapin me surprit. |
λέι απ, lay up(Basket-ball) (σουτ στο μπάσκετ) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
επαναληπτικός αγώναςnom féminin |
άλογο ιπποδρομίαςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αγωνιστικό ποδήλατοnom masculin |
ασχολούμαι με τον δρόμο μετ' εμποδίωνlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ken fait de la course de haies depuis des années maintenant. Ο Κεν ασχολείται με τον δρόμο μετ' εμποδίων χρόνια τώρα. |
αγώνας ποδηλασίαςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
αγώνας 1 μιλίου(Athlétisme) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ryan a terminé en première position dans la course du mile à la rencontre d'athlétisme. |
μέδενnom masculin (άλογο) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) C'est un cheval qui n'avait gagné aucune course et qui obtiendrait peu de paris à l'occasion de sa première course. |
άλογο κούρσαςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κίνηση προς τα κάτω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ποντάρισμαnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Johnny espérait remporter la course hippique. |
αθλητικάnom féminin pluriel Je porte mes chaussures de course lorsque je joue au basket. |
κωπηλατώlocution verbale (Aviron) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il a participé à la très prestigieuse course d'aviron de Londres. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του courses στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του courses
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.