Τι σημαίνει το bread στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης bread στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bread στο Αγγλικά.
Η λέξη bread στο Αγγλικά σημαίνει ψωμί, ψωμί, πανάρω, τροφή, ψωμί από φούρνο, μπανανόψωμο, ψωμί με βούτυρο, μέσα συντήρησης, βασικός, κύριος, είδος βρετανικής πουτίγκας, ψωμιέρα, κύριος εισοδηματίας, αλεύρι για ψωμί, μαχαίρι για ψωμί, ουρά για συσίτιο, αρτοπαρασκευαστής, αρτοπαρασκευαστής, τροφή, άρτος της ζωής, πουτίγκα ψωμιού, ψωμάκι, κριτσίνι, επιφάνεια κοπής, τρώω, τρώω, συντρώω, μαύρο ψωμί, μαύρο ψωμί, καλαμποκίσιο ψωμί, τα προς το ζην, μπαγκέτα, σκορδόψωμο, ψωμί με μυρωδικά, ψωμί με βότανα, πρόσφορο, φρατζόλα ψωμί, monkey bread, ψωμί με ξηρούς καρπούς, ψωμί με ξηρούς καρπούς, στο όριο της φτώχειας, πίτα, ψωμί με σταφίδες, κριθαρόψωμο, φέτα ψωμί, ψωμί του τοστ, ψωμί σόδας, ψωμί με σόδα, ψωμί με προζύμι, το καλύτερο, σταρένιο ψωμί, λευκό ψωμί, άσπρο ψωμί, μικροαστικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης bread
ψωμίnoun (uncountable (type of food) (τροφή) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) You can't make a sandwich without bread. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο πατέρας μου δουλεύει σε ένα πρατήριο άρτου. |
ψωμίnoun (slang, figurative, uncountable (money) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A good musician can make a lot of bread. Ένας καλός μουσικός μπορεί να βγάλει πολύ χρήμα. |
πανάρωtransitive verb (cover with breadcrumbs) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sally breaded the salmon with herbs and spices. Η Σάλι πάναρε τον σολομό με βότανα και μπαχαρικά. |
τροφήnoun (figurative, uncountable (food in general) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) They are so poor that they can afford neither clothes nor bread. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έψαχνε απεγνωσμένα μια δουλειά, γιατί δεν είχε λεφτά ούτε για το ψωμί των παιδιών του. |
ψωμί από φούρνοnoun (bread crafted in small bakery) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Store bread is just white fluff, but artisan bread is chewy, with a thick crust -- yum! |
μπανανόψωμοnoun (loaf cake) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ψωμί με βούτυροnoun (literal (bread with butter spread on it) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A glass of milk with bread and butter for breakfast is the best. |
μέσα συντήρησηςnoun (informal, figurative (livelihood) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Cooking is his bread and butter; he's a chef. |
βασικός, κύριοςadjective (informal, figurative (staple, basic) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
είδος βρετανικής πουτίγκαςnoun (UK (dessert made with bread and eggs) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ψωμιέραnoun (storage container for bread) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Bread boxes are not really used anymore. I haven't seen one in years. |
κύριος εισοδηματίαςnoun (figurative (main earner of a family's income) In many modern families, there is more than one bread earner. |
αλεύρι για ψωμίnoun (flour with high gluten content) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) You shouldn't use bread flour to bake a cake. |
μαχαίρι για ψωμίnoun (tool for slicing bread) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I bake crusty artisan bread, so my husband gave me a really sharp bread knife. |
ουρά για συσίτιοnoun (queue for free food) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αρτοπαρασκευαστήςnoun (appliance that bakes bread) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αρτοπαρασκευαστήςnoun (appliance that bakes bread) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I don't waste time kneading and rising and baking my bread; I just use my bread maker! |
τροφήnoun (food, sustenance) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
άρτος της ζωήςnoun (figurative (Christianity: spiritual sustenance) (θρησκεία: μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πουτίγκα ψωμιούnoun (dessert made with bread and fruit) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Bread pudding with raisins and rum sauce is delicious. |
ψωμάκιnoun (small loaf) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Liz is baking a tray of bread rolls. Η Λιζ ψήνει ένα ταψί ψωμάκια. |
κριτσίνιnoun (baton of crusty bread) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
επιφάνεια κοπήςnoun (surface for slicing) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Please cut on the breadboard; if you cut right on the countertop, you'll damage the plastic. |
τρώωverbal expression (figurative (eat a meal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Good friends enjoy breaking bread together. |
τρώω, συντρώωverbal expression (figurative (share a meal with [sb]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) At the Last Supper, Jesus broke bread with his friends for the last time before he died. |
μαύρο ψωμίnoun (bread made of darker flour) |
μαύρο ψωμίnoun (Boston brown bread) |
καλαμποκίσιο ψωμίnoun (bread made with cornmeal) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I bake my corn bread with jalapenos mixed in it. |
τα προς το ζηνnoun (figurative (money for basic living necessities) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μπαγκέταnoun (baguette) (ψωμί) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Good french bread has a crispy crust and a soft interior. |
σκορδόψωμοnoun (bread with garlic, butter) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Italian restaurants sometimes serve garlic bread with pasta dishes. |
ψωμί με μυρωδικά, ψωμί με βόταναnoun (bread containing herbs) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The herb bread was delicious but it had a weird greenish color. |
πρόσφοροnoun (Christianity: host, Eucharist) (ορθόδοξη εκκλησία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φρατζόλα ψωμίnoun (shaped mass of baked bread) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I sliced the loaf of bread to make toast for breakfast. William bought a loaf of bread at the grocery store. Έκοψα τη φρατζόλα του ψωμιού για να το φρυγανίσω για το πρωινό. Ο Ουίλιαμ αγόρασε μια φρατζόλα ψωμί από το σούπερ μάρκετ. |
monkey breadnoun (type of cake) (είδος γλυκού) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ψωμί με ξηρούς καρπούςnoun (bread containing nuts) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I love nut bread for breakfast. |
ψωμί με ξηρούς καρπούςnoun (vegetarian dish) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) It is easy to make a dish similar to a hamburger with nut bread. |
στο όριο της φτώχειαςadverb (UK, figurative (in poverty) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sadly, thousands of families in this country are on the breadline. |
πίταnoun (Middle Eastern bread) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ψωμί με σταφίδεςnoun (dough baked with dried grapes) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Sally likes a couple of slices of raisin bread for breakfast. |
κριθαρόψωμοnoun (bread made from rye) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Rye bread is generally heavier than wheat bread. |
φέτα ψωμίnoun (thin piece cut from loaf) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ψωμί του τοστnoun (bread: sold pre-sliced) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ψωμί σόδας, ψωμί με σόδαnoun (type of bread) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Soda bread is a traditional Irish bread and is made with bicarbonate of soda instead of yeast. |
ψωμί με προζύμιnoun (bread) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I'll have a turkey sandwich on sourdough. |
το καλύτεροnoun (informal, figurative ([sth] new, excellent) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
σταρένιο ψωμίnoun (bread made from wheat flour) Wheat bread is made from refined white flour. |
λευκό ψωμί, άσπρο ψωμίnoun (bread baked with bleached flour) Wholewheat bread is more nutritious than white bread. |
μικροαστικόςadjective (figurative (characteristic of middle class) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bread στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του bread
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.