Τι σημαίνει το aprovecharse de alguien στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης aprovecharse de alguien στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του aprovecharse de alguien στο ισπανικά.

Η λέξη aprovecharse de alguien στο ισπανικά σημαίνει εκμεταλλεύομαι πλήρως κτ, εκμεταλλεύομαι, χρησιμοποιώ αποτελεσματικά, αρπάζομαι από, δράττομαι του, εκμεταλλεύομαι, αρπάζω, επωφελούμαι από κτ, εκμεταλλεύομαι, αξιοποιώ, αρπάζω, αρπάζω, αρπάζω, αρπάζω, χρησιμοποιώ με τον καλύτερο τρόπο, εκμεταλλεύομαι, αξιοποιώ, εκμεταλλεύομαι, αξιοποιώ, εκμεταλλεύομαι, εκμεταλλεύομαι κτ στο έπακρο, αρπάζω, αρπάζω, χρησιμοποιώ, βασίζομαι σε κάτι, αρπάζω, αρπάζω την ευκαιρία, εκμεταλλεύομαι, αξιοποιώ το χρόνο μου, παίρνω την ευκαιρία, εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία, αρπάζω την ευκαιρία, παίρνω την ευκαιρία, εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία, αρπάζω την ευκαιρία, έχω τη χρυσή ευκαιρία, μετατρέπω, αρπάζω την ευκαιρία να κάνω κτ, εκμεταλλεύομαι στο έπακρο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης aprovecharse de alguien

εκμεταλλεύομαι πλήρως κτ

Aprovechamos al máximo nuestras vacaciones al apagar los celulares y la computadora.

εκμεταλλεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aproveché la situación.
Εκμεταλλεύτηκα την κατάσταση.

χρησιμοποιώ αποτελεσματικά

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Voy a aprovechar mi hora de comida y voy a ir al supermercado.
Θα χρησιμοποιήσω αποτελεσματικά το χρόνο του μεσημεριανού διαλείμματος στη δουλειά και θα πάω στο σούπερ μάρκετ.

αρπάζομαι από, δράττομαι του, εκμεταλλεύομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un gran jugador de tenis aprovechará los errores de su oponente y los usará en su beneficio.

αρπάζω

(oportunidad) (μεταφορικά: ευκαιρία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dean aprovechó la oportunidad para visitar la playa varias veces.

επωφελούμαι από κτ

verbo transitivo

Te instaría a que aprovecharas esta oportunidad antes de que sea demasiado tarde.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Είναι άνθρωπος που δράττεται (or: επωφελείται) κάθε καλής ευκαιρίας που του δίνεται.

εκμεταλλεύομαι, αξιοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El director quería aprovechar el potencial del equipo.

αρπάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cuando los jefes de Pablo le ofrecieron un trabajo en sus oficinas en Nueva York, él aprovechó la oportunidad.

αρπάζω

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Oportunidades como estas no vienen todos los días, deberías aprovecharla.

αρπάζω

(oportunidad) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kyra aprovechó la oportunidad de representar a su escuela en la conferencia.

αρπάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Siendo una gran fanática de la banda, Stella aprovechó la oportunidad de verlos en concierto.

χρησιμοποιώ με τον καλύτερο τρόπο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Optimiza tu tiempo para prepararte para los exámenes.
Αξιοποίησε με τον καλύτερο τρόπο τον χρόνο σου για προετοιμαστείς για τις εξετάσεις.

εκμεταλλεύομαι, αξιοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El gobierno trabajó para encontrar maneras de explotar adecuadamente los recursos petrolíferos.
Η κυβέρνηση εργαζόταν για να βρει τρόπους να εκμεταλλευτεί τους πετρελαϊκούς πόρους της.

εκμεταλλεύομαι, αξιοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las nuevas obras hidráulicas empleaban el poder del río para llevar electricidad al pueblo.
Το νέο υδραγωγείο αξιοποιούσε τη δύναμη του ποταμού για να τροφοδοτεί με ηλεκτρικό ρεύμα την πόλη.

εκμεταλλεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El dueño de la mina estaba feliz de escuchar que los obreros estaban explotando una nueva mina.

εκμεταλλεύομαι κτ στο έπακρο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αρπάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nancy agarró el brazo de Eduardo.
Η Νάνσι άρπαξε το χέρι του Έντουαρντ.

αρπάζω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si me ofrecieran un trabajo lo pillaría al vuelo.
Αν μου προσέφεραν μια ευκαιρία για δουλειά, θα την άρπαζα.

χρησιμοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ruby vive sola, así que se vale de sus vecinos cuando necesita ayuda.

βασίζομαι σε κάτι

(coloquial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si puedo subirme al carro de tu idea, quisiera agregar algo.

αρπάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El bailarín no perdió la oportunidad de audicionar para el Ballet Real.

αρπάζω την ευκαιρία

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando mi abuela se ofreció a llevarme a Inglaterra, aproveché la oportunidad.

εκμεταλλεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Solo tienes una oportunidad, así que aprovéchala al máximo.

αξιοποιώ το χρόνο μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Isabel aprovechó al máximo el tiempo que pasó en el Reino Unido y visitó tantos lugares como pudo.

παίρνω την ευκαιρία, εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si aprovechas la oportunidad para agradecer al público, te querrán más.

αρπάζω την ευκαιρία

locución verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παίρνω την ευκαιρία, εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Qué lindo día, voy a aprovechar la oportunidad para sentarme en el jardín mientras esté soleado.

αρπάζω την ευκαιρία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έχω τη χρυσή ευκαιρία

locución verbal (μεταφορικά: να κάνω κάτι)

μετατρέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La mujer pudo aprovechar su relación con el presidente para su carrera política.

αρπάζω την ευκαιρία να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκμεταλλεύομαι στο έπακρο

(προς όφελος μου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Aprovecha al máximo la oportunidad de aprender de estos cocineros expertos.
Εκμεταλλεύσου στο έπακρο την ευκαιρία να μάθεις από αυτούς τους έμπειρους μάγειρες.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του aprovecharse de alguien στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.