Τι σημαίνει το commerce στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης commerce στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του commerce στο Γαλλικά.

Η λέξη commerce στο Γαλλικά σημαίνει άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας, επιχειρήσεις, εμπόριο, συναλλαγή, εμπόριο, μπίζνες, δουλειές, δραστηριοποιούμαι, Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη, πουλάω, πουλώ, δίκαιο εμπόριο, ηλεκτρονικό εμπόριο, εμπορεύομαι, από το στοκ, αντιπρόσωπος πωλήσεων, εμπορικός αντιπρόσωπος, διοίκηση επιχειρήσεων, εμπορικό επιμελητήριο, οργανισμός εμπορίου, εμπορικός κώδικας, εμπορικό δίκαιο, αμοιβαίο εμπόριο μεταξύ κρατών, δουλεμπόριο, εμπόριο μπαχαρικών, δίκαιο εμπόριο, λιανικό εμπόριο, πωλητής, εξωτερικό εμπόριο, παγκόσμιο εμπόριο, συνοικιακό κατάστημα, πολύ μεγάλο κατάστημα λιανικής, κλάδος λιανικού εμπορίου, ηλεκτρονικό εμπόριο, Οµοσπονδιακή Επιτροπή Εµπορίου, Υπουργείο Εμπορείου και Βιομηχανίας, ηλεκτρονικό εμπόριο, εμπορικό κέντρο, έχω εμπορικές συναλλαγές, εμπορεύομαι, πουλώ, εμπορεύομαι, διακινώ, πουλώ, έτοιμος, εκπρόσωπος, ταξιδιωτικός αντιπρόσωπος, πλασιέ, μεγάλη δουλειά, κεντρικός εμπορικός δρόμος, πωλήτρια, εμπορεύομαι, τυποποιημένος, λιανική πώληση, λιανική επιχείρηση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης commerce

άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
William est dans le commerce comme fabricant de chaussures.

επιχειρήσεις

nom masculin (économie) (οικονομικά: εμπόριο)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Fiona fait des études de commerce à l'université.
Η Φιόνα σπουδάζει επιχειρήσεις στο πανεπιστήμιο.

εμπόριο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le commerce international n'a cessé de prospérer ces dernières années.
Το διεθνές εμπόριο έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια.

συναλλαγή

(συνήθως πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η αγορά είχε ανοίξει εδώ και μια ώρα και οι συναλλαγές ήταν καλές.

εμπόριο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les membres de la famille de sa mère étaient tous dans le commerce.
Στην οικογένεια της μητέρας της ασχολούνταν όλοι με το εμπόριο.

μπίζνες, δουλειές

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

δραστηριοποιούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Η εταιρεία μας λειτουργεί πάνω από πενήντα χρόνια.

Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη

(ΔΗΕΕΑ)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πουλάω, πουλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il vend des métaux précieux.
Πουλάει πολύτιμα μέταλλα.

δίκαιο εμπόριο

(produit) (οικονομία, οικολογία)

James achète des produits équitables dès qu'il en a l'occasion.
Ο Τζέιμς, όποτε μπορεί, αγοράζει προϊόντα δίκαιου εμπορίου.

ηλεκτρονικό εμπόριο

nom masculin

εμπορεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cette société vend des machines industrielles.

από το στοκ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αντιπρόσωπος πωλήσεων, εμπορικός αντιπρόσωπος

(France)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

διοίκηση επιχειρήσεων

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
J'ai passé un concours pour essayer d'intégrer une prestigieuse école de commerce.

εμπορικό επιμελητήριο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La chambre de commerce locale se réunit le premier mardi du mois.

οργανισμός εμπορίου

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εμπορικός κώδικας

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εμπορικό δίκαιο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le cabinet d'avocats pour lequel je travaille est spécialisé dans le droit des affaires et le droit du commerce.

αμοιβαίο εμπόριο μεταξύ κρατών

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nous avons conclu un accord de commerce bilatéral avec la Bulgarie. Le Japon et les États-Unis ne s'entendent pas toujours sur ce qui constitue un commerce bilatéral équitable.
Η Ιαπωνία και οι ΗΠΑ μερικές φορές διαφωνούν σχετικά για το τι είναι δίκαιο σε ότι αφορά στο αμοιβαίο εμπόριο μεταξύ κρατών.

δουλεμπόριο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εμπόριο μπαχαρικών

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δίκαιο εμπόριο

nom masculin

Le commerce équitable associe de bons prix pour les paysans et des normes environnementales strictes.
Το δίκαιο εμπόριο συνδυάζει καλές τιμές για τους αγρότες με αυστηρές περιβαλλοντικές προδιαγραφές.

λιανικό εμπόριο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πωλητής

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Leur représentant de commerce va nous rendre visite la semaine prochaine.

εξωτερικό εμπόριο

nom masculin

On l'a nommée ministre du commerce extérieur.

παγκόσμιο εμπόριο

nom masculin

συνοικιακό κατάστημα

nom masculin (μτφ: όχι μέλος αλυσίδας)

Même si les prix sont un peu plus hauts, je préfère faires mes cours dans les petits commerces car le service y est meilleur.

πολύ μεγάλο κατάστημα λιανικής

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κλάδος λιανικού εμπορίου

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ηλεκτρονικό εμπόριο

Οµοσπονδιακή Επιτροπή Εµπορίου

(agence américaine)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Υπουργείο Εμπορείου και Βιομηχανίας

nom masculin (ministère britannique)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ηλεκτρονικό εμπόριο

εμπορικό κέντρο

nom masculin (immeuble)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έχω εμπορικές συναλλαγές

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les États-Unis font affaire avec la Chine parce que chacun utilise les ressources de l'autre.

εμπορεύομαι, πουλώ

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il fait le commerce de produits d'alimentation générale.

εμπορεύομαι, διακινώ, πουλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έτοιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εκπρόσωπος

(πωλήσεων)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Un représentant va vous rappeler au moment qui vous conviendra.
Ένας εκπρόσωπος θα σας καλέσει όποτε σας βολεύει.

ταξιδιωτικός αντιπρόσωπος

(France)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
Notre VRP (or: V.R.P.) vous retrouvera à la sortie des douanes.
Ο ταξιδιωτικός αντιπρόσωπός μας θα σας συναντήσει ακριβώς έξω από το τελωνείο.

πλασιέ

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Il y a un représentant de commerce ici qui demande la dame de la maison.
Είναι εδώ ένας πλασιέ που ζητά να δει την κυρία του σπιτιού.

μεγάλη δουλειά

(μεταφορικά, καθομιλουμένη)

Le commerce des armes est un gros marché, avec des milliers de milliards de dollars dépensés en achats militaires chaque année.

κεντρικός εμπορικός δρόμος

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Les supermarchés discount proposent les prix les plus bas que l'on peut trouver dans le commerce.
Τα εκπτωτικά σουπερμάρκετ στους κεντρικούς εμπορικούς δρόμους προσφέρουν τις χαμηλότερες τιμές.

πωλήτρια

nom féminin (porte-à-porte)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εμπορεύομαι

(illégal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a fait fortune en faisant du trafic d'armes illégales.
Έκανε περιουσία εμπορευόμενος παράνομα όπλα.

τυποποιημένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

λιανική πώληση

λιανική επιχείρηση

nom masculin

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του commerce στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.