Τι σημαίνει το atingir στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης atingir στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του atingir στο πορτογαλικά.

Η λέξη atingir στο πορτογαλικά σημαίνει παρακολουθούμαι από, πλήττω, πετυχαίνω, βρίσκω, πιάνω, φτάνω, χτυπάω, χτυπώ, βρίσκω, φτάνω, φθάνω, πέφτω, πετυχαίνω, ταλανίζω, επηρεάζω, περνάω, χτυπάω, χτυπώ, τσούζω, κατακτώ, φτάνω τα όρια, πάω ως το τέρμα, έρχομαι σε οργασμό, φτάνω σε οργασμό, φτάνω στο νεκρό σημείο, ενηλικιώνομαι, ωριμάζω, ενηλικιώνομαι, φτάνω σε οργασμό, πετυχαίνω τους στόχους μου, δεν πετυχαίνω τον στόχο, πετυχαίνω τον στόχο, διαπρέπω, φτάνω το κατώτερο σημείο, έρχομαι σε οργασμό, έχω οργασμό, κορυφώνομαι, φτάνω σε οργασμό, φτάνω στην κορύφωση, σπάω, φτάνω στην κορυφή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης atingir

παρακολουθούμαι από

(εικόνα)

Este programa alcança milhares de adolescentes.

πλήττω

verbo transitivo (afetar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A cidade foi atingida pela tempestade na terça-feira.

πετυχαίνω, βρίσκω

verbo transitivo (alvo, cifra, valor...) (στόχο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A flecha acertou o alvo.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Το βέλος πέτυχε τον στόχο.

πιάνω, φτάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela não pode comparar-se a você em eficiência. Você é tão confiável.
Δεν μπορεί να σε πιάσει (Or: φτάσει) σε αποδοτικότητα. Είσαι τόσο αξιόπιστος.

χτυπάω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Um carro me atingiu na saída do estacionamento.
Ένα αυτοκίνητο με χτύπησε βγαίνοντας από το πάρκινγκ.

χτυπώ

(um alvo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A flecha atingiu o alvo.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Τα εχθρικά πυρά έπληξαν καίριους στόχους στην πόλη.

βρίσκω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A bala atingiu ele no estômago.

φτάνω, φθάνω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Às três horas, o exército atingiu as muralhas da cidade.

πέφτω

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando a luz atinge um objeto, os comprimentos de onda que ela reflete determinam a cor de aparência do objeto.

πετυχαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tony atingiu (or: alcançou) seu objetivo de tornar-se chefe de departamento.
Ο Τόνυ πέτυχε τον στόχο του, που ήταν να γίνει επικεφαλής του τμήματος.

ταλανίζω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επηρεάζω

(κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As dificuldades financeiras impactaram a capacidade da empresa de aceitar novos projetos.
Οι οικονομικές δυσκολίες επηρέασαν την ικανότητα της εταιρείας να αναλάβει καινούρια πρότζεκτ.

περνάω

(percurso) (από κάπου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A autoestrada estende-se ao longo do vale.

χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τσούζω

verbo transitivo (figurado: afetar pessoalmente) (μτφ, καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mesmo que não estivesse falando de mim, os comentários do orador sobre como ser compreensivo com seus filhos me atingiram.

κατακτώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O alpinista alcançou o topo da montanha na segunda-feira de manhã.

φτάνω τα όρια, πάω ως το τέρμα

(figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έρχομαι σε οργασμό, φτάνω σε οργασμό

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φτάνω στο νεκρό σημείο

expressão verbal (não ganhar nem perder)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No ritmo que estamos indo, teremos sorte de atingir o equilíbrio até o fim do ano.
Με τον ρυθμό που πηγαίνουμε θα είμαστε τυχεροί αν ρεφάρουμε στο τέλος του χρόνου.

ενηλικιώνομαι

locução verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Muitas culturas possuem um ritual para celebrar o momento em que um jovem atinge a maioridade.

ωριμάζω, ενηλικιώνομαι

(crescer, tornar-se um adulto)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Κάποια ζώα της φάρμας κάνουν έως και τρία χρόνια για να ενηλικιωθούν.

φτάνω σε οργασμό

locução verbal (clímax sexual, gozar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πετυχαίνω τους στόχους μου

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Δεν θα πετύχεις ποτέ τους στόχους σου χωρίς σκληρή δουλειά.

δεν πετυχαίνω τον στόχο

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πετυχαίνω τον στόχο

expressão (figurada)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διαπρέπω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φτάνω το κατώτερο σημείο

expressão verbal

Φαίνεται ότι η ύφεση έφτασε στο κατώτερο σημείο και τώρα βλέπουμε μια βελτίωση στις οικονομικές συνθήκες. Οι ναρκομανείς μπορεί να πρέπει να πιάσουν πάτο πριν αποδεχθούν ότι χρειάζονται βοήθεια.

έρχομαι σε οργασμό, έχω οργασμό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O casal teve o orgasmo no mesmo momento.

κορυφώνομαι

expressão (alcançar ponto mais alto)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A popularidade do cantor atingiu o auge com seu segundo álbum. As vendas do terceiro álbum foram muito menores.
Η δημοτικότητα του τραγουδιστή κορυφώθηκε με τον δεύτερό του δίσκο· οι πωλήσεις του τρίτου του δίσκου ήταν πολύ πιο χαμηλές.

φτάνω σε οργασμό, φτάνω στην κορύφωση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Os homens atingem o orgasmo com mais facilidade e rapidez que as mulheres.
Οι άνδρες συχνά φτάνουν πιο εύκολα και γρήγορα σε οργασμό από τις γυναίκες.

σπάω

expressão verbal (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A onda atingiu a crista perto da orla.

φτάνω στην κορυφή

(με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του atingir στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.