Τι σημαίνει το beating στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης beating στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του beating στο Αγγλικά.

Η λέξη beating στο Αγγλικά σημαίνει χτύπημα, ξυλοδαρμός, ξύλο, μεγάλη ήττα, συντριπτική ήττα, καυτός, χτυπάω, χτυπάω, νικάω, κερδίζω, χτυπάω, χτυπάω, ρυθμός, πτώμα, λιώμα, μπητ, μπιτ, νότα, χτύπημα, χτύποι, παλμοί, περιπολία, χτυπάω, χτυπάω, ξεπερνώ, περνώ, παίζω, σφυρηλατώ, είμαι καλύτερος από κτ, ξεπερνώ, περνώ, είμαι καλύτερος από κτ, υπεκφυγή, νικιέμαι, είμαι από τους καλύτερους, ευθέως. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης beating

χτύπημα

noun (act of hitting, thrashing)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Greg's beating on that drum is really irritating.
Το χτύπημα του Γκρεγκ σε εκείνο το ντραμ είναι πραγματικά εκνευριστικό.

ξυλοδαρμός

noun (act of physical violence)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mitch received a serious beating from the group of youths.

ξύλο

noun (punishment by hitting) (μτφ: τιμωρία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In the old days, parents often punished their children with a beating.
Παλιά, οι γονείς συχνά τιμωρούσαν τα παιδιά τους με ξύλο.

μεγάλη ήττα, συντριπτική ήττα

noun (figurative, informal (defeat)

The women's soccer team suffered a beating in the final round of the tournament.
Η ομάδα ποδοσφαίρου γυναικών υπέστη μεγάλη ήττα στον τελικό γύρο του τουρνουά.

καυτός

adjective (figurative (sun: very hot)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The beating summer sun made the baseball team tire quickly.

χτυπάω

transitive verb (strike, pound)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He beat the desk with his fist to try to get his point across.
Χτύπησε το γραφείο με τη γροθιά του για να προσπαθήσει να περάσει το μήνυμά του.

χτυπάω

transitive verb (hit [sb] repeatedly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The judge sentenced Willis to five years in jail for beating his victim with a baseball bat.
Ο δικαστής καταδίκασε τον Γουίλις σε πέντε χρόνια φυλάκισης επειδή χτύπησε το θύμα του με ένα ρόπαλο του μπέιζμπολ.

νικάω, κερδίζω

transitive verb (defeat)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The championship team are confident they can beat the challengers.
Οι πρωταθλητές νίκησαν τους διεκδικητές του τίτλου.

χτυπάω

transitive verb (eggs: whisk)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Before you scramble eggs, you have to beat them.
Προτού φτιάξεις ομελέτα, πρέπει να χτυπήσεις τα αυγά.

χτυπάω

transitive verb (wings: flap)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A hummingbird beats its wings many times a second.
Τα κολιμπρί χτυπούν τα φτερά τους πολλές φορές το δευτερόλεπτο.

ρυθμός

noun (rhythm)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The dancers moved to the beat of the music.
Οι χορευτές λικνίζονταν με τον ρυθμό της μουσικής.

πτώμα, λιώμα

adjective (US, informal, colloquial (exhausted) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
After a long day at work, Keith's father is beat when he comes home.

μπητ, μπιτ

adjective (historical (beatnik) (σπάνιο)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Kerouac is the most famous of the Beat poets.

νότα

noun (musical note)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You must remember to play harder on the accented beats.

χτύπημα

noun (stroke, blow)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The beat of the workers' hammers gave Sue a headache.

χτύποι, παλμοί

noun (heartbeat) (της καρδιάς)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
In her excitement, Fran could feel the beat of her heart.

περιπολία

noun (police officer's round)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Officer Smith pounded the beat all day long.

χτυπάω

intransitive verb (heart: throb)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The doctor listened to see if the man's heart was beating.

χτυπάω

intransitive verb (wings: flap)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The eagle's wings did not beat as it glided through the air.

ξεπερνώ, περνώ

transitive verb (informal (arrive before)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I bet we will beat you! We drive much faster.

παίζω

transitive verb (tap out: a rhythm) (μουσική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The drummer beat the rhythm on the bass drum.

σφυρηλατώ

transitive verb (metal: flatten)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The craftsman beat the piece of metal until it was very thin.

είμαι καλύτερος από κτ

transitive verb (slang (be preferable)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nothing beats a chocolate cake fresh from the oven.

ξεπερνώ, περνώ

transitive verb (arrive before) (μέχρι/ως κάποιο μέρος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Thompson beat the other runners to the finish line.

είμαι καλύτερος από κτ

transitive verb (be preferable)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υπεκφυγή

noun (not getting to the point)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
All this beating around the bush is starting to annoy me; just say yes or no!

νικιέμαι

verbal expression (informal (be defeated)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

είμαι από τους καλύτερους

verbal expression (informal (be among the best)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ευθέως

adverb (informal (in a straightforward way)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He told me right away what he thought, without beating about the bush.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του beating στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του beating

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.