Τι σημαίνει το balance of payments στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης balance of payments στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του balance of payments στο Αγγλικά.
Η λέξη balance of payments στο Αγγλικά σημαίνει ισορροπία, ευστάθεια, ισορροπία, αμεροληψία, αρμονία, ισορροπία, αντίβαρο, υπόλοιπο, ισορροπώ, αντισταθμίζω, ισοζυγίζω, ισορροπώ, ισορροπία, ισορροπία, ζυγαριά, πλάστιγγα, ζυγαριά, υπόλοιπο, ταλαντευτήρας, είμαι ισοσκελισμένος, ισορροπώ, εξισορροπώ, εξισορροπώ, υπόλοιπο λογαριασμού, ετήσιος ισολογισμός, ισορροπία δυνάμεων, εξισορρόπηση δυνάμεων, εμπορικό ισοζύγιο, οικονομικός ισολογισμός, ισοσκελίζω, υπόλοιπο λογαριασμού, δοκός, δοκός, ταμειακό υπόλοιπο, υπόλοιπο κλεισίματος, υπόλοιπο, οφειλόμενο υπόλοιπο, είμαι αβέβαιος, ισορροπημένος, στον αέρα, πνευματική υγεία, αρνητικός ισολογισμός, ασταθής, γενικά, αρχικό υπόλοιπο, ανεξόφλητο χρέος, πλάστιγγες ζυγαριάς, τέλεια ισορροπία, απόλυτη ισορροπία, τέλεια ισορροπία, απόλυτη ισορροπία, υπόλοιπο, βρίσκω μία συμβιβαστική λύση, κάνω συμβιβασμό, εξισορροπώ μία κατάσταση, βρίσκω τη χρυσή τομή, εμπορικό ισοζύγιο, ισοζύγιο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης balance of payments
ισορροπία, ευστάθειαnoun (person: ability to stay upright) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Alcohol affects a person's balance. Το αλκοόλ επηρεάζει την ισορροπία (or: ευστάθεια) του ανθρώπου. |
ισορροπία, αμεροληψίαnoun (fairness) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) News stations try to report the news with balance. Οι ειδησεογραφικοί σταθμοί προσπαθούν να μεταδίδουν τις ειδήσεις με αμεροληψία. |
αρμονία, ισορροπίαnoun (harmony) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) We try to keep our team relationships in balance. Προσπαθούμε να κρατάμε σε αρμονία (or: ισορροπία) τις σχέσεις της ομάδας μας. |
αντίβαροnoun (counterweight) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The shelf tilted, so I quickly added a book to the other end as a balance. Το ράφι έγειρα οπότε έβαλα βιαστικά ένα βιβλίο στο άλλο άκρο ως αντίβαρο. |
υπόλοιποnoun (debt, amount outstanding) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The balance on my credit cards is too high. I've paid a deposit and I need to pay the balance at the end of the month. Έχω δώσει την προκαταβολή και πρέπει να πληρώσω τη διαφορά στο τέλος του μήνα. |
ισορροπώtransitive verb (place precariously) (κάτι, κάτι σε/πάνω σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The hiker balanced his water bottle on a rock. Ο πεζοπόρος ισορρόπησε το μπουκάλι με το νερό πάνω σε μια πέτρα. |
αντισταθμίζω(offset) (κάτι με κάτι άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mindy balanced her long hours at work with a visit to the spa. Η Μίντυ αντιστάθμισε το πολύωρο ωράριο εργασίας της με μια επίσκεψη στο σπα. |
ισοζυγίζωtransitive verb (debits, credits: equalize) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The firm's accountant always balances the books. Ο λογιστής της εταιρείας ισοζυγίζει πάντοτε τα βιβλία. |
ισορροπώintransitive verb (person: equilibrium) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) People with inner ear problems cannot balance well. Άτομα με προβλήματα του έσω ωτός δεν μπορούν να κρατήσουν ισορροπία. |
ισορροπίαnoun (mental stability) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Her problem is a lack of emotional balance. |
ισορροπίαnoun (music: right to left) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tim adjusted the balance on his car stereo. |
ζυγαριά, πλάστιγγαnoun (scales) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The jeweller weighed the diamonds on a balance. |
ζυγαριάnoun (US (majority opinion) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Toward the end of voting season, the balance favoured the senator from Ohio; as predicted, she won the election. |
υπόλοιποnoun (remainder) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Jane paid most of the bill, so Jim paid the balance. |
ταλαντευτήραςnoun (timepiece: balance wheel) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
είμαι ισοσκελισμένοςintransitive verb (have equal debits and credits) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) I start to worry when my chequebook doesn't balance. |
ισορροπώ, εξισορροπώtransitive verb (create harmony in) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sheila is trying to balance the energy in her house using Feng Shui. |
εξισορροπώphrasal verb, intransitive (equalize, become even) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Advertising costs money but increases revenue, so over all it balances out. |
υπόλοιπο λογαριασμούnoun (bank: amount in an account) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) My account balance is slightly over $4000. |
ετήσιος ισολογισμόςnoun (financial statement for a year) (λογιστική) The company announced significant profits on the annual balance sheet. |
ισορροπία δυνάμεων, εξισορρόπηση δυνάμεωνnoun (between nations) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The balance of power shifted when the king became ill, with parliament becoming more independent. |
εμπορικό ισοζύγιοnoun (difference: imports, imports) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The growth in imports has lead to a worsening of the balance of trade. |
οικονομικός ισολογισμόςnoun (accounts document) The balance sheet shows a healthy increase in profits. Ο οικονομικός ισολογισμός δείχνει υγιή αύξηση των κερδών. |
ισοσκελίζωverbal expression (do accounting) (προϋπολογισμός κλπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The bookkeeper's job is to balance the accounts. |
υπόλοιπο λογαριασμούnoun (amount of money in bank account) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) It's a good thing tomorrow is payday; my bank balance is down to zero. |
δοκόςnoun (gym apparatus) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I find it amazing that women can do flips and pirouettes on a 4-inch wide beam without falling. Το βρίσκω καταπληκτικό που οι γυναίκες μπορούν να κάνουν τούμπες και πιρουέτες σε μια δοκό πλάτους 4 ιντσών χωρίς να πέφτουν. |
δοκόςnoun (gymnastic discipline: balancing) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The gymnast won gold for her performance on the beam. |
ταμειακό υπόλοιποnoun (funds in account) |
υπόλοιπο κλεισίματοςnoun (bank account: ending balance) (τραπεζικού λογαριασμού) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The closing balance of your account was $1,879 as of the end of the month. |
υπόλοιποnoun (finance: ending amount) |
οφειλόμενο υπόλοιποnoun (amount owed) |
είμαι αβέβαιοςverbal expression (figurative (be precarious) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Australia's political future hung in the balance after no clear winner emerged in Saturday's election. |
ισορροπημένος(having no extremes) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
στον αέραadverb (in a state of uncertainty) (μεταφορικά: αβέβαιος) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) His future is in the balance. |
πνευματική υγείαnoun (sanity) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He is still trying to restore his mental balance after a long period of depression. |
αρνητικός ισολογισμόςnoun (money owed) |
ασταθήςadjective (unsteady) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γενικάadverb (all things considered) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) On balance, I prefer working long hours from home than part time in an office. |
αρχικό υπόλοιποnoun (initial sum in an account) |
ανεξόφλητο χρέοςnoun (money still owed) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I just received a letter saying that I still have an outstanding balance on my car, but I'm sure I've completed the payments. |
πλάστιγγες ζυγαριάςnoun (set of weighing scales) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The students are using a pan balance to weigh different objects. |
τέλεια ισορροπία, απόλυτη ισορροπίαnoun (state of equilibrium) In a healthy person, the sodium and potassium in the kidneys are in perfect balance. |
τέλεια ισορροπία, απόλυτη ισορροπίαnoun (figurative (successful combination or juxtaposition) (μεταφορικά) |
υπόλοιποnoun (total amount left) (τραπεζικού λογαριασμού) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
βρίσκω μία συμβιβαστική λύση, κάνω συμβιβασμό, εξισορροπώ μία κατάστασηverbal expression (compromise) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Which is more important, productivity or quality? It's a question of striking a balance. |
βρίσκω τη χρυσή τομήverbal expression (find compromise between) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You need to strike a happy balance between video games and homework. |
εμπορικό ισοζύγιοnoun (imports compared to exports) Despite fluctuations, China's trade balance looks healthy. |
ισοζύγιοnoun (bookkeeping: check equality) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του balance of payments στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του balance of payments
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.