Τι σημαίνει το cortar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης cortar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cortar στο πορτογαλικά.
Η λέξη cortar στο πορτογαλικά σημαίνει κόβω κτ σε κτ, τεμαχίζω κτ σε κτ, κόβω, κόβω, κόβω, κόβομαι, κόβω, κόβω, τραβάω χαρτί, κόβω, πηδάω, διακόπτω, κόβω, κόβω, ανοίγω, κόβω, χτυπάω κοφτά, κόβω, κόβω, διασταυρώνομαι, κόβω, διακόπτω, στερώ, διακόπτω, κόβω, κόβω, κόβω, κόβω, κόβω, αφαιρώ, κόβω δέντρο, κόβω, πετσοκόβω, περιορίζω, μικραίνω, κόβω, διακόπτω, σκίζω, σχίζω, κλαδεύω, αφαιρώ, κόβω, κόβω, κόβω, ξύνω, τρώω, παίρνω, αφαιρώ λεπτό στρώμα από, κόβω, αφαιρώ κτ από κτ, κόβω, τεμαχίζω, κόβω, βγάζω, ψιλοκόβω, σβήνω, κάνω σφήνα σε κπ, χώνομαι σε κπ, κόβομαι, κόβω, κόβω κατά μήκος της ραχοκοκαλιάς, κόβω τα φτερά, κόβω, κόβω, αυλακώνω, χαράσσω, πριονίζω, σκίζω, σχίζω, σκίζω, κόβω, κόβω, χαράσσω, χαράσσω, χαράζω, κόβω σε μεγάλα κομμάτια, περικόπτω, κόβω, περικόπτω, μειώνω, μειώνω, περικόπτω, περνάω από πρέσα, αυλακώνω, συντομεύω, κόβω, διαπερνώ, κόβω, κάνω τομή στη βάση της ουράς ενός αλόγου, κόβω, κόβω, καρφώνω, κόβω, κόβω, κόβω, κουρεύω, ψαλιδίζω, υλοτομώ, αποκόπτω, χαράζω, κουρεύω, πελεκώ, λαξεύω, ανοίγω δρόμο μέσα από κτ, κόβω, κόβω, κόβω, κόβω μια φέτα από κτ, ψιλοκόβω, κόβω σε λεπτές φέτες, σχίζω, κόβω, διακόπτω, διακόπτω, σταματώ, μειώνω, ελαττώνω, περιορίζω, κόβω, τεμαχίζω, χαράζω κτ με κτ, χαράσσω κτ με κτ, σπαραξικάρδιος, σπαρακτικός, μειώνω, ελαττώνω, κόβομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης cortar
κόβω κτ σε κτ, τεμαχίζω κτ σε κτ
A mãe cortou o jantar da filha em pedaços pequenos. Η μητέρα έκοψε το φαγητό της κόρης της σε μικρά κομμάτια. |
κόβωverbo transitivo (figurado, reduzir) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Precisamos cortar um pouco do tempo da duração deste discurso. Πρέπει να περικόψουμε την ομιλία γιατί δεν μας φτάνει ο χρόνος. |
κόβωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A alça da sacola de compras estava cortando seus dedos. Το χερούλι της τσάντας με τα ψώνια του έκοβε τα δάχτυλά. |
κόβω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Essa faca corta bem? |
κόβομαι(passar por fatiamento) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O queijo macio é cortado facilmente e não desmorona. Το μαλακό τυρί κόβεται εύκολα και δεν θρυμματίζεται. |
κόβω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Esta faca corta de forma limpa. |
κόβω(baralho) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Vou embaralhar as cartas e Henry pode cortar. |
τραβάω χαρτί(cartas) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Vamos cortar, e a pessoa com a carta mais alta pode começar. |
κόβω(προς μια κατεύθυνση) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O jogador de basquete cortou para a direita e lançou a bola. Ο μπασκετμπολίστας έκοψε δεξιά και σούταρε. |
πηδάωverbo transitivo (απότομη μετάβαση) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ele mostrou a cena da criança brincando e depois cortou para a cena de guerra. Έδειχνε τη σκηνή του παιδιού που έπαιζε και μετά πήδηξε στη σκηνή του πολέμου. |
διακόπτω(figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Roger pediu desculpas por cortar a conversa, mas disse que tinha algumas notícias urgentes. |
κόβωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele cortou algumas flores para levar para a namorada. |
κόβωverbo transitivo (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Por favor, corte as piadas. Diga-nos o que aconteceu. Κόψε την πλάκα σε παρακαλώ και πες μας απλά τι έγινε. |
ανοίγωverbo transitivo (δρόμο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele cortou caminho pelo campo de milho com seu trator. Άνοιξε με το τρακτέρ του ένα μονοπάτι μέσα από το καλαμποκοχώραφο. |
κόβωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Você quer cortar o baralho ou pode ser eu? |
χτυπάω κοφτάverbo transitivo Se você cortar a bola, ela irá para as árvores. |
κόβωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ela cortou a corda e abriu o pacote. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η μητέρα τεμάχισε το φαγητό της κόρης της σε μικρά κομμάτια. |
κόβωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O meu cabelo está ficando muito comprido, portanto precisarei cortá-lo em breve. Τα μαλλιά μου έχουν μακρύνει πολύ και σύντομα θα χρειαστεί να τα κόψω (or: κουρέψω). |
διασταυρώνομαιverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A linha férrea corta a rodovia logo depois da cidade. |
κόβωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O pedreiro irá cortar o granito em caminhos. |
διακόπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Francesca me interrompeu quando eu estava no meio da minha fala. Η Φραντσέσκα με διέκοψε, ενώ μιλούσα. |
στερώ(κάτι από κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Esta recessão está realmente diminuindo meu estilo de vida de luxo! |
διακόπτωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ela falou, interrompendo meus pensamentos. Μίλησε, διακόπτοντας τις σκέψεις μου. |
κόβωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κόβωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Charles cortou lenha para se preparar para o inverno. Ο Τσαρλς έκοψε καυσόξυλα για να προετοιμαστεί για τον χειμώνα. |
κόβω(με μπαλτά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O açougueiro cortava a carne nos fundos enquanto sua esposa gerenciava a loja na frente. Ο χασάπης έκοβε το κρέας στο πίσω μέρος ενώ η σύζυγός του κρατούσε το μαγαζί μπροστά. |
κόβωverbo transitivo (corpo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κόβωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αφαιρώverbo transitivo (remover por corte) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Os médicos cortaram o tumor e removeram o câncer. Η Ώντρεϋ έκοψε τη φωτογραφία από το περιοδικό. |
κόβω δέντροverbo transitivo (árvore) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Οι πιονέροι έκοβαν δέντρα για να χτίσουν τα σπίτια τους. |
κόβω, πετσοκόβωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Πριν να μαγειρέψω μπρόκολο, κόβω τα κοτσάνια. |
περιορίζω, μικραίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κόβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διακόπτωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σκίζω, σχίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Paula cortou a almofada e tirou o estofamento. Η Πώλα έσχισε το μαξιλάρι και τράβηξε έξω το γέμισμα. |
κλαδεύω(grama) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Melanie cortou a sebe para deixá-la bem cuidada. Η Μέλανι κλάδεψε τον φράκτη με τους θάμνους για να τον κάνει να φαίνεται περιποιημένος. |
αφαιρώ(figurado, texto) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Os censores cortarão todas as menções nos livros proibidos quando revisarem este artigo. |
κόβωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κόβω(trecho, cena) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O diretor cortou a cena da versão final do filme. Ο σκηνοθέτης έκοψε τη σκηνή από την τελική έκδοση της ταινίας. |
κόβωverbo transitivo (veículo) (μεταφορικά: επικίνδυνη προσπέραση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξύνω, τρώω, παίρνω, αφαιρώ λεπτό στρώμα απόverbo transitivo (figurado) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κόβω(barba) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Henry corta a barba regularmente. Ο Χένρι τριμάρει τακτικά το μούσι του. |
αφαιρώ κτ από κτ(figurado, texto) Os editores cortaram todos os nomes dos menores do artigo. |
κόβω, τεμαχίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Papai sempre corta o peru no jantar de Ação de Graças. Ο πατέρας κόβει πάντα τη γαλοπούλα στο δείπνο των Ευχαριστιών. |
κόβωverbo transitivo (luz) (τηλέφωνο, νερό κ.λπ.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A companhia telefônica nos cortou porque não pagamos a conta. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η τηλεφωνική εταιρεία μας έκοψε το τηλέφωνο γιατί δεν πληρώσαμε το λογαριασμό. |
βγάζωverbo transitivo (figurado: eliminar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se você quiser viver mais, corte o estresse da sua vida. Αν θέλεις να ζήσεις περισσότερο, βγάλε το άγχος από τη ζωή σου. |
ψιλοκόβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O cozinheiro cortou algumas batatas para o café da manhã. Ο μάγειρας ψιλόκοψε λίγες πατάτες για πρωινό. |
σβήνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω σφήνα σε κπ, χώνομαι σε κπ(figurado, veículo) (ανεπίσημο) |
κόβομαιverbo transitivo (eletricidade) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A energia foi cortada repentinamente e ficamos na escuridão. Κόπηκε το ρεύμα ξαφνικά και βυθιστήκαμε στο σκοτάδι. |
κόβωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κόβω κατά μήκος της ραχοκοκαλιάςverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κόβω τα φτεράverbo transitivo (κυριολεκτικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κόβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O açougueiro usou um cutelo para cortar o carneiro. Ο χασάπης χρησιμοποίησε τον μπαλτά για να τεμαχίσει το αρνί. |
κόβωverbo transitivo (κτ, κτ από κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O jardineiro cortou as flores mortas. Ο κηπουρός έκοψε τα ξερά λουλούδια. |
αυλακώνω, χαράσσωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πριονίζωverbo transitivo (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σκίζω, σχίζωverbo transitivo (figurado) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σκίζω, κόβωverbo transitivo (sem esforço) (με ευκολία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ned cortou o pacote. |
κόβω, χαράσσωverbo transitivo (κόψιμο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele disse que você devia cortar a casca da planta para ela florescer mais rápido. Είπε ότι πρέπει να κόψεις (or: χαράξεις) τον κορμό του φυτού για να το βοηθήσεις να ανθίσει γρηγορότερα. |
χαράσσω, χαράζωverbo transitivo (comida:) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Corte a base das couves de Bruxelas para cozinhar mais rápido. |
κόβω σε μεγάλα κομμάτιαverbo transitivo (em pedaços grandes) (κατά λέξη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
περικόπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O negócio vai mal; nós vamos ter que cortar pessoal. |
κόβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
περικόπτω, μειώνωverbo transitivo (gastos) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μειώνω, περικόπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Este departamento terá que cortar seu orçamento no próximo ano. |
περνάω από πρέσαverbo transitivo (για να πάρει διαστάσεις ρυζιού) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αυλακώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συντομεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Este é um bom ensaio, mas é muito longo. Você poderia cortar um pouco? |
κόβωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cortar o rabo de cachorros deixou de ser desejável. |
διαπερνώ(figurado: som) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κόβω(δίνω σχήμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gary cortou a prancha com um serrote para fazê-la caber. |
κάνω τομή στη βάση της ουράς ενός αλόγουverbo transitivo (για να στέκεται πιο ψηλά) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κόβω(palavras ao falar) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Susana fala rápido e corta as palavras. |
κόβωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A costureira cortou o material para se ajustar ao padrão. O carpinteiro cortou as tábuas no tamanho certo. |
καρφώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κόβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κόβωverbo transitivo (συνήθως για να ανοίξω δρόμο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eu não tenho ideia do porquê ele trouxe aquela machete, não tem floresta para cortar na Bélgica. Δεν έχω ιδέα γιατί αγόρασε εκείνη τη μασέτα. Δεν υπάρχει ζούγκλα στο Βέλγιο για να πρέπει να κόψεις για να ανοίξεις δρόμο. |
κόβω, κουρεύωverbo transitivo (cabelo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O cabeleireiro aparou o cabelo do John. Ο κομμωτής πήρε της άκρες από τα μαλλιά του Τζον. |
ψαλιδίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υλοτομώverbo transitivo (corte de árvores) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Os lenhadores cortaram vários pinheiros grandes. Ο ξυλοκόπος έκοψε αρκετά μεγάλα πεύκα. |
αποκόπτωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χαράζω(objeto) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κουρεύωverbo transitivo (grama) (γρασίδι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Το γρασίδι μας κουρεύτηκε από επαγγελματίες. |
πελεκώ, λαξεύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανοίγω δρόμο μέσα από κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κόβωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O fotógrafo cortou a foto para que ela coubesse na moldura. |
κόβω(com tesoura) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κόβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κόβω μια φέτα από κτ(cortar: um fino pedaço) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ψιλοκόβω, κόβω σε λεπτές φέτες(cortar em pedaços) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σχίζω, κόβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διακόπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Por favor, perdoe-me por interromper. Με συγχωρείτε που διακόπτω. |
διακόπτω, σταματώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ela me interrompeu enquanto eu estava falando. Não me interrompa quando eu estiver falando. Με διέκοψε ενώ μιλούσα. Μην με διακόπτεις, όταν μιλάω. |
μειώνω, ελαττώνω, περιορίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) É difícil reduzir o consumo de álcool quando meus amigos continuam me convidando para beber. Είναι δύσκολο να περιορίσω το αλκοόλ, όταν οι φίλοι μου συνεχίζουν να με καλούν για ποτό. |
κόβω, τεμαχίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pique a cebola antes de acrescentá-la no cozido. Ψιλοκόψτε το κρεμμύδι πριν το προσθέσετε στο στιφάδο. |
χαράζω κτ με κτ, χαράσσω κτ με κτ
|
σπαραξικάρδιος, σπαρακτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μειώνω, ελαττώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Agora que Trevor perdeu seu emprego, ele precisa reduzir suas saídas mensais. Τώρα που ο Τρέβορ έχασε τη δουλειά του, πρέπει να περιορίσει τα μηνιαία έξοδά του. |
κόβομαιverbo pronominal/reflexivo (ao barbear-se ou raspar pelos) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cortar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του cortar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.