Τι σημαίνει το campagne στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης campagne στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του campagne στο Γαλλικά.
Η λέξη campagne στο Γαλλικά σημαίνει εξοχή, καμπάνια, εκστρατεία, εκστρατεία, καμπάνια, απομακρυσμένη περιοχή, εκστρατεία, πεδίο μάχης, πόλεμος, ύπαιθρος, πάθος για κτ, διεξάγω καμπάνια, διεξάγω εκστρατεία, κάνω εκστρατεία για κτ, διεξάγω καμπάνια για κτ, κάνω εκστρατεία κατά, διεξάγω καμπάνια κατά, μεγαλωμένος στην επαρχία, στην εξοχή, παράδρομος, προεκλογική διαδικασία, ζωή στο χωριό, εκστρατεία σπίλωσης, εκστρατεία λασπολογίας, εκστρατεία δυσφήμισης, συλλογή πόρων για συγκεκριμένο σκοπό, διαφημιστική εκστρατεία, στρατιωτικές επιχειρήσεις, πολιτική εκστρατεία, εκστρατεία, καμπάνια πωλήσεων, πώληση/προώθηση προϊόντος διακριτικά/χωρίς επιμονή, προεκλογική εκστρατεία, προπαγανδιστική καμπάνια, προπαγανδιστική εκστρατεία, περιοδεία στην επαρχεία, σιδηρόδρομος, προεκλογικές υποσχέσεις, κάνω μια καμπάνια, μαζεύω, συγκεντρώνω, συμμετέχω σε προεκλογική εκστρατεία, ζω στην επαρχία, έντονη προσπάθεια, αυτός που συμμετέχει σε εκστρατεία, επαρχιώτισσα, πολιτικός σύμβουλος, πασχίζω για κτ, κάνω εκστρατεία για κτ, γεννημένος στην επαρχία, διαφημιστική καμπάνια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης campagne
εξοχήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Frances préférait le calme de la campagne à l'agitation de la ville. Η Φράνσις προτιμούσε την ησυχία της εξοχής από τη βοή της πόλης. |
καμπάνιαnom féminin (politique) (πολιτική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Si la campagne se déroule comme prévu, nous sommes sûrs de gagner. Αν η καμπάνια πάει καλά θα νικήσουμε. |
εκστρατείαnom féminin (effort militaire) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nous avons gagné la guerre grâce à une campagne brillamment orchestrée. Κερδίσαμε τον πόλεμο χάρη στην εξαιρετικά σχεδιασμένη εκστρατεία μάχης. |
εκστρατείαnom féminin (militantisme) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La campagne pour l'interdiction des mines antipersonnelle a été un succès. Η εκστρατεία για την απαγόρευση των ναρκών ήταν επιτυχημένη. |
καμπάνια(marketing) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Notre société lancera une nouvelle campagne commerciale au printemps. Η εταιρεία μας θα ξεκινήσει μια νέα διαφημιστική εκστρατεία την άνοιξη. |
απομακρυσμένη περιοχή(μακριά) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
εκστρατείαnom féminin (de bienfaisance,...) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La campagne de collecte de fonds du printemps a été un vrai succès. |
πεδίο μάχηςnom féminin (Militaire) (επίσημο) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Il était toujours en campagne avec ses troupes. |
πόλεμοςnom féminin (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Les partis gauchistes mènent une campagne féroce contre la droite pendant cette élection. |
ύπαιθροςnom féminin (région rurale) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Notre famille a quitté la campagne pour la ville. Η οικογένεια μου μετακόμισε από την εξοχή στην πόλη. |
πάθος για κτ(politique,...) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διεξάγω καμπάνια, διεξάγω εκστρατεία(πολιτική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'homme politique mena une campagne acharnée lors des sénatoriales. Ο πολιτικός διεξήγαγε σκληρή καμπάνια για τη θέση του γερουσιαστή. |
κάνω εκστρατεία για κτ, διεξάγω καμπάνια για κτlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les femmes faisaient campagne pour le droit de vote. Γυναίκες διαδήλωναν για το δικαίωμα ψήφου τους. |
κάνω εκστρατεία κατά, διεξάγω καμπάνια κατάlocution verbale (με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les abolitionnistes faisaient campagne contre le trafic d'esclaves. Οι υπέρμαχοι της κατάργησης της δουλείας διαδήλωναν κατά του εμπορίου σκλάβων. |
μεγαλωμένος στην επαρχίαlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στην εξοχήlocution adverbiale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
παράδρομος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
προεκλογική διαδικασίαnom féminin (συνολικά) |
ζωή στο χωριόnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εκστρατεία σπίλωσης, εκστρατεία λασπολογίας, εκστρατεία δυσφήμισηςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Ses opposants politiques lancent une campagne de diffamation contre lui. La campagne de diffamation a accusé le candidat d'avoir accepté de l'argent de la part de criminels. |
συλλογή πόρων για συγκεκριμένο σκοπόnom masculin pluriel (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διαφημιστική εκστρατείαnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La campagne de communication d'Obama fut couronnée de succès. |
στρατιωτικές επιχειρήσειςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
πολιτική εκστρατείαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Aux dernières élections américaines, plusieurs campagnes électorales ont commencé deux ans avant le scrutin. |
εκστρατεία, καμπάνια πωλήσεωνnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La mise en vente du nouveau produit a été précédée d'une vaste campagne publicitaire. |
πώληση/προώθηση προϊόντος διακριτικά/χωρίς επιμονή
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προεκλογική εκστρατείαnom féminin |
προπαγανδιστική καμπάνια, προπαγανδιστική εκστρατείαnom féminin (πολιτική) |
περιοδεία στην επαρχεία(Politique, soutenu) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σιδηρόδρομος(États-Unis) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
προεκλογικές υποσχέσειςnom féminin pluriel (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
κάνω μια καμπάνιαlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μαζεύω, συγκεντρώνω(ψήφους) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le commercial a sondé l'opinion à travers le voisinage pour estimer l'intérêt pour de nouveaux services internet. |
συμμετέχω σε προεκλογική εκστρατεία
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ζω στην επαρχίαlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έντονη προσπάθεια(καμπάνια) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Une campagne choc pour le nouveau parfum a été lancée la semaine dernière. |
αυτός που συμμετέχει σε εκστρατεία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La candidate serrait de nombreuses mains tandis que son équipe se tenait à proximité. |
επαρχιώτισσαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πολιτικός σύμβουλοςnom masculin Son discours a été écrit par un conseiller de campagne. |
πασχίζω για κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω εκστρατεία για κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γεννημένος στην επαρχίαlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διαφημιστική καμπάνιαnom féminin |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του campagne στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του campagne
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.