Τι σημαίνει το atacar στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης atacar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του atacar στο ισπανικά.
Η λέξη atacar στο ισπανικά σημαίνει επιτίθεμαι, επιτίθεμαι, επιτίθεμαι, ταλανίζω, επιτίθεμαι, εισβάλλω, επιτίθεμαι, επιτίθεμαι σε κπ/κτ, επιτίθεμαι σε κτ/κπ, σκοτώνω, αρχίζω να παίζω, χτυπώ, ορμάω, ορμώ, επιτίθεμαι, επιτίθεμαι με κοντάρι, επιτίθεμαι σε κτ, ρίχνομαι σε κτ, τη λέω σε κπ, επιτίθεμαι λεκτικά, πέφτω με τα μούτρα σε κτ, τσακίζω, κατασπαράζω, πέφτω με τα μούτρα, επιτίθεμαι λεκτικά σε κπ, κάνω κτ με ενθουσιασμό, στήνω ενέδρα, ρίχνω μία σε κπ, χώνω μία σε κπ, δίνω μία σε κπ, την πέφτω σε κπ, ξεσπάω σε κπ, ξεσπώ σε κπ, κατασπαράσσω, κάνω τάκλινγκ από τα πλάγια, παρακινώ να ορμήσει, παρακινώ να χυμήξει, <div>κάνω κόμμα εναντίον κπ</div><div>(<i>έκφραση</i>: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ.<i> βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας </i>κλπ.)</div>, αρπάζω, τη λέω σε κπ, γρήγορο πιστόλι, επιτίθεμαι σε κπ, ξεσπάω, ξεσπώ, ξεσπάω σε κπ, ξεσπώ σε κπ, τσεκουρώνω, αιφνιδιάζω, επιτίθεμαι σε κπ, επιτίθεμαι σε κπ, επιτίθεμαι, επιτίθεμαι σε κπ, προκαλώ, επιτίθεμαι σε κπ, κατασπαράζω, πλήττω, επιτίθεμαι σε κπ, γαζώνω, επιτίθεμαι με χειροβομβίδα, επιτίθεμαι άσχημα, όρμα, επιτίθεμαι σε κτ/κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης atacar
επιτίθεμαιverbo transitivo (acometer) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Él atacó el problema con entusiasmo. |
επιτίθεμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Joyce estaba acariciando el gato cuando de repente este atacó. Η Τζόις χάιδευε τη γάτα όταν ξαφνικά χίμηξε. |
επιτίθεμαι(βιαιοπραγώ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘEsta oración no es una traducción de la original. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αν και μικρόσωμη, τις προάλλες επιτέθηκε στον σεκιουριτά που δεν την άφησε να μπει στο μπαρ και τον έστειλε στο νοσοκομείο για ράμματα. |
ταλανίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El crimen ha atacado a la ciudad por años. |
επιτίθεμαι, εισβάλλωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El enjambre atacó a una pobre vaca que pastaba en el prado. Το σμήνος από φονικές μέλισσες επιτέθηκε στην ανυποψίαστη αγελάδα που έβοσκε στο λιβάδι. |
επιτίθεμαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) José atacó la cena como si no hubiera comido durante una semana. |
επιτίθεμαι σε κπ/κτ
|
επιτίθεμαι σε κτ/κπverbo transitivo Una serpiente atacará siempre que se sienta amenazada. Τα κουλουριασμένα φίδια επιτίθενται σε οτιδήποτε τα απειλεί. |
σκοτώνω(για έντομα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αρχίζω να παίζω(figurado, pieza) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La orquesta atacó los primeros compases de un festivo vals. Η ορχήστρα άρχισε να παίζει ένα χαρούμενο βαλς. |
χτυπώverbo transitivo (figurado) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cuando fuera candidato para alcalde, Bob atacaría a todos sus oponentes. Ως υποψήφιος για δήμαρχος, ο Μπομπ χτύπησε όλους τους αντιπάλους του. |
ορμάω, ορμώverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El león atacó al antílope. Το λιοντάρι όρμηξε στην αντιλόπη. |
επιτίθεμαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El ejército atacó en mitad de la noche. |
επιτίθεμαι με κοντάριverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El caballero llevó su caballo hacia adelante y atacó a su oponente. |
επιτίθεμαι σε κτverbo transitivo (figurado) La milicia atacó el pueblo. |
ρίχνομαι σε κτ(καθομιλουμένη, μεταφορικά) Ο Τζος έπεσε με τα μούτρα στο βραδινό του λες και είχε να φάει πάνω από μία εβδομάδα. |
τη λέω σε κπ(αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nancy estaba furiosa con Jane y la criticó. Η Νάνσι εξοργίστηκε με την Τζέιν και της την είπε. |
επιτίθεμαι λεκτικά
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vince insultó a Ed, acusándolo de mentir. |
πέφτω με τα μούτρα σε κτ(AR, PR) (μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La torta de manzana se ve deliciosa, no puedo esperar a entrarle. Η μηλόπιτα φαίνεται πεντανόστιμη, δεν κρατιέμαι να πέσω με τα μούτρα πάνω της. |
τσακίζω, κατασπαράζω(μεταφορικά: φαγητό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se me hizo agua la boca cuando olí la tarta de manzana que había hecho mi mamá y estaba lista para empezar a comer. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Έπεσε με τα μούτρα στα κρουασανάκια. |
πέφτω με τα μούτρα(καθομιλουμένη, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επιτίθεμαι λεκτικά σε κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Los rivales atacan al político constantemente en sus discursos públicos. Οι αντίπαλοι του πολιτικού του επιτίθενται συνεχώς λεκτικά στις δημόσιες ομιλίες. |
κάνω κτ με ενθουσιασμό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στήνω ενέδρα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Los forajidos se emboscaron para esperar el paso de la diligencia. |
ρίχνω μία σε κπ, χώνω μία σε κπ, δίνω μία σε κπ(jerga) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Estaba tan enfadado con el paparazzo que le lancé un directo a la mandíbula. |
την πέφτω σε κπ(ανεπίσημο, αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El asaltante atacó a su víctima con varios golpes en la cabeza. |
ξεσπάω σε κπ, ξεσπώ σε κπ
Davies atacó a su víctima de repente y derribó al Sr. Jackson de un puñetazo. |
κατασπαράσσω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El domador de leones fue atacado por uno de los leones. |
κάνω τάκλινγκ από τα πλάγια(PR) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παρακινώ να ορμήσει, παρακινώ να χυμήξειlocución verbal (για σκύλο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
<div>κάνω κόμμα εναντίον κπ</div><div>(<i>έκφραση</i>: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ.<i> βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας </i>κλπ.)</div>locución verbal (καθομιλουμένη, μεταφορικά) Cada vez que el profesor se equivoca, los estudiantes lo atacan en grupo. Κάθε φορά που η δασκάλα κάνει ένα λάθος, οι μαθητές συσπειρώνονται εναντίον της για να της το επισημάνουν. |
αρπάζω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) "¡En guardia!", gritó Sherlock Holmes, desenfundando su bastón de estoque. Άρπα την, κύριε! φώναξε ο Σέρλοκ Χόλμς, τραβώντας το μπαστούνι-σπαθί του. |
τη λέω σε κπ(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γρήγορο πιστόλιlocución adjetiva (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επιτίθεμαι σε κπ
Los boxeadores se atacaban con ferocidad el uno al otro. |
ξεσπάω, ξεσπώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ian tiende a atacar verbalmente si cree que lo están criticando. Ο Ίαν έχει την τάση να ξεσπάει αν νομίζει πως τον κρίνουν σε προσωπικό επίπεδο. |
ξεσπάω σε κπ, ξεσπώ σε κπ
Adam siempre agrede verbalmente a todo el mundo. |
τσεκουρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El asesino atacó a su víctima en el bosque con un hacha. |
αιφνιδιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επιτίθεμαι σε κπ(φραστικά ή σωματικά) |
επιτίθεμαι σε κπ(informal) Uno de los hombres se le vino encima a Ed con un cuchillo. |
επιτίθεμαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los ladrones atacaron a la víctima cuando estaba distraída. Οι κλέφτες επιτέθηκαν στο θύμα τους όταν τους διέκοψαν. |
επιτίθεμαι σε κπ
La actriz ha atacado a los críticos, que según ella no han entendido su actuación. |
προκαλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El jugador retó a un duelo a otro jugador que lo estaba atacando. |
επιτίθεμαι σε κπ
Los dos hombres atacaron a James mientras caminaba por el parque. Οι δύο άνδρες επιτέθηκαν στον Τζέιμς όταν περπατούσε στο πάρκο. |
κατασπαράζω(για ζώα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El león atacó salvajemente al ñu. Το λιοντάρι κατασπάραξε το γκνου. |
πλήττω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La recesión afectó a muchos habitantes. |
επιτίθεμαι σε κπ
Los enfadados protestantes intentaron atacar al político. |
γαζώνωlocución verbal (μεταφορικά: με σφαίρες) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επιτίθεμαι με χειροβομβίδαlocución verbal (με το χέρι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επιτίθεμαι άσχημα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
όρμα(προστακτική: σε σκύλο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
επιτίθεμαι σε κτ/κπ
El grupo de hombres atacó a Pete. Le dieron puñetazos y patadas. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του atacar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του atacar
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.