Τι σημαίνει το cabin στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cabin στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cabin στο Αγγλικά.

Η λέξη cabin στο Αγγλικά σημαίνει καμπίνα, ξυλόσπιτο, καμπίνα, καμπίνα, σταθμαρχείο, περιορίζω, καμαρότος, καμαρότος, πλήρωμα καμπίνας, κρούζερ, πόρτα, σύνδρομο εγκλεισμού, συνεπιβάτης, συνεπιβάτιδα, αεροσυνοδός, ξυλοκαλύβα, καλύβα από κορμούς δέντρων, ξυλόσπιτο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cabin

καμπίνα

noun (airplane) (αεροσκάφους)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Everyone in the cabin must fasten their seat belts.
Όλοι όσοι βρίσκονται στην καμπίνα πρέπει να δέσουν τις ζώνες ασφαλείας τους.

ξυλόσπιτο

noun (house)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Henry's parents live in a cabin in the mountains.
Οι γονείς του Χένρυ μένουν σε μια καλύβα στο βουνό.

καμπίνα

noun (ship: officer's quarters)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The captain retires to his cabin every evening at 8:00.
Ο καπετάνιος αποσύρεται στην καμπίνα του κάθε βράδυ στις 8.

καμπίνα

noun (ship: living quarters or office)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σταθμαρχείο

noun (UK (signal box) (για σιδηροδρόμους)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

περιορίζω

transitive verb (confine [sb/sth] in small place)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καμαρότος

noun (on a passenger ship)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καμαρότος

noun (nautical)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πλήρωμα καμπίνας

noun (staff of a plane or ship)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The friendly smiles of the cabin crew put the passengers at ease.

κρούζερ

noun (motorboat) (σκάφος)

πόρτα

noun (entrance or exit in an aeroplane) (αεροπλάνο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σύνδρομο εγκλεισμού

noun (figurative (boredom caused by confinement)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

συνεπιβάτης, συνεπιβάτιδα

noun ([sb] who shares ship's quarters)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

αεροσυνοδός

noun (air steward, hostess)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
The flight attendant demonstrated how to use the oxygen masks.
Ο αεροσυνοδός έδειξε πώς γίνεται χρήση της μάσκας οξυγόνου.

ξυλοκαλύβα, καλύβα από κορμούς δέντρων, ξυλόσπιτο

noun (house made of trimmed tree trunks)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My grandfather built this log cabin with his own two hands. I've always admired the rustic beauty of my aunt's log cabin.
Ο παππούς μου έκτισε αυτή την ξυλοκαλύβα με τα ίδια του τα χέρια.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cabin στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του cabin

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.